-
121 перемочить
-мочу, -мочишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. перемоченный, βρ: -чен, -а, -о ρ.σ.μ.1. μουσκεύω (όλα, πολλά).2. παραμου-σκεύω, φθείρω, χαλνώ από το πολύ μπούσκεμα. -
122 переносить
-ношу, -носишьρ.δ.βλ. перенести.εκφρ.не переносить кого-чегб – δεν υποφέρω κάποιον, κάτι (απεχθάνομαι).βλ. перенестись.-ношу, -носишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. переношенный, βρ: -шен, -а, -оρ.σ.μ.1. μεταφέρω•переносить вещи в вагон μεταφέρω τα πράγματα στο βαγόνι.
2. φθείρω (για ενδύματα, υποδήματα).3. εγκυμονώ, κυοφορώ πέρα από τον κανονικό χρόνο.1. βλ. перенестись.2. φθείρομαι, χαλνώ•все шитья -лись όλα τα φορέματα φθάρθηκαν.
-
123 перепакостить
-кощу, -костишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. перепакощенный, βρ: -щен, -а, -о ρ.σ.μ. (απλ.).1. καταλερώνω,. (όλους, πολλούς).2. χαλνώ, καταστρέφω (όλο, πολύ).καταλερώνομαι (για όλους, πολλούς). -
124 побить
-бью, -бьшь, προστκ. побейρ.σ.μ.1. χτυπώ, δέρνω.2. καταφέρω νικηφόρα χτυπήματα•побить врага χτυπώ τον εχθρό.
|| νικώ στο αγώνισμα, στο παιγνίδι.3. θανατώνω, σκοτώνω, φονεύω. || καταστρέφω (για θεομην ίες, παγωνιές, πλημμύρες κ.τ.τ.).4. σπάζω, θραύω.5. χαλνώ, βλάπτω χτυπώντας.εκφρ.побей (меня) Бог – (απλ.) να με τιμωρήσει ο Θεός (ως όρκος).1. χτυπιέμαι•яблоки -лись τα μήλα χτυπήθηκαν.
2. θραύομαι, σπάζω•посуда -лэсь τα αγγεία έσπασαν.
3. μτφ. καταβάλλω μεγάλες προσπάθειες για να κατορθώσω κάτι.εκφρ.побить об заклад – παλ. βάζω στοίχημα. -
125 погрызть
ρ.σ.μ.1. βλ. грызть (1 σημ.) για ένα χρον. διάστημα.2. τρωγαλίζω (όλα, πολλά). || χαλνώ δαγκώνοντας.(για ζώα)• αλληλοτρώγομαι. || μαλώνω, φιλονικώ, ερίζω, τρωγόμαστε σαν τα σκυλιά. -
126 подгадить
ρ.σ. (απλ.)1. ντροπιάζω.2. βλάπτω, χαλνώ• ασχημίζω. -
127 подкачать
ρ.σ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. подкачанный, βρ: -чан, -а, -о.1. μ. αντλώ ακόμα,2. παλ. διαψεύδω τις ελπίδες, ντροπιάζω. || βλάπτω χαλνώ. -
128 починить
ρ.σ.1. επιδιορθώνω, επισκευάζω.2. μτφ. (απλ.) βλάπτω, χαλνώ, κάνω ζημιά.
См. также в других словарях:
χαλνώ — και χαλνάω βλ. χαλώ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
χαλνώ — άω, Ν βλ. χαλώ … Dictionary of Greek
χαλώ — χαλῶ, άω, ΝΜΑ, και χαλνώ, άω, Ν, και χαλάζω και χαλαίνω Α ναυτ. κατεβάζω ιστίο ή σημαία νεοελλ. μσν. 1. επιφέρω βλάβη στην κανονική λειτουργία ενός συστήματος («τό χάλασες το ρολόι») 2. καταστρέφω 3. (σχετικά με κτίσμα) κατεδαφίζω, γκρεμίζω (α.… … Dictionary of Greek
Liste unregelmäßiger Verben im Neugriechischen — Unregelmäßige Verben im Neugriechischen sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden.… … Deutsch Wikipedia
Unregelmäßige Verben des Neugriechischen — Unregelmäßige Verben im Neugriechischen sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden.… … Deutsch Wikipedia
Unregelmäßige Verben im Neugriechischen — sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden. Inhaltsverzeichnis 1 Vorbemerkungen und Statistik 2… … Deutsch Wikipedia
Unregelmäßige neugriechische Verben — Unregelmäßige Verben im Neugriechischen sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden.… … Deutsch Wikipedia
αποχαλώ — (I) κ. άω κ. χαλνώ, άω 1. χαλώ, καταστρέφω τελείως 2. καταστρέφομαι τελείως. (II) ἀποχαλῶ ( άω) (Α) χαλαρώνω κάτι … Dictionary of Greek
γερνώ — και γερνάω 1. συντελώ στο να γεράσει κάποιος («με γέρασαν τα βάσανα») 2. γίνομαι γέρος, μπαίνω στη γεροντική ηλικία 3. παροιμ. α) «ο λύκος κι αν εγέρασε, κι άλλαξε το μαλλί του, ούτε τη γνώμη του άλλαξε ούτε και τη βουλή του» για τις κακές έξεις… … Dictionary of Greek
καλνώ — καλώ*. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλώ μεταπλασμένος ενεστ. κατά τα χαλνώ < χαλώ, γελνώ < γελώ] … Dictionary of Greek
κολλώ — και κολνώ (AM κολλῶ, άω) 1. συνενώνω με κόλλα ή άλλο συνδετικό υλικό δύο ή περισσότερα αντικείμενα ή μέρη τού ίδιου πράγματος, συγκολλώ (α. «μού κόλλησε το τασάκι που έσπασε» β. «τά δὲ νεῡρα... περὶ τὸν τράχηλον ἐκόλλησεν», Πλάτ.) 2. συνδέω,… … Dictionary of Greek