Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

τῦκον

См. также в других словарях:

  • τύκον — τὸ, Α (αιολ. και δωρ. τ.) βλ. σύκο …   Dictionary of Greek

  • τῦκα — τῦκον fruit of the neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τύκω — τύκος instrument for working stone masc nom/voc/acc dual τύκος instrument for working stone masc gen sg (doric aeolic) τύ̱κω , τῦκον fruit of the neut nom/voc/acc dual τύ̱κω , τῦκον fruit of the neut gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σύκο — το / σῡκον, ΝΜΑ, και βοιωτ. τ. τῡκον Α 1. ο εδώδιμος καρπός τής συκιάς 2. φρ. α) «βασιλικά σύκα» και «σύκα βασίλεια [ἡ βασιλικά»]» είδος εκλεκτών και μεγάλων σύκων β) «ξηρά σύκα» αποξηραμένα σύκα που τρώγονται ως ξηροί καρποί γ) «λέω τα σύκα σύκα …   Dictionary of Greek

  • σύκον — τὸ, ΜΑ, και βοιωτ. τ. τῡκον Α βλ. σύκο …   Dictionary of Greek

  • τύκος — ο, ΝΜΑ, και ποιητ. τ. τύχος Α το σιδερένιο σφυρί τών λατόμων και τών λιθοξόων («τύκον, τὴν τῶν λατόμων σφῡραν», Πολυδ.) αρχ. 1. είδος πολεμικού πελέκεως 2. (στον τ. τύχος) (κατά τον Ησύχ.) α) «πύλη» β) «σφήν». [ΕΤΥΜΟΛ. Τεχνικός όρος ο οποίος… …   Dictionary of Greek

  • τύκοις — τύκος instrument for working stone masc dat pl τύ̱κοις , τῦκον fruit of the neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τύκου — τύκος instrument for working stone masc gen sg τύ̱κου , τῦκον fruit of the neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»