Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

συκο-φάντης

См. также в других словарях:

  • φάντης — (I) ὁ, Α (κατά τον Φώτ.) συκοφάντης. [ΕΤΥΜΟΛ. Το επίθ. σχηματίστηκε κατ απόσπαση από τα σύνθ. σε φάντης (πρβλ. ἱερο φάντης, συκο φάντης) < θ. φαν τού φαίνω*]. (II) ο, Ν βλ. φάντες …   Dictionary of Greek

  • ιεροφάντης — Ανώτατος εκκλησιαστικός άρχοντας στην αρχαία Ελλάδα, ο οποίος γνώριζε όλα τα σχετικά με τη θρησκεία ζητήματα. Ήταν ο ιερατικός άρχοντας στη λατρεία των Ελευσίνιων μυστηρίων και ανήκε πάντα στο γένος των Ευμολπιδών. * * * ὁ (Α ἱεροφάντης και ιων.… …   Dictionary of Greek

  • τυμβοφάντης — ὁ, Α αυτός που επιδεικνύει έναν τάφο. [ΕΤΥΜΟΛ. < τύμβος + φάντης (< φαίνω), πρβλ. συκο φάντης] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»