-
1 άστρια
-
2 ἄστρια
-
3 συν-αστρία
συν-αστρία (?), ἡ, kleine Veruneinigung zwischen Freunden, Schmollen, Proclus.
-
4 ἄστρις
ἄστρις, ἡ, = ἀστράγαλος, Callim. frg. u. VLL.; Eusth. acc. plur. ἄστριας ἢ ἀστρίας, wie von ἀστρία od. ἀστρίας, vgl. Poll. 9, 99.
-
5 άστρι'
-
6 ἄστρι'
-
7 θηλάστρια
θηλ-άστρια, ἡ,A one who suckles, wet-nurse, S.Fr.98, Cratin.418, Eup.417.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θηλάστρια
-
8 κατασκευάστρια
A she who prepares, Sch.Lyc.578 (ed. Bachm.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κατασκευάστρια
-
9 κατευνάστρια
κατευν-άστρια, ἡ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κατευνάστρια
-
10 κολάστρια
κολ-άστρια, ἡ, fem. ofGreek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κολάστρια
-
11 κραυγαστής
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κραυγαστής
-
12 λαικαστής
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λαικαστής
-
13 μολπάστρια
μολπ-άστρια, ἡ, fem. of foreg., prob. in Hsch.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μολπάστρια
-
14 ποάστρια
πο-άστρια, ἡ,A weeder or grass-cutter, Archipp. 44; Ποάστριαι, title of comedies by Magnes and Phrynichus, cf. IG 22.2363.31 (dub.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ποάστρια
-
15 συκαστής
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συκαστής
-
16 φοιβάστρια
φοιβ-άστρια, ἡ,A prophetess, Lyc.1468.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φοιβάστρια
-
17 ἀγοράστρια
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀγοράστρια
-
18 ἐνυπνιάστρια
ἐνυπνι-άστρια, ἡ,A she who dreams, title of book, prob. in IG2.992ii6.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐνυπνιάστρια
-
19 ἡσυχάστρια
ἡσῠχ-άστρια, ἡ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἡσυχάστρια
-
20 ἵππος
Grammatical information: m. f.Meaning: `horse, mare' (Il.), collective f. `cavalry' (IA)Compounds: Very often in compp.: bahuvrihi ( λεύκ-ιππος), governing compp. ( ἱππό-δαμ-ος, ἱππ-ηλά-της), determin. compp. ( ἱππο-τοξότης); with transformed 2. member ( ἱππο-πόταμος, ἵππ-αγρος for ἵππος ποτάμιος, ἄγριος, Risch IF 59, 287; ἱππο-κορυστής, s. κόρυς); with metr. conditioned ἱππιο- for ἱππο- in ἱππιο-χαίτης, - χάρμης (ep.). As 1. member also augmentative, esp in plant-names ( ἱππο-λάπαθον a. o., Strömberg Pflanzennamen 30).Derivatives: A. Substantives: diminut. ἱππάριον (X.), ἱππίσκος `(small) statue of a horse' (Samos IVa) etc., ἱππίδιον as fishname (Epich.; Strömberg Fischnamen 100). - ἱππότης m. `horse-, chariot-driver' (Il.; in Homer always ἱππότᾰ with voc. = nom.; see Risch Sprachgesch. und Wortbed. 389ff), f. ἱππότις (Nonn.); ἱππεύς `horse-driver, chariot-fighter' (Il.), `cavalrist' (Sapph., A., Hdt.), `knight' as social class (Hdt., Ar., Arist.); from there ἱππεύω, s. C.; also as name of a comet like ἱππίας (Plin., Apul.; Scherer Gestirnnamen 107); ἱππών `stable' (Att. inscr., X.); ἱππάκη `cheese of mare-milk' (Hp.), also plant-name (Strömberg Pflanzennamen 136; formation like ἐριθάκη, ἁλωνάκη a. o.); ἵππερος "horse-fever" (Ar., like ἴκτερος, ὕδερος); ἱπποσύνη `art of driving, cavalry' (Il.; Urs Wyss Die Wörter auf - σύνη 23 u. 49). - B. Adjectives: ἱππάς f. `belonging to a horse, status and census of the knights in Athens' (Hp., Arist.); ἵππειος `belonging to a horse' (Il.); ἵππιος `id.' (Alc., Pi., trag.), often as epithet of gods (Poseidon, Athena etc.); from there Ίππιών as month-name (Eretria); ἱππικός `id.' (IA; Chantraine Et. sur le vocab. gr. 141); ἱππώδης `horse-like' (X.). - C. Verbs: 1. ἱππάζομαι, also with ἀφ-, ἐφ-, καθ- a. o., `drive horses, serve as riding-horse' (Il.) with ἱππασία, ἱππάσιμος, ἱππαστήρ, - άστρια, ἱππαστής, - αστικός, ἵππασμα, ἱππασμός. 2. ἱππεύω `id.' (IA), prop. from ἱππεύς, but also referring to ἵππος (Schwyzer 732), also with prefix, e. g. ἀφ-, καθ-, παρ-, συν-; from there ἱππευτήρ, - τής, ἱππεία, ἵππευσις, ἵππευμα; details in Boßhardt Die Nom. auf - ευς 34f. - Further endless proper-names, both full- and short-names ( Ίππόλυτος, Ίππίας, Ι῝ππη etc.etc.). See E. Delebecque Le cheval dans l'Iliade. Paris 1951.Origin: IE [Indo-European] [301] *h₁eḱuos `horse'Etymology: Inherited word for `horse', e. g. Skt. áśva-, Lat. equus, Venet. acc. ekvon, Celt., e. g. OIr. ech, Germ., e. g. OE eoh, OLith. ešva `mare', Toch. B yakwe, perh. also Thrac. PN Βετεσπιος, give IE *h₁eḱu̯os; further HLuw. aśuwa, Lyc. esbe. From this form we expect Gr. *ἔππος or *ἔκκος (s. Schwyzer 301). A form with geminate is indeed found in ἴκκος (EM 474, 12), Ἴκκος PN (Tarent., Epid.); s. Lejeune, Phonétique 72. (With ἴκκος: ἵππος cf. Pannonian PN Ecco, Eppo.) A problem is the ἰ-; one suggestion was that it is Mycenaean; Cf. W.-Hofmann s. equus, Schwyzer 351. The aspiration is also difficult. - There is no further explanation for the word (connection e.g. with ὠκύς cannot be demonstrated).Page in Frisk: 1,734-735Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ἵππος
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ἄστρια — ἄστριον architectural ornament neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄστρι' — ἄστρια , ἄστριον architectural ornament neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεταφραστής — ο, θηλ. άστρια (ΑΜ μεταφραστής και μεταφράστης) [μεταφράζω] 1. αυτός που αποδίδει προφορικό ή γραπτό λόγο με άλλο φραστικό τρόπο ή σε άλλο λεκτικό ύφος, εξηγητής, ερμηνευτής, μεταγλωττιστής 2. το πρόσωπο που μεταφέρει προφορικό ή γραπτό λόγο από… … Dictionary of Greek
αγοραστής — ο θηλ. άστρια αυτός που αγοράζει: Βρέθηκε αγοραστής για το σπίτι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ανασκευαστής — ο θηλ. άστρια αυτός που ανασκευάζει … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αντεραστής — ο θηλ. άστρια αντίζηλος στον έρωτα: Μάλωσαν οι δυο τους, γιατί ήταν αντεραστές … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
απεργοσπάστης — ο θηλ. άστρια εργάτης που σε καιρό απεργίας προσλαμβάνεται στη θέση απεργού ή εργάτης που δε συμμετέχει στην απεργία: Οι απεργοί δεν άφησαν τους απεργοσπάστες να δουλέψουν … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εγκωμιαστής — ο θηλ. άστρια αυτός που εγκωμιάζει, ο υμνητής … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εκβιαστής — ο θηλ. άστρια 1. αυτός που εκβιάζει, που με εκβιαστικά μέσα επιδιώκει ή πετυχαίνει κάτι. 2. αυτός που χρηματίζεται με εκβιασμούς … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ενοικιαστής — ο θηλ. άστρια που χρησιμοποιεί ή εκμεταλλεύεται κάτι με ενοίκιο, μισθωτής, νοικάρης, νοικάτορας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εξεταστής — ο θηλ. άστρια 1. αυτός που εξετάζει, που κάνει εξέταση (σπουδαστών). 2. αυτός που ελέγχει τους άλλους, ελεγκτής: Εξεταστή σε βάλανε για το τι κάνω εγώ; … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)