Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

τυράννων

См. также в других словарях:

  • τυραννῶν — τυραννεύω to be a monarch pres part act masc nom sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Τυράννων — Τύραννος an absolute ruler masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τυράννων — τύραννος an absolute ruler masc gen pl τύραννος an absolute ruler neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μακραὶ τυράννων χεῖρες… — См. У Царя руки долги …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Фаний — (Φανίας, также Φαινίας, Phanias) уроженец лесбийского города Эреса, перипатетик, ученик Аристотеля и друг Феофраста. Плутарх в 13 гл. биографии Фемистокла, приводя от имени Ф. рассказ о жертвоприношении, которое происходило в греческом лагере… …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

  • Фаний Эресский — (др. греч. Φανίας, также Φαινίας, лат. Phanias)(2 я половина 4 го века до н.э., Эрес, о. Лесбос  начало 3 го века до н.э.)  древнегреческий философ перипатетик и историк. Ученик Аристотеля и друг Феофраста. Плутарх в 13 главе… …   Википедия

  • Πελοπόννησος — I Ιστορική και γεωγραφική περιοχή της Ελλάδας, η νοτιότερη και μεγαλύτερη χερσόνησος της χώρας και η νοτιότερη της Ευρώπης. Εκτείνεται μεταξύ των παραλλήλων 38° 20’ (ακρωτήριο Δρέπανο) και 36° 23’ (ακρωτήριο Ταίναρο) και των μεσημβρινών 210° 10’… …   Dictionary of Greek

  • ολιγαρχία — Ονομασία που έδιναν οι αρχαίοι Έλληνες στο πολιτικό καθεστώς, όπου η πολιτική εξουσία ήταν συγκεντρωμένη στα χέρια λίγων ανθρώπων, που διέθεταν μεγάλο πλούτο: η κυβέρνησή τους θεωρούνταν αντίθετη προς τον νόμο, γιατί απέκλειε μεγάλο αριθμό… …   Dictionary of Greek

  • Αρχεδίκη — (τέλη 6ου – αρχές 5ου αι. π.Χ.).Κόρη του τυράννου της Αθήνας Ιππία, ο οποίος την έδωσε σύζυγο στον Αιαντίδη, γιο του τυράννου της Λαμψάκου Ιππόκλου, επειδή ήξερε πως οι Λαμψακηνοί είχαν επιρροή στον βασιλιά των Περσών και χρειαζόταν την… …   Dictionary of Greek

  • Λυσίας — I (Αθήνα 458; – 380; π.Χ.). Αθηναίος ρήτορας. Ήταν γιος ενός πλούσιου Συρακούσιου, του Κεφάλου, ο οποίος ζούσε ως μέτοικος στην Αθήνα. Εξαιτίας των δημοκρατικών φρονημάτων του, αντιμετώπισε τις διώξεις των Τριάκοντα Τυράννων: η περιουσία του… …   Dictionary of Greek

  • у царя руки до/лги — (далеко достают) Ср. Господь с тобою, боярыня! как мне оборонить тебя? Силен князь, длинны у него руки, погубит он меня старика. Гр. А. Толстой. Кн. Серебряный. 17. Ср. Könige haben lange Hände. Ср. Fürsten und herren habend lang hend. Sebastian… …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»