-
1 τέθριππα
τέθριπποςwith four horses yoked abreast: neut nom /voc /acc pl -
2 τέθριππ'
τέθριππα, τέθριπποςwith four horses yoked abreast: neut nom /voc /acc plτέθριππε, τέθριπποςwith four horses yoked abreast: masc /fem voc sg -
3 δρεπανοφόρος
δρεπᾰνοφόρος, ον,A = δρεπανηφόρος, τέθριππα Anon.Hist. in Rev. Ét.Gr.5.323.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δρεπανοφόρος
-
4 δυωδεκάδρομος
δῠωδεκά-δρομος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δυωδεκάδρομος
-
5 ζεύγνυμι
A , ([etym.] ὑπο-) Pl.Plt. 309a; [ per.] 2pl. imper.ζεύγνῠτε E.Rh.33
(lyr.); inf. - ύναι ([etym.] μετα-) X.Cyr.6.3.21, [dialect] Ep.ζευγνῦμεν Il.16.145
; part.ζευγνύς Hdt.1.206
, 4.89; [tense] impf. [ per.] 3pl.ἐζεύγνῠσαν Id.7.33
, [dialect] Ep.ζεύγν- Il.24.783
: also [full] ζευγνύω Hdt.1.205, Plb.5.52.4, etc.: [tense] impf.ἐζεύγνυον Hdt.4.89
([dialect] Ep. ζεύγν- v.l. Il.19.393): [tense] fut.ζεύξω Pi.I.1.6
, etc.: [tense] aor. 1ἔζευξα Od.3.478
, etc.: late [tense] pf. ἔζευχα ([etym.] ἐπ-) Philostr.VA2.14:—[voice] Med., [dialect] Ep. [tense] impf. [ per.] 3 dualζευγνύσθην Il.24.281
, [ per.] 3pl.ἐζεύγνυντο Od.3.492
: [tense] fut. (lyr.), etc.: [tense] aor. 1ἐζευξάμην Hdt.3.102
, E. Ion 901 (lyr.):—[voice] Pass., [tense] fut. ζευχθήσομαι ([etym.] δια-) Gal.9.938: [tense] aor.1ἐζεύχθην Pi.O.3.6
, Hdt.7.6, A.Ag. 842, Pl.Plt. 302e: more commonly [tense] aor. 2 ἐζύγην [ῠ] Pi.N.7.6, E.Supp. 822 (lyr.), ([etym.] συ-) Pl.R. 546c: [tense] pf.ἔζευγμαι Il.18.276
: [tense] plpf.ἔζευκτο Hdt.4.85
.—Usu. in [tense] aor. [voice] Act. in Hom.: the simple Verb is rare in [dialect] Att. Prose:—yoke, put to,ὑπ' ὄχεσφιν ἵππους Il.23.130
;ὑφ' ἅρμασιν ἵππους 24.14
; ὑπ' ἀμάξῃσιν βόας ἡμιόνους τε ib. 783; :—[voice] Med. (esp. in Od.), ἵππους ζεύγνυσθαι put to one's horses, Od.3.492, al.: abs.,ζευγνύσθην Il.24.281
;ζεύξομαι ἆρα πώλους E.Hec. 469
(lyr.);καμήλους Hdt.3.102
; of riding horses, harness, saddle and bridle,ζεῦξαι Πάγασον Pi.O.13.64
, cf.Ar. Pax 128, 135; of chariots, put to, get ready, ζ. ἅρμα, ὄχους, Pi.P.10.65, E.Andr. 1020(lyr.):—[voice] Med., .2 bind fast,ἀσκοὺς δεσμοῖς X.An.3.5.10
: —[voice] Pass., φάρη.. ἐζευγμέναι πόρπαισιν having them fastened.., E.El. 317.3 metaph., πότμῳ ζυγείς in the yoke of fate, Pi.N.7.6;ζυγεὶς ἐν ἅρμασι πημάτων A.Ch. 795
(lyr.);ἀνάγκῃ ζυγείς S.Ph. 1025
; ζεύχθη was tamed, Id.Ant. 955 (lyr.);θεσφάτοις.. ζυγείς E.Supp. 220
; ὁρκίοισι ζ. Id.Med. 735; : —[voice] Med.,τόνδ' ἐν ὅρκοις ζεύξομαι E.Supp. 1229
.II join together, σανίδες.. μακραὶ ἐΰξεστοι ἐζευγμέναι well-joined, Il.18.276 (elsewh. in Hom. only in signf. 1); ζεῦξαι ὀδόντας, in setting a fractured jaw, Hp.Art. 32; τὼ πόδε ζευγνύντες, of sculptors who made their statues with joined feet, Hld.3.13.2 join in wedlock, ἐπειδὰν εὐφρόνη ζεύξῃ μία yokes her in wedlock, S.Fr.583.11; of the parents or authors of the marriage, τίς ταύτην ἔζευξε; E.IA 698;ζ. τὴν θυγατέρα τινί App. BC2.14
, cf. Ath.12.554d:—in [voice] Med., of the husband, wed,ἄκοιτιν ζεύξασθαι E.Alc. 994
(lyr.);παρθένειον ἐζεύξω λέχος Id.Tr. 676
(so in [voice] Act., γάμοις ἔζευξ' Ἀδράστου παῖδα I married his daughter, Id.Ph. 1366;ὁ Σεμέλην ζεύξας γάμοις Id.Ba. 468
):—[voice] Pass., to be married, ἐζευγμένη, opp. κόρη, S.Tr. 536; γάμοις ζευχθῆναι or ζυγῆναι, Id.OT 826, E.IA 907, etc.;ἐν γάμοις Id.El.99
;ἐς ἀνδρὸς εὐνάν Id.Supp. 822
(lyr.): metaph.,ζ. μέλος ἔργμασι Pi.N.1.7
, cf.I.1.6.3 join opposite banks by bridges,ποταμὸν ζεῦξαι Hdt.1.206
;τὸν Ἑλλήσποντον Id.7.33
, Lys.2.29;μηχαναῖς ἔζευξεν Ἕλλης πορθμόν A.Pers. 722
(troch.):—also in [voice] Med.,ζεύγνυσθαι τὸν Βόσπορον Hdt.4.83
(v.l. -νύναι):—[voice] Pass., Id.7.6, 34;διῶρυξ ἐζευγμένη πλοίοις X.An.1.2.5
; but also,4 furnish ships with cross-benches (), Hes.Fr.76.6; but ζεύξαντες τὰς παλαιὰς [ναῦς] ὥστε πλωΐμους εἶναι having strengthened them with thwarts, Th.1.29, cf. Sch. ad loc.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ζεύγνυμι
-
6 συνωρίς
A pair of horses (with or without a chariot or carriage,σ. χωρὶς δίφρου Pl.Criti. 119b
), E.Rh. 987, Ar.Nu. 1302, Pl. Phdr. 246b, IG5(2).550.27 (Megalopolis, iv B.C.), etc.;τέθριππα καὶ ξυνωρίδες Com.Adesp.1281
;εἰς τοὺς τροχοὺς τῆς [συνω]ρίδος PCair.Zen. 782
(a).21 (iii B.C.); εἰς ἵππους θηλείας τῆς σ. τῆς ἀγαγούσης ἐγ Μέμφεως εἰς Φιλαδέλφειαν Ζήνωνα ib.292.66 (iii B.C.);εἰς τὰ παραγενόμενα τῇ γ ἅρματα έ (ἵππων) β συνωρίδας γ (ἵππων) γ τοῖς πᾶσιν ἵπποις ιθ PPetr.2p.74
(iii B.C.);σ. πωλική IG42(1).101.46
(Epid., i A.D.), cf. Paus.10.7.8;ἵππων τελείων Id.5.8.10
; of mules, Id.5.9.2; ἐλεφάντων ἅρμα καὶ ς. Plb.30.25.11 (dub.): a coin stamped with a biga (cf.πῶλος 11
), E.Fr. 675.2 generally, a pair or couple of anything, A.Ag. 643; , cf. S.OC 895, Com.Adesp.834 (= Trag.Adesp. 198).II of things, πέδας τε χειροῖν καὶ ποδοῖν ξυνωρίδα manacles for the hands and for the feet, a coupling fetter, A.Ch. 982; ὅπου γὰρ ἰσχὺς συζυγοῦσι καὶ δίκη, ποία ξ. τῶνδε καρτερωτέρα; what pair is stronger than this? Id.Fr. 381.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συνωρίς
См. также в других словарях:
τέθριππα — τέθριππος with four horses yoked abreast neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τέθριππ' — τέθριππα , τέθριππος with four horses yoked abreast neut nom/voc/acc pl τέθριππε , τέθριππος with four horses yoked abreast masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ελλάδα - Αθλητισμός — Ο ΑΘΛΗΤΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΟΙ ΟΛΥΜΠΙΑΚΟΙ ΑΓΩΝΕΣ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ Καταγωγή του αθλητισμού και των αγώνων Οι θεωρίες που έχουν διατυπωθεί για την καταγωγή του αθλητισμού και των αγώνων είναι πολλές. Πολλά από τα αθλήματα, όπως το τρέξιμο, το ακόντιο και η… … Dictionary of Greek
ακρωτήριο — Τμήμα ακτής που εισχωρεί μέσα στη θάλασσα, σε λίμνη ή σε ποτάμι. Αποτελείται από παλαιά πετρώματα ή από πρόσφατες προσχώσεις. Τα α. που έχουν γίνει από προσχώσεις έχουν χαμηλό ύψος. (Αρχιτ.) Διακοσμητικό αρχιτεκτονικό στοιχείο που τοποθετούσαν οι … Dictionary of Greek
ιπποδρόμος — Το συγκρότημα των εγκαταστάσεων που προορίζονται για τις ιπποδρομίες, για τους αγώνες καλπασμού ή τροχασμού και περιλαμβάνει έναν ή περισσότερους στίβους, χώρο για το κοινό που διαιρείται σε θέσεις, γραφεία για τους κριτές και το προσωπικό,… … Dictionary of Greek
ιππόδρομος — Το συγκρότημα των εγκαταστάσεων που προορίζονται για τις ιπποδρομίες, για τους αγώνες καλπασμού ή τροχασμού και περιλαμβάνει έναν ή περισσότερους στίβους, χώρο για το κοινό που διαιρείται σε θέσεις, γραφεία για τους κριτές και το προσωπικό,… … Dictionary of Greek
μονάμπυξ — μονάμπυξ, ὁ και ἡ (ΑΜ) (για άλογα) αυτός που έχει μόνο χαλινάρι («τέθριππά θ οἳ ζεύγνυσθε καὶ μονάμπυκας πώλους», Ευρ.) αρχ. (για ταύρο) αυτός που είναι μόνος στο ζυγό. [ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο) * + ἄμπυξ «χαλινάρι» (πρβλ. λιπαρ άμπυξ, χρυσ άμπυξ)] … Dictionary of Greek
τέθριππος — Αυτός που σύρεται από 4 άλογα (ίππους). Το τέθριππο άρμα είχε 2 μεσαία άλογα, που τα έλεγαν ζυγίους, και 2 ακραία, τους σειραίους ή σειροφόρους ή παρηόρους. Το χρησιμοποιούσαν ιδίως στις αρματοδρομίες της Ολυμπίας. Αρχικά τα άλογα ήταν κανονικά,… … Dictionary of Greek
άμαξα και άρμα — Δύο πανάρχαια μέσα συγκοινωνίας, γνωστά με διάφορες παραλλαγές σχεδόν σε όλους τους λαούς. Η ά. γεννήθηκε από την προσαρμογή στο έλκηθρο (που ήταν γνωστό από το 7000 π.Χ.) του τροχού, ο οποίος χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά ως βιοτεχνικό και… … Dictionary of Greek