-
1 ζευγνύω
ζεύγνῦμι, ζευγνύω, inf. ζευγνύμεν ( ζευγνῦμεν, Il. 16.145), aor. ἔζευξα, ζεῦξε, pass. perf. part. ἐζευγμέναι: yoke, yoke up, yoke together, mid., for oneself; ἵππους, βόας, also w. ὑπ' ὄχεσφιν, ὑπ ἀπήνῃ, etc., Il. 20.495, Il. 23.130, Od. 6.73, Od. 15.46, Od. 3.492; abs., Il. 24.281.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ζευγνύω
-
2 ζευγνύω
ζεύγνυμιyoke: pres subj act 1st sgζεύγνυμιyoke: pres subj act 1st sgζεύγνυμιyoke: pres ind act 1st sg -
3 ζεύγνυμι/ζευγνύω
+ V 2-6-0-0-1=9 Gn 46,29; Ex 14,6; 1 Sm 6,7.10; 2 Sm 20,8to harness, to yoke Gn 46,29; to bind fast 2 Sm 20,8→NIDNTT(→ἀναζεύγνυμι/ζευγνύω, ἐπιζεύγνυμι/ζευγνύω, παραζεύγνυμι/ζευγνύω, συ-,,) -
4 ζεύγνυμι
A , ([etym.] ὑπο-) Pl.Plt. 309a; [ per.] 2pl. imper.ζεύγνῠτε E.Rh.33
(lyr.); inf. - ύναι ([etym.] μετα-) X.Cyr.6.3.21, [dialect] Ep.ζευγνῦμεν Il.16.145
; part.ζευγνύς Hdt.1.206
, 4.89; [tense] impf. [ per.] 3pl.ἐζεύγνῠσαν Id.7.33
, [dialect] Ep.ζεύγν- Il.24.783
: also [full] ζευγνύω Hdt.1.205, Plb.5.52.4, etc.: [tense] impf.ἐζεύγνυον Hdt.4.89
([dialect] Ep. ζεύγν- v.l. Il.19.393): [tense] fut.ζεύξω Pi.I.1.6
, etc.: [tense] aor. 1ἔζευξα Od.3.478
, etc.: late [tense] pf. ἔζευχα ([etym.] ἐπ-) Philostr.VA2.14:—[voice] Med., [dialect] Ep. [tense] impf. [ per.] 3 dualζευγνύσθην Il.24.281
, [ per.] 3pl.ἐζεύγνυντο Od.3.492
: [tense] fut. (lyr.), etc.: [tense] aor. 1ἐζευξάμην Hdt.3.102
, E. Ion 901 (lyr.):—[voice] Pass., [tense] fut. ζευχθήσομαι ([etym.] δια-) Gal.9.938: [tense] aor.1ἐζεύχθην Pi.O.3.6
, Hdt.7.6, A.Ag. 842, Pl.Plt. 302e: more commonly [tense] aor. 2 ἐζύγην [ῠ] Pi.N.7.6, E.Supp. 822 (lyr.), ([etym.] συ-) Pl.R. 546c: [tense] pf.ἔζευγμαι Il.18.276
: [tense] plpf.ἔζευκτο Hdt.4.85
.—Usu. in [tense] aor. [voice] Act. in Hom.: the simple Verb is rare in [dialect] Att. Prose:—yoke, put to,ὑπ' ὄχεσφιν ἵππους Il.23.130
;ὑφ' ἅρμασιν ἵππους 24.14
; ὑπ' ἀμάξῃσιν βόας ἡμιόνους τε ib. 783; :—[voice] Med. (esp. in Od.), ἵππους ζεύγνυσθαι put to one's horses, Od.3.492, al.: abs.,ζευγνύσθην Il.24.281
;ζεύξομαι ἆρα πώλους E.Hec. 469
(lyr.);καμήλους Hdt.3.102
; of riding horses, harness, saddle and bridle,ζεῦξαι Πάγασον Pi.O.13.64
, cf.Ar. Pax 128, 135; of chariots, put to, get ready, ζ. ἅρμα, ὄχους, Pi.P.10.65, E.Andr. 1020(lyr.):—[voice] Med., .2 bind fast,ἀσκοὺς δεσμοῖς X.An.3.5.10
: —[voice] Pass., φάρη.. ἐζευγμέναι πόρπαισιν having them fastened.., E.El. 317.3 metaph., πότμῳ ζυγείς in the yoke of fate, Pi.N.7.6;ζυγεὶς ἐν ἅρμασι πημάτων A.Ch. 795
(lyr.);ἀνάγκῃ ζυγείς S.Ph. 1025
; ζεύχθη was tamed, Id.Ant. 955 (lyr.);θεσφάτοις.. ζυγείς E.Supp. 220
; ὁρκίοισι ζ. Id.Med. 735; : —[voice] Med.,τόνδ' ἐν ὅρκοις ζεύξομαι E.Supp. 1229
.II join together, σανίδες.. μακραὶ ἐΰξεστοι ἐζευγμέναι well-joined, Il.18.276 (elsewh. in Hom. only in signf. 1); ζεῦξαι ὀδόντας, in setting a fractured jaw, Hp.Art. 32; τὼ πόδε ζευγνύντες, of sculptors who made their statues with joined feet, Hld.3.13.2 join in wedlock, ἐπειδὰν εὐφρόνη ζεύξῃ μία yokes her in wedlock, S.Fr.583.11; of the parents or authors of the marriage, τίς ταύτην ἔζευξε; E.IA 698;ζ. τὴν θυγατέρα τινί App. BC2.14
, cf. Ath.12.554d:—in [voice] Med., of the husband, wed,ἄκοιτιν ζεύξασθαι E.Alc. 994
(lyr.);παρθένειον ἐζεύξω λέχος Id.Tr. 676
(so in [voice] Act., γάμοις ἔζευξ' Ἀδράστου παῖδα I married his daughter, Id.Ph. 1366;ὁ Σεμέλην ζεύξας γάμοις Id.Ba. 468
):—[voice] Pass., to be married, ἐζευγμένη, opp. κόρη, S.Tr. 536; γάμοις ζευχθῆναι or ζυγῆναι, Id.OT 826, E.IA 907, etc.;ἐν γάμοις Id.El.99
;ἐς ἀνδρὸς εὐνάν Id.Supp. 822
(lyr.): metaph.,ζ. μέλος ἔργμασι Pi.N.1.7
, cf.I.1.6.3 join opposite banks by bridges,ποταμὸν ζεῦξαι Hdt.1.206
;τὸν Ἑλλήσποντον Id.7.33
, Lys.2.29;μηχαναῖς ἔζευξεν Ἕλλης πορθμόν A.Pers. 722
(troch.):—also in [voice] Med.,ζεύγνυσθαι τὸν Βόσπορον Hdt.4.83
(v.l. -νύναι):—[voice] Pass., Id.7.6, 34;διῶρυξ ἐζευγμένη πλοίοις X.An.1.2.5
; but also,4 furnish ships with cross-benches (), Hes.Fr.76.6; but ζεύξαντες τὰς παλαιὰς [ναῦς] ὥστε πλωΐμους εἶναι having strengthened them with thwarts, Th.1.29, cf. Sch. ad loc.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ζεύγνυμι
-
5 προεπιζευγνύω
προεπι-ζευγνύω, Rhet.,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προεπιζευγνύω
-
6 προσεπιζευγνύω
A adjungo, Gloss.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προσεπιζευγνύω
-
7 ἀναζεύγνυμι
A yoke or harness again, ἀναζευγνύναι τὸν στρατόν move off the army, Hdt.9.41; ἀ. τὸ στρατόπεδον break up the camp, ib.58; ἀ. πρὸς τὸν Ἰσθμὸν τὰς νῆας withdraw.., Id.8.60. ά.2 abs., break up, shift one's quarters, mostly in part.,ἀνοζεύξας ἤλαυνε Th.8.108
, cf. X.An.3.4.37, Ph.Bel.103.15;ἀ. ἐκ τῆς Ἀραβίας Plu.Pomp.42
; ἀ. διὰ Συρίας march through.., Id.Ant.84; ἐπὶ τὰς πράξεις Chron.Lind.D.43.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀναζεύγνυμι
-
8 ζεύγνῦμι
ζεύγνῦμι, ζευγνύω, inf. ζευγνύμεν ( ζευγνῦμεν, Il. 16.145), aor. ἔζευξα, ζεῦξε, pass. perf. part. ἐζευγμέναι: yoke, yoke up, yoke together, mid., for oneself; ἵππους, βόας, also w. ὑπ' ὄχεσφιν, ὑπ ἀπήνῃ, etc., Il. 20.495, Il. 23.130, Od. 6.73, Od. 15.46, Od. 3.492; abs., Il. 24.281.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ζεύγνῦμι
См. также в других словарях:
ζευγνύω — (AM ζεύγνυμι και ζευγνύω) 1. συνάπτω, συνδέω δύο άκρα, συνδέω με ζεύγμα 2. συνδέω με γέφυρα, γεφυρώνω («ζευγνὺς τὸν ποταμόν», Ηρόδ.) 3. τοποθετώ τον ζυγό σε ζώο, ζεύω («ζεῡξαι δ ὑπ ὄχεσφιν ἕκαστον ἵππους», Ομ. Ιλ.) αρχ. 1. (για ίππους) σελλώνω,… … Dictionary of Greek
ζευγνύω — ζεύγνυμι yoke pres subj act 1st sg ζεύγνυμι yoke pres subj act 1st sg ζεύγνυμι yoke pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ίψος — Αρχαίαπόλη της Φρυγίας. Το καλοκαίρι του 301 π.Χ. δόθηκε κοντά στην Ι. ονομαστή μάχη ανάμεσα στον στρατό του ισχυρότατου στρατηγού Αντίγονου και στις δυνάμεις των βασιλιάδων Κάσσανδρου, Λυσίμαχου, Σέλευκου και Πτολεμαίου. Οι τελευταίοι… … Dictionary of Greek
αναζεύγνυμι — ἀναζεύγνυμι και νύω (ΑΜ) μσν. (για αρχηγό στρατού) γυρίζω πίσω, επιστρέφω με το στράτευμα μου αρχ. 1. (για στρατό) ζεύω πάλι τα υποζύγια, ξεκινώ, αναχωρώ 2. (για πλοία) ξεκινώ, αποπλέω 3. διαλύω, μετακομίζω το στρατόπεδο 4. φρ. «ἀναζεύγνυμι διά… … Dictionary of Greek
διγαμοζεύκτης — ο (Μ) ο ιερέας που ενώνει με την ευλογία του δίγαμο άνθρωπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < δίγαμος + ζευγνύω] … Dictionary of Greek
ζευγνοσύνη — ζευγνοσύνη, ή (Μ) [ζευγνύω] σύνδεσμος, δεσμός … Dictionary of Greek
ζεύγω — βλ. ζεύω. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο μεταπλασμένος ενεστ. ζεύγω από τον αόριστο έζευξα τού ρ. ζευγνύω] … Dictionary of Greek
ζεύξιμος — η, ο [ζευγνύω] 1. ο κατάλληλος να ζευχθεί, αυτός στον τράχηλο τού οποίου μπορεί να τοποθετηθεί ζυγός 2. το ουδ. ως ουσ. το ζεύξιμο το ζέψιμο, η ζεύξη … Dictionary of Greek
ζυγή — ζυγή, ἡ (AM) ζεύγος αρχ. (ως όργανο βασανισμού) ζυγός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζευγνύω. Μτγν. τ. που εμφανίζει τη μηδενισμένη βαθμίδα ζυγ τού θ. ζευγ (πρβλ. φεύγω > φυγή)] … Dictionary of Greek
καταδηνύω — και καταδήω (Α) δένω με μαγικούς δεσμούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + δηνύω, μεταπλασμένος τ. τού δίδημι «δένω» κατά τα ρ. σε (ν)ύω (πρβλ. ζεύγνυμι: ζευγνύω, ρώννυμι: ρωννύω), που απαντά μόνο στο παρόν σύνθ. ρ. (πρβλ. και κατα δίδημι)] … Dictionary of Greek
καταζεύγνυμι — και καταζευγνύω (Α) 1. ζευγνύω μαζί 2. στρατοπεδεύω 3. παθ. καταζεύγνυμαι α) (για ορθή γωνία) γίνομαι οξεία β) περιορίζομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ζεύγνυμι «ζεύω»] … Dictionary of Greek