Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

ζευγνύω

См. также в других словарях:

  • ζευγνύω — (AM ζεύγνυμι και ζευγνύω) 1. συνάπτω, συνδέω δύο άκρα, συνδέω με ζεύγμα 2. συνδέω με γέφυρα, γεφυρώνω («ζευγνὺς τὸν ποταμόν», Ηρόδ.) 3. τοποθετώ τον ζυγό σε ζώο, ζεύω («ζεῡξαι δ ὑπ ὄχεσφιν ἕκαστον ἵππους», Ομ. Ιλ.) αρχ. 1. (για ίππους) σελλώνω,… …   Dictionary of Greek

  • ζευγνύω — ζεύγνυμι yoke pres subj act 1st sg ζεύγνυμι yoke pres subj act 1st sg ζεύγνυμι yoke pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ίψος — Αρχαίαπόλη της Φρυγίας. Το καλοκαίρι του 301 π.Χ. δόθηκε κοντά στην Ι. ονομαστή μάχη ανάμεσα στον στρατό του ισχυρότατου στρατηγού Αντίγονου και στις δυνάμεις των βασιλιάδων Κάσσανδρου, Λυσίμαχου, Σέλευκου και Πτολεμαίου. Οι τελευταίοι… …   Dictionary of Greek

  • αναζεύγνυμι — ἀναζεύγνυμι και νύω (ΑΜ) μσν. (για αρχηγό στρατού) γυρίζω πίσω, επιστρέφω με το στράτευμα μου αρχ. 1. (για στρατό) ζεύω πάλι τα υποζύγια, ξεκινώ, αναχωρώ 2. (για πλοία) ξεκινώ, αποπλέω 3. διαλύω, μετακομίζω το στρατόπεδο 4. φρ. «ἀναζεύγνυμι διά… …   Dictionary of Greek

  • διγαμοζεύκτης — ο (Μ) ο ιερέας που ενώνει με την ευλογία του δίγαμο άνθρωπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < δίγαμος + ζευγνύω] …   Dictionary of Greek

  • ζευγνοσύνη — ζευγνοσύνη, ή (Μ) [ζευγνύω] σύνδεσμος, δεσμός …   Dictionary of Greek

  • ζεύγω — βλ. ζεύω. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο μεταπλασμένος ενεστ. ζεύγω από τον αόριστο έζευξα τού ρ. ζευγνύω] …   Dictionary of Greek

  • ζεύξιμος — η, ο [ζευγνύω] 1. ο κατάλληλος να ζευχθεί, αυτός στον τράχηλο τού οποίου μπορεί να τοποθετηθεί ζυγός 2. το ουδ. ως ουσ. το ζεύξιμο το ζέψιμο, η ζεύξη …   Dictionary of Greek

  • ζυγή — ζυγή, ἡ (AM) ζεύγος αρχ. (ως όργανο βασανισμού) ζυγός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζευγνύω. Μτγν. τ. που εμφανίζει τη μηδενισμένη βαθμίδα ζυγ τού θ. ζευγ (πρβλ. φεύγω > φυγή)] …   Dictionary of Greek

  • καταδηνύω — και καταδήω (Α) δένω με μαγικούς δεσμούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + δηνύω, μεταπλασμένος τ. τού δίδημι «δένω» κατά τα ρ. σε (ν)ύω (πρβλ. ζεύγνυμι: ζευγνύω, ρώννυμι: ρωννύω), που απαντά μόνο στο παρόν σύνθ. ρ. (πρβλ. και κατα δίδημι)] …   Dictionary of Greek

  • καταζεύγνυμι — και καταζευγνύω (Α) 1. ζευγνύω μαζί 2. στρατοπεδεύω 3. παθ. καταζεύγνυμαι α) (για ορθή γωνία) γίνομαι οξεία β) περιορίζομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ζεύγνυμι «ζεύω»] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»