Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

καμήλους

См. также в других словарях:

  • καμήλους — κάμηλος camel masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • CAMELORUM Pili — in Caspiis olim fuêre mollissimi et ex iis confectae vestes ad delitias pertinebant. Aelian. Hist. l. 17. c. 34. Κάμηλοι δ᾿ ἀριθμοῦνται πλείους, αἱ μέγιςται κατὰ τοὺς ἵππους τοὺς μεγίςτους, δ᾿τβιχες ἄγαν. ἁπαλαὶ ράς εἰσι σφξ´δρα αἱ τούτων τρίχεξ …   Hofmann J. Lexicon universale

  • σφραγίζω — ΝΜΑ, και ιων. τ. σφρηγίζω Α [σφραγίς, ίδος] 1. επιθέτω σφραγίδα, βάζω βούλλα (α. «το πιστοποιητικό σφραγίστηκε από την αρμόδια υπηρεσία» β. «τὸ βιβλίον τῆς κτήσεως τὸ ἐσφραγισμένον», ΠΔ) 2. κλείνω κάτι βάζοντας σφραγίδα ή σαν να βάζω σφραγίδα (α …   Dictionary of Greek

  • σφραγιστός — ή, ό / σφραγιστός, ή, όν, ΝΑ [σφραγίζω] αυτός που έχει σφραγιστεί, που φέρει αποτύπωμα σφραγίδας, σφραγισμένος νεοελλ. ερμητικά κλειστός αρχ. 1. (ιδίως) σφραγισμένος με δημόσια σφραγίδα, με την επίσημη σφραγίδα τής πολιτείας 2. σημαδεμένος με… …   Dictionary of Greek

  • υποδέω — ΜΑ, και ὑποδέννυμι και ὑποδέννω και ὑποδένω Μ δένω τα σανδάλια κάτω από τα πόδια μου, φοράω τα παπούτσια μου αρχ. 1. τυλίγω τα πόδια με κάτι («τὰς καμήλους... ὑποδοῡσι καρβατίναις ὅταν ἀλγήσωσιν», Πλούτ.) 2. δένω κάτι από κάτω («ἁμαξίδας γὰρ… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»