-
1 στρατιωτικός
η, ό[ν] 1. военный; воинский; солдатский; армейский;στρατιωτική υπηρεσία (θητεία) — военная служба;
στρατιωτική σχολή — военное училище;
στρατιωτική πειθαρχία — воинская дисциплина;
στρατιωτικόν μητρώον — мобилизационный список;
στρατιωτικοί κύκλοι — военные круги;
στρατιωτική μονάδα — воинская часть, подразделение;
στρατιωτικός νόμος — военное или осадное положение;
2. (ο) военный, военнослужащий -
2 υπηρεσία
η1) служба, исполнение служебных обязанностей;στρατιωτική (κρατική) υπηρεσία — военная (государственная) служба;
στίς ώρες της υπηρεσίας — в служебное время;
μπαίνω στην υπηρεσία — поступать на службу;
αναλαμβάνω υπηρεσία — приступать к исполнению служебных обязанностей;
καλώ εις στρατιωτικήν υπηρεσίαν — призывать на военную службу;
δυανύω ενεργόν υπηρεσίαν — находиться на действительной службе;
απολύομαι τής υπηρεσίας — быть уволенным со службы;
εκτελώ υπηρεσία — нести службу;
επαθε εν υπηρεσία — он пострадал при исполнении служебных обязанностей;
2) дежурство; наряд, вахта;έχω υπηρεσίαν — или είμαι της υπηρεσίας — дежурить, быть дежурным;
παραλαμβάνω (παραδίδω) υπηρεσίαν — принимать (сдавать) дежурство;
3) стаж (работы);έχω τριάντα χρόνια υπηρεσία — иметь тридцатилетний стаж работы;
συνεπλήρωσα τα έτη της υπηρεσίας — я заработал себе пенсию;
4) услуга;προσφέρω υπηρεσία — оказать услугу;
προσφέρω τίς υπηρεσίαες μου — предлагать свои услуги;
5) обслуживающий персонал; прислуга (собир.);6) ведомство; служба; учреждение;δημόσια υπηρεσία — государственное учреждение;
στρατιωτική (πολιτική) υπηρεσία — военное (гражданское) ведомство;
διπλωματική υπηρεσία — дипломатическая служба, дипслужба;
οικονομική υπηρεσία — финансовое ведомство; — финансовый орган;
ταχυδρομική υπηρεσία — почтовая служба, почтовое ведомство;
υγειονομική (τελωνιακή, μυστική) υπηρεσίαυπηρεσία — санитарная (таможенная, секретная) служба;
πυροσβεστική υπηρεσία — пожарная охрана;
μετεωρολογική υπηρεσία — служба (или бюро) погоды
-
3 ξυνταξις
- εως ἥ1) строй, устройство(τῆς πολιτείας Arst.)
2) воен. построение, строй, порядок3) организация Arst.σ. στρατιωτική Xen. — организация армии
4) отряд, войско(σ. Ἑλληνική Plut.)
5) сочетание, связь, система(ἥ σ. τῶν μερῶν Arst.)
6) сочинение, повествование, изложение Arst., Polyb., Diog.L.7) грам. конструкция, синтаксис Plut., Luc.8) соглашение, договор Dem., Polyb., Plut.9) союз, заговорσ. ἐφ΄ αὑτοὺς τῶν Ἑλλήνων Plut. — междоусобные заговоры среди греков
10) налог, подать Isocr., Aeschin., Dem.11) жалование, плата Dem., Plut., Diod.12) доход -
4 συνταξις
- εως ἥ1) строй, устройство(τῆς πολιτείας Arst.)
2) воен. построение, строй, порядок3) организация Arst.σ. στρατιωτική Xen. — организация армии
4) отряд, войско(σ. Ἑλληνική Plut.)
5) сочетание, связь, система(ἥ σ. τῶν μερῶν Arst.)
6) сочинение, повествование, изложение Arst., Polyb., Diog.L.7) грам. конструкция, синтаксис Plut., Luc.8) соглашение, договор Dem., Polyb., Plut.9) союз, заговорσ. ἐφ΄ αὑτοὺς τῶν Ἑλλήνων Plut. — междоусобные заговоры среди греков
10) налог, подать Isocr., Aeschin., Dem.11) жалование, плата Dem., Plut., Diod.12) доход -
5 αποστολή
η1) отправка, пересылка; перевод (денег); 2) отправление (почтовое); 3) поручение, задание; миссия;αναθέτω αποστολή — возлагать миссию;
ειδική г- особая миссия;4) экспедиция; 5) миссия (делегация);στρατιωτική αποστολή — военная миссия
-
6 εκπαίδευση
[-ις (-εως)] η1) воспитание; 2) обучение, образование; подготовка;κατωτέρα (στοιχειώδης) εκπαίδευση — начальное образование;
ανωτέρα (μέση) εκπαίδευση — высшее (среднее) образование;
η δωρεάν εκπαίδευση — бесплатное образование;
επταετής (δεκαετής) εκπαίδευση — семилетнее (десятилетнее) обучение;
μικτή εκπαίδ — совместное обучение;
γενική υποχρεωτική εκπαίδευση — всеобщее обязательное обучение;
επαγγελματική τεχνική εκπαίδευση — профессионально-техническое обучение;
δημοσία ( — или λαϊκή) εκπαίδ — народное образование;
εκπαίδευση με αλληλογραφία — заочное обучение;
3) воен, боевая подготовка;στρατιωτική εκπαίδευση — военная подготовка;
Κέντρο εκπαίδεύσεως νεοσύλλεκτων — центр военной подготовки новобранцев
-
7 εξάρτυση
[-ις (-εως)] η снаряжение, экипировка;στρατιωτική εξάρτυση — воинское снаряжение
-
8 επετηρίδα
[-ίς (-ίδος)] η1) годовщина; юбилейное торжество; 2) ежегодник (издание);§ επετηρίς στρατιωτική — список кадрового офицерского состава по рангам
-
9 επιχείρηση
[-ις (-εως)] η1) операция;πολεμική ( — или στρατιωτική) επιχείρηση — военная операция;
2) прям., перен. предприятие; дело;εμπορική (βιομηχανική) επιχείρηση — торговое (промышленное) предприятие;
τραπεζιτική επιχείρηση — банковое дело;
ριψοκίνδυνη επιχείρηση — рискованное предприятие;
εργάζομαι σε επιχείρηση — работать на предприятии;
§ ερωτικές επιχείρήσεις — ухаживание, флирт; — любовные похождения
-
10 καθαίρεση
[-ις (-εως)] η отстранение от должности, сана; вывод из состава (какого-л. органа);στρατιωτική καθαίρεση — разжалование офицера
-
11 μάχιμος
η, ο [ος, ον ] 1.1) боеспособный; 2) боевой, строевой;μάχιμη στρατιωτική υπηρεσία — строевая служба;
2. (τό) см. μαχιμότητα -
12 παρέλαση
[-ις (-εως)] η парад; шествие; -
13 περιφέρεια
η1) окружность; очертание; контур; 2) округ, область;η περιφέρεια της Μόσχας — Московская область;
στρατιωτική περιφέρεια — военный округ;
εκλογική περιφέρεια — избирательный округ;
3) провинция, периферия -
14 συμμαχία
η союз (единение);σε ( — или εν) συμμαχία — в союзе;
στρατιωτική συμμαχία — военный союз;
συνθήκη συμμαχίας — союзный договор;
εργατοαγροτική συμμαχία — союз рабочего класса и крестьянства;
συνάπτω συμμαχία — заключить союз
-
15 σχολή
η1) школа; училище; курсы;ανωτάτη σχολή — высшая школа, институт;
κομματική σχολή — партийная школа;
νυχτερινή (είδική) σχολή — вечерняя (специальная) школа;
στρατιωτική σχολή — военное училище;
τεχνική σχολή — техническое училище;
σχολή πληροφοριών — разведывательная школа;
σχολή ξένων γλωσσών — курсы иностранных языков;
σχολή ναυτικών δοκίμων — военно-морское училище;
σχολή ικαρων — авиационное училище;
2) факультет;νομική σχολή — юридический факультет;
3) перен. школа, учение, система (философская и т. п.);δημιουργώ δνκή μου σχολή — со-
здать свою школу;4) школа, выучка;περνώ καλή σχολή — пройти хорошую школу
-
16 υγειονομικός
η, ό[ν] медицинский; санитарный;υγειονομικός σταθμός — санчасть; — медпункт;
υγειονομική υπηρεσία — медицинская служба;
η στρατιωτική υγειονομική υπηρεσία — военно-санитарная служба;
υγειονομικά όργανα — органы здравоохранения;
υγειονομικό αυτοκίνητο — санитарная машина;
υγειονομικός ιατρός — санитарный врач;
περνώ από υγειονομική επιτροπή — проходить медицинскую комиссию
-
17 υποχρέωση
[-ις (-εως)] η1) обязанность; долг; повинность;οικογενειακές υποχρέώσεις — семейные обязанности;
έχω υποχρέωση σε κάποιον — быть в долгу перед кем-л.;
καθολική στρατιωτική υποχρέωση — всеобщая воинская обязанность, повинность;
έχω υποχρέώσεις — нести обязанности, быть обременённым обязанностями;
ξοφλάω την υποχρέωση — не оставаться в долгу;
θεωρώ υποχρέωση μου считать своим долгом, обязанностью;από υποχρέωση — по обязанности;
2) обязательство;αναλαμβάνω την υποχρέωση — брать на себя обязательство;
εκπληρώνω την υποχρέωση μου выполнять своё обязательство
См. также в других словарях:
στρατιωτικῇ — στρατιωτικός of fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στρατιωτική — στρατιωτικός of fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ευελπίδων, Στρατιωτική Σχολή — Η πρώτη στρατιωτική σχολή στην Ελλάδα με προορισμό την εκπαίδευση μόνιμων αξιωματικών του Στρατού Ξηράς. Ιδρύθηκε στο Ναύπλιο από τον Ιωάννη Καποδίστρια με διάταγμα της 12ης Δεκεμβρίου 1828. Ο πρώτος διοικητής της σχολής ήταν ο Γάλλος λοχαγός… … Dictionary of Greek
λεγεώνα — Στρατιωτική μονάδα της ρωμαϊκής εποχής. Η λ. αριθμούσε 300 ιππότες και 3.000 άνδρες πεζικού με αρχηγούς τρεις χιλίαρχους. Καθεμία από τις τρεις αρχικές φυλές (Ραμνήνσης, Τατιήνσης και Λουκερνήσης) προμήθευε το ένα τρίτο αυτής της δύναμης και έναν … Dictionary of Greek
ταξιαρχία — Στρατιωτική μονάδα. Αποτελείται από μερικά τάγματα ή μοίρες ή συντάγματα και τμήματα από ειδικά στρατεύματα. Διακρίνεται σε τ. μηχανοκίνητου πεζικού, ιππικού, αρμάτων μάχης, πυραύλων, πυροβολικού, μηχανικού κλπ. Για πρώτη φορά ως στρατιωτική… … Dictionary of Greek
ανίχνευση — Στρατιωτική ενέργεια για τη συλλογή πληροφοριών σχετικών με την παρουσία, τη θέση, τη δύναμη και τις κινήσεις του εχθρού. Στις χερσαίες επιχειρήσεις, ως καθαρά στρατιωτικός όρος, είναι γνωστός κυρίως από τη ναπολεόντεια εποχή, όταν οι αποστολές α … Dictionary of Greek
Λεγεώνα των Ξένων — Στρατιωτική μονάδα που συγκροτείται από ξένους εθελοντές ή μισθοφόρους. Πιο συγκεκριμένα, ο όρος αναφέρεται σε δύο στρατιωτικά σώματα που συγκροτήθηκαν στη Γαλλία και στην Ισπανία. Γαλλική Λ. των Ξ. Ειδικό σώμα του γαλλικού στρατού, που… … Dictionary of Greek
Ναβαραίων, Εταιρεία — Στρατιωτική οργάνωση μισθοφόρων από τη Ναβάρα, που πήραν μέρος σε όλους σχεδόν τους πολέμους από τον 10o έως τον 17ο αι. Η πρώτη συμμετοχή της Ε.Ν. στους πολέμους αναφέρεται στον 14o αι. στον πόλεμο του βασιλιά της Ναβάρας Κάρολου B’ εναντίον του … Dictionary of Greek
Τετραπλή Συμμαχία — Στρατιωτική συμμαχία μεταξύ Γαλλίας, Μεγάλης Βρετανίας, Ολλανδίας και Αυστρίας, για την παρεμπόδιση των προσπαθειών της Ισπανίας, που την κυβερνούσε ο καρδινάλιος Αλμπερόνι, να δημιουργήσει στην Ιταλία κράτη για τους γιους του Φίλιππου E’ και της … Dictionary of Greek
στρατιωτικός — ή, ό / στρατιωτικός, ή, όν, ΝΜΑ [στρατιώτης] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον στρατό ή στον στρατιώτη (α. «στρατιωτικά δικαστήρια» β. «στρατιωτική στολή» γ.» στρατιωτικαὶ οἰκήσεις», Πλάτ.) 2. το αρσ. ως ουσ. ο στρατιωτικός άτομο που υπηρετεί … Dictionary of Greek
Battle of Marathon — Infobox Military Conflict conflict=Battle of Marathon partof=the Greco Persian Wars caption=The plain of Marathon today date=September 490 BC place=Marathon, Greece result=Athenian victory territory=Persians fail to conquer Attica… … Wikipedia