-
1 τεχνική
η техника -
2 τεχνική
[тэхники] ουσ θ техника. -
3 χειροτεχνικη
-
4 εκπαίδευση
[-ις (-εως)] η1) воспитание; 2) обучение, образование; подготовка;κατωτέρα (στοιχειώδης) εκπαίδευση — начальное образование;
ανωτέρα (μέση) εκπαίδευση — высшее (среднее) образование;
η δωρεάν εκπαίδευση — бесплатное образование;
επταετής (δεκαετής) εκπαίδευση — семилетнее (десятилетнее) обучение;
μικτή εκπαίδ — совместное обучение;
γενική υποχρεωτική εκπαίδευση — всеобщее обязательное обучение;
επαγγελματική τεχνική εκπαίδευση — профессионально-техническое обучение;
δημοσία ( — или λαϊκή) εκπαίδ — народное образование;
εκπαίδευση με αλληλογραφία — заочное обучение;
3) воен, боевая подготовка;στρατιωτική εκπαίδευση — военная подготовка;
Κέντρο εκπαίδεύσεως νεοσύλλεκτων — центр военной подготовки новобранцев
-
5 εποπτεία
-
6 κλίση
[-ις (-εως)] η1) наклонение, нагибание; сгибание; 2) наклон, крен (судна); 3) склонение, отклонение (стрелки и т. п.); 4) скат, склон; откос; спуск;κλίση οδού — уклон дороги;
5) поворачивание, поворот;κλίση επ' αριστερά! — налево! (команда);
6) перен. наклонность, склонность к...;έχει κλίση στα μαθηματικά — у него склонность к математике;
7) перен. уклон (специализация);σχολή με τεχνική κλίση — школа с техническим уклоном;
8) грам, склонение; спряжение;9) флексия, окончание -
7 πρωτοπόρος
α, ο [ος, ον ] авангардный, передовой; прогрессивный;πρωτοπόρα τεχνική — передовая техника
-
8 στάθμη
-
9 σχολή
η1) школа; училище; курсы;ανωτάτη σχολή — высшая школа, институт;
κομματική σχολή — партийная школа;
νυχτερινή (είδική) σχολή — вечерняя (специальная) школа;
στρατιωτική σχολή — военное училище;
τεχνική σχολή — техническое училище;
σχολή πληροφοριών — разведывательная школа;
σχολή ξένων γλωσσών — курсы иностранных языков;
σχολή ναυτικών δοκίμων — военно-морское училище;
σχολή ικαρων — авиационное училище;
2) факультет;νομική σχολή — юридический факультет;
3) перен. школа, учение, система (философская и т. п.);δημιουργώ δνκή μου σχολή — со-
здать свою школу;4) школа, выучка;περνώ καλή σχολή — пройти хорошую школу
См. также в других словарях:
τεχνική — η 1.το σύνολο των μεθόδων και κανόνων με τους οποίους γίνεται ένα τεχνικό ή καλλιτεχνικό έργο: Η τεχνική της κατεδάφισης. – Η τεχνική της ζωγραφικής. 2. τα γνωρίσματα της εργασίας ενός τεχνίτη ή καλλιτέχνη: Η τεχνική του Σοπέν … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τεχνική — η, Ν 1. το σύνολο τών εργαλείων και τών μεθόδων παραγωγής που αναπτύχθηκαν στη διάρκεια τής ιστορίας 2. το σύνολο τών διεργασιών που χρησιμοποιούνται στην άσκηση ενός επαγγέλματος, μιας τέχνης, μιας επιστήμης για να επιτευχθεί ορισμένο αποτέλεσμα … Dictionary of Greek
τεχνικῇ — τεχνικός artistic fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τεχνική — τεχνικός artistic fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στερεοφωνία — Τεχνική λήψης, εγγραφής και αναπαραγωγής του ήχου, που αποβλέπει να δώσει στον ακροατή την αίσθηση της κατανομής στο χώρο των αρχικών ηχητικών πηγών. Η σ. βασίζεται επί της αρχής του εντοπισμού της ηχογόνου πηγής, δηλαδή επί του φαινόμενου της… … Dictionary of Greek
εγκαυστική — Τεχνική της ζωγραφικής, η οποία χρησιμοποιεί το λιωμένο κερί ως συνδετική ύλη των χρωστικών ουσιών. Η ε. ήταν γνωστή και κατά την αρχαιότητα και χρησίμευε κυρίως για την εκτέλεση ζωγραφικών έργων πάνω σε μάρμαρο αλλά και σε ξύλο. Ο Πλίνιος στη… … Dictionary of Greek
αναδρομή — Τεχνική της λογοτεχνικής γραφής, και ιδίως της αφηγηματικής πεζογραφίας (ονομάζεται επίσης ανάληψη ή αναδρομική αφήγηση). Συνίσταται στο ότι ο συγγραφέας εγκαταλείπει προσωρινά τη χρονολογικά ιεραρχημένη καταγραφή των συμβάντων του μύθου του… … Dictionary of Greek
γραφή — Τεχνική που επινοήθηκε από τον άνθρωπο για να επικοινωνεί με τους άλλους και συνίσταται στην ορατή και σχετικά διαρκή αποτύπωση είτε του περιεχομένου, είτε, στις πιο εξελιγμένες φάσεις, της ίδιας της μορφής των γλωσσικών σημείων. Η πρώτη γ. ήταν… … Dictionary of Greek
ελαιογραφία — Τεχνική της ζωγραφικής που διαδόθηκε από τον 15o αι. και έχει επικρατήσει έως τη σύγχρονη εποχή. Δεν είναι απόλυτα εξακριβωμένο πότε και πού πρωτοεμφανίστηκε. Ο Βαζάρι αποδίδει την ε. στον Γιαν Βαν Άικ και υποστηρίζει ότι ήταν ο πρώτος ο οποίος… … Dictionary of Greek
μπατίκ — Τεχνική που μεταχειρίζονται στην Ιάβα για να βάφουν βαμβακερά υφάσματα με χρωματιστά σχέδια. Με ένα μικρό εργαλείο που αποκαλείται τζάντινγκ, απλώνεται στο ύφασμα ένα στρώμα υγρού κεριού στο τμήμα που αντιστοιχεί προς το σχέδιο το οποίο πρόκειται … Dictionary of Greek
παστέλ ή κρητιδογροφία — Τεχνική σχεδίου που χρησιμοποιεί μικρά κονδύλια που αποτελούνται από χρωστική ουσία αναμεμειγμένη με ένα συνδετικό μέσο (κόλλα, κερί κ.ά.). Επειδή το ποσοστό του συνδετικού μέσου είναι ελάχιστο, μόλις που να εξασφαλίζει την προσκόλληση του… … Dictionary of Greek