-
1 οικονομικη
-
2 οικονομική
η см. οικονομολογία -
3 οικονομικός
η, ό[ν]1) экономический; финансовый;οικονομικά μέσα — финансовые средства;
οικονομική ανεξαρτησία — экономическая независимость;
οικονομικός αποκλεισμός — экономическая блокада;
οικονομικός εκβιασμός — экономический шантаж;
2) экономичный, выгодный; дешёвый;οικονομικές τιμές — доступные цены;
αυτό το ύφασμα είναι πολύ οικονομικό — эта ткань очень дешёвая;
περνάει οικονομική ζωή — он очень скромно живёт
-
4 αθλιότητα
[-ης (-ητος)] η убожество; жалкое состояние; нищета;οικονομική αθλιότητα — жалкое экономическое положение;
κατάσταση αθλιότητας — нищенское, жалкое положение
-
5 αναζωογόνηση
[-ις (-εως)] η прям., перен. возвращение К жизни; оживление;αναζωογόνηση του οργανισμού — оживление организма;
οικονομική αναζωογόνηση — экономическое оживление
-
6 αντοχή
η1) выносливость, стойкость, выдержка; 2) сопротивляемость; прочность, крепость;αντοχή των υλικών — сопротивление материалов;
§ οικονομική αντοχή — прочное экономическое положение
-
7 αύξων
ουσα, ον увеличивающийся, нарастающий, растущий;αύξων αριθμός — а) порядковый номер; — б) серийный номер;
η οικονομική κρίσις βαίνει αύξουσα экономический кризис нарастает -
8 ευεξία
-
9 εφορεία
η1) инспекция (учреждение);(οίκονομική) εφορεία — финансовая инспекция;
2) см. εποπτεία;3) попечительство; 4):εφορεία υλικού πολέμου — воен, материально-технический отдел
-
10 ισχύς
(-ύος) η1) потенция, потенциал, сила; мощь, мощность;οικονομική ισχύς — а) экономическая мощь; — б) экономический потенциал;
η πολιτική της ισχύος — политика с позиции силы;
στερεώνω την ισχύ — крепить мощь;
2) влияние, могущество;3) юр. действие, действительность; законность, сила;ισχύς του εγγράφου — сила, действительность документа;
τίθεμαι εν ισχύϊ — войти в силу;
η ισχ τού νόμου αρχίζει από... — закон вступает в силу с...;
θέτω σε ισχύ — вводить в действие (договор, соглашение);
αναδρομική ισχύς τού νόμου — обратная сила закона;
4) физ. мощность;κινητήρας ( — или γεννήτρια) μεγάλης ισχύος — мощный двигатель;
ηλεκτροσταθμός ισχύος πεντακοσίων κιλοβάτ — электростанция мощностью в пятьсот киловатт
-
11 συνοδεύω
μετ.1) сопровождать, провожать; конвоировать; экскортировать; 2) сопровождать (чём-л.); сопутствовать (чему-л.);την οικονομική κρίση συνοδεύει πάντοτε ανεργία — экономическому кризису всегда сопутствует безработица;
3) муз. сопровождать, аккомпанировать;συνοδεύομαι — сопровождаться, влечь за собой;
ο πυρετός συνοδεύεται υπό ρίγους — температура сопровождается ознобом
-
12 υπηρεσία
η1) служба, исполнение служебных обязанностей;στρατιωτική (κρατική) υπηρεσία — военная (государственная) служба;
στίς ώρες της υπηρεσίας — в служебное время;
μπαίνω στην υπηρεσία — поступать на службу;
αναλαμβάνω υπηρεσία — приступать к исполнению служебных обязанностей;
καλώ εις στρατιωτικήν υπηρεσίαν — призывать на военную службу;
δυανύω ενεργόν υπηρεσίαν — находиться на действительной службе;
απολύομαι τής υπηρεσίας — быть уволенным со службы;
εκτελώ υπηρεσία — нести службу;
επαθε εν υπηρεσία — он пострадал при исполнении служебных обязанностей;
2) дежурство; наряд, вахта;έχω υπηρεσίαν — или είμαι της υπηρεσίας — дежурить, быть дежурным;
παραλαμβάνω (παραδίδω) υπηρεσίαν — принимать (сдавать) дежурство;
3) стаж (работы);έχω τριάντα χρόνια υπηρεσία — иметь тридцатилетний стаж работы;
συνεπλήρωσα τα έτη της υπηρεσίας — я заработал себе пенсию;
4) услуга;προσφέρω υπηρεσία — оказать услугу;
προσφέρω τίς υπηρεσίαες μου — предлагать свои услуги;
5) обслуживающий персонал; прислуга (собир.);6) ведомство; служба; учреждение;δημόσια υπηρεσία — государственное учреждение;
στρατιωτική (πολιτική) υπηρεσία — военное (гражданское) ведомство;
διπλωματική υπηρεσία — дипломатическая служба, дипслужба;
οικονομική υπηρεσία — финансовое ведомство; — финансовый орган;
ταχυδρομική υπηρεσία — почтовая служба, почтовое ведомство;
υγειονομική (τελωνιακή, μυστική) υπηρεσίαυπηρεσία — санитарная (таможенная, секретная) служба;
πυροσβεστική υπηρεσία — пожарная охрана;
μετεωρολογική υπηρεσία — служба (или бюро) погоды
См. также в других словарях:
οικονομική πολιτική — Το σύνολο των ενεργειών με τις οποίες το κράτος ρυθμίζει τις πρωτοβουλίες των ατόμων και των ιδιωτικών επιχειρήσεων και τροποποιεί τις γενικές συνθήκες μέσα στις οποίες αναπτύσσονται αυτές, ώστε να πετύχει ορισμένους σκοπούς. Για να το κατορθώσει … Dictionary of Greek
Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή — (ΟΚΕ). Όργανο της Ευρωπαϊκής Ένωσης με συμβουλευτική αρμοδιότητα. Τα μέλη εκπροσωπούν τους διάφορους τομείς της οικονομικής, κοινωνικής και επαγγελματικής ζωής των κρατών μελών και διορίζονται για 4 έτη από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο με πρόταση των… … Dictionary of Greek
οἰκονομικῇ — οἰκονομικός practised in the management of a household fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οἰκονομική — οἰκονομικός practised in the management of a household fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οικονομική πρόβλεψη — Στατιστική έρευνα που επιτρέπει να καθορίσουμε με μια κάποια προσέγγιση τη μελλοντική πορεία μερικών οικονομικών μεταβλητών, ξεκινώντας από τη γνώση ορισμένων σχετικών δεδομένων του παρόντος και του παρελθόντος. Από τους πιο κοινούς τρόπους… … Dictionary of Greek
ανάπτυξη, οικονομική — Έκφραση που σημαίνει γενικά τη δυναμική τάση ενός οικονομικού συστήματος. Με αυτήν ακριβώς την έννοια η ο.α. αποτέλεσε σημαντικό πρόβλημα της σύγχρονης οικονομικής επιστήμης, συνδεδεμένο με άλλα προβλήματα, όπως της αναπαραγωγής, των διακυμάνσεων … Dictionary of Greek
αισιόδοξη οικονομική σχολή — Σχολή της πολιτικής οικονομίας που υποστήριξε ότι με την οικονομική εξέλιξη θα υπάρξουν ευεργετικά αποτελέσματα για όλες τις τάξεις της κοινωνίας. Κυριότεροι εκπρόσωποι της υπήρξαν ο Γάλλος γιατρός και οικονομολόγος Φρανσουά Κενέ (1694 1774), ο… … Dictionary of Greek
δυναμική οικονομική — Μελέτη των διακυμάνσεων του οικονομικού συστήματος κατά τη διαδρομή του χρόνου. Πριν από μερικές δεκαετίες η πλειονότητα των οικονομολόγων περιοριζόταν στη μελέτη της φιλελεύθερης –κυρίως συναλλακτικής– οικονομίας ως ένος στατικού μηχανισμού.… … Dictionary of Greek
κλασική οικονομική σχολή — Σχολή οικονομικής ερμηνείας των πολιτικών γεγονότων που είχε ως αφετηρία τους φυσιοκράτες, συνεχίστηκε με τους Σμιθ, Μάλθους, Ρικάρντο, Μπαστιά, Μιλ και είχε υποστηρικτές έως τον A’ Παγκόσμιο πόλεμο. Βλ. λ. εμποροκρατία· Μάλθους, Τόμας Ρόμπερτ,… … Dictionary of Greek
μονεταρισμός — Οικονομική θεωρία και η οικονομική πολιτική που προκύπτει από αυτήν (ο όρος προκύπτει από την αγγλική λέξη monetary, νομισματικός). Δίνει έμφαση στην προσφορά χρήματος και τον τρόπο που επιδρά σε μια οικονομία, ειδικότερα στις τιμές, την παραγωγή … Dictionary of Greek
εμπόριο — Οικονομική ασχολία η οποία, μέσω πράξεων αγοραπωλησίας, μεταβιβάζει τα αγαθά των παραγωγών στους καταναλωτές (ή άλλους παραγωγούς) στην ποσότητα, στον τόπο και στη στιγμή που χρειάζονται. Βασική είναι η διάκριση ανάμεσα σε εσωτερικό και σε… … Dictionary of Greek