Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

εκτελώ

  • 1 εκτελώ

    (ε) (αόρ. εξετέλεσα) μετ.
    1) выполнить, исполнять, осуществлять; совершить;

    εκτελώ έργον (διαταγήν) — выполнять работу (приказ);

    εκτελώ ποινή (δικαστική απόφαση) — приводить в исполнение приговор;

    εκτελώ καθήκοντα ( — или χρέη) κάποιου — исполнить чьи-л. обязанности;

    εκτελώ τα σχέδια μου — осуществлять свои планы;

    εκτελώ τό καθήκον μου — выполнять свой долг;

    εκτελώ έγκλημα — совершать преступление;

    εκτελώ απειλήν — осуществлять угрозу;

    2) муз. исполнять;
    3) расстреливать

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > εκτελώ

  • 2 εκτελώ

    [эктэло] ρ выполнять, казнить.

    Эллино-русский словарь > εκτελώ

  • 3 αναγνώριση

    [-ις (-εως)] η
    1) узнавание; опознание; 2) признание, известность;

    κατακτώ τη γενική αναγνώριση — получать всеобщее признание;

    3) воен. рекогносцировка; разведка;

    εκτελώ (κάνω) αναγνώριση — а) проводить рекогносцировку; — б) вести разведку;

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > αναγνώριση

  • 4 αναγωγή

    η
    1) подъём, поднимание; 2) начало, исходный пункт, происхождение; 3) превращение; упрощение;

    αναγωγή οκάδων εις κιλά — перевод ока в килограммы;

    4) превращение, пересчёт, перевод (в эквивалентную величину);

    εκτελώ αναγωγή δολλαρίων εις δραχμάς — превращать доллары в драхмы;

    5) мат. приведение; сокращение (дроби);
    6) отплытие, выход в море; 7) хим. раскисление, восстановление; 8) мед. срыгивание (о грудном ребёнке); 9) юр. иск оплатившего общий долг против его содолжников

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > αναγωγή

  • 5 εντολή

    η
    1) поручение; миссия;

    δίδω ( — или παρέχω) εντολή σε κάποιον — давать кому-л. поручение;

    αναθέτω σε κάποιον εντολή — возлагать на кого-л. миссию, дать кому-л. полномочия;

    με εντολή μου — по моему поручению;

    2) приказ, распоряжение; директива, предписание; указание;

    κατ' εντολήν ( — или απ' εντολής) — по приказу, по распоряжению, по указанию;

    3) наказ;

    η εντολή των εκλογέων — наказ избирателей;

    εκτελώ την εντολή τού πατέρα — выполнить отцовский наказ;

    4) мандат;
    5) завет, заповедь; 6) опека (в международном праве)

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > εντολή

  • 6 κάθετος

    η, ο [ος, ον ] 1.
    1) перпендикулярный; вертикальный; 2):

    κάθετος εφόρμησις — пикирование;

    βομβαρδιστικό καθέτου εφορμήσεως пикирующий бомбардировщик;

    εκτελώ κάθετον εφόρμησιν — пикировать;

    2. (η) перпендикуляр; вертикаль

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > κάθετος

  • 7 υπηρεσία

    η
    1) служба, исполнение служебных обязанностей;

    στρατιωτική (κρατική) υπηρεσία — военная (государственная) служба;

    στίς ώρες της υπηρεσίας — в служебное время;

    μπαίνω στην υπηρεσία — поступать на службу;

    αναλαμβάνω υπηρεσία — приступать к исполнению служебных обязанностей;

    καλώ εις στρατιωτικήν υπηρεσίαν — призывать на военную службу;

    δυανύω ενεργόν υπηρεσίαν — находиться на действительной службе;

    απολύομαι τής υπηρεσίας — быть уволенным со службы;

    εκτελώ υπηρεσία — нести службу;

    επαθε εν υπηρεσία — он пострадал при исполнении служебных обязанностей;

    2) дежурство; наряд, вахта;

    έχω υπηρεσίαν — или είμαι της υπηρεσίας — дежурить, быть дежурным;

    παραλαμβάνω (παραδίδω) υπηρεσίαν — принимать (сдавать) дежурство;

    3) стаж (работы);

    έχω τριάντα χρόνια υπηρεσία — иметь тридцатилетний стаж работы;

    συνεπλήρωσα τα έτη της υπηρεσίας — я заработал себе пенсию;

    4) услуга;

    προσφέρω υπηρεσία — оказать услугу;

    προσφέρω τίς υπηρεσίαες μου — предлагать свои услуги;

    5) обслуживающий персонал; прислуга (собир.);
    6) ведомство; служба; учреждение;

    δημόσια υπηρεσία — государственное учреждение;

    στρατιωτική (πολιτική) υπηρεσία — военное (гражданское) ведомство;

    διπλωματική υπηρεσία — дипломатическая служба, дипслужба;

    οικονομική υπηρεσία — финансовое ведомство; — финансовый орган;

    ταχυδρομική υπηρεσία — почтовая служба, почтовое ведомство;

    υγειονομική (τελωνιακή, μυστική) υπηρεσίαυπηρεσία — санитарная (таможенная, секретная) служба;

    πυροσβεστική υπηρεσία — пожарная охрана;

    μετεωρολογική υπηρεσίαслужба (или бюро) погоды

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > υπηρεσία

  • 8 χρέος

    τό
    1) долг (денежный); задолженность;

    δημόσια χρέος — государственный долг;

    κάνω χρέη — делать долги;

    μπαίνω στα χρέη — влезать в долги;

    εξοφλώ ( — или βγάζω) τα χρέη μου — гасить, уплачивать долги;

    είμαι πνιγμένος στα χρέη — запутаться в долгах; — быть по уши в долгих;

    2) долг, обязанность;

    έχω χρέος να... — я должен (что-л, сделать);

    κάνω το χρέος μου — исполнять свой долг;

    θεωρώ χρέος μου — считать своим долгом;

    3) πλ. обязанности;

    υπηρεσιακά χρέη — служебные обязанности;

    εκτελώ χρέη δημάρχου — исполнить обязанности мэра;

    αναλαμβάνω τα χρέη μου — приступать к своим обязанностям;

    § χρέος τιμής — долг чести (в карточной игре, погашаемый в течение 24-х часов);

    τό κοινό χρέος — смерть;

    χρέος μου — не за что (ответ на благодарность);

    όποιος αγαπά τα χρέη, έχει σύντροφο το ψέμα — посл, кто долги любит, тот с ложью дружит

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > χρέος

См. также в других словарях:

  • εκτελώ — εκτελώ, εκτέλεσα βλ. πίν. 76 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • εκτελώ — ( έω) (AM ἐκτελῶ) 1. φέρω εντελώς εις πέρας, κατορθώνω, πραγματοποιώ(«ἐκτελέσας μέγα ἔργον», Οδ. γ) 2. παίζω, αποδίδω μουσικό κομμάτι νεοελλ. 1. θανατώνω κάποιον καταδικασμένο σε θάνατο 2. (για φόνο) σκοτώνω εν ψυχρώ 3. «εκτελώ χρέη ή καθήκοντα»… …   Dictionary of Greek

  • εκτελώ — εκτέλεσα, εκτελέστηκα, εκτελεσμένος, μτβ. 1. πραγματοποιώ, εφαρμόζω. 2. (μουσ.), αποδίνω, παίζω: Θα εκτελεστούν έργα Σοπέν. 3. θανατώνω, σκοτώνω: Εκτελέστηκε ο προδότης. 4. φρ., «Eκτελώ χρέη νομάρχη, διευθυντή κτλ.», αναπληρώνω προσωρινά στα… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἐκτελῶ — ἐκτελέω bring to an end pres subj act 1st sg (attic epic doric) ἐκτελέω bring to an end pres ind act 1st sg (attic epic doric) ἐκτελέω bring to an end fut ind act 1st sg (attic epic doric) ἐκτελέω bring to an end pres subj act 1st sg (attic epic… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γυμνασιαρχεύω — εκτελώ χρέη γυμνασιάρχη, αντικαθιστώ τον γυμνασιάρχη. [ΕΤΥΜΟΛ. < γυμνασιάρχης. Η λ. μαρτυρείται από το 1893 στην εφημερίδα Παλιγγενεσία] …   Dictionary of Greek

  • επικασσιτερώνω — εκτελώ επικασσιτέρωση*, ειδ. σε μαγειρικά σκεύη, γανώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + κασσιτερώνω (< κασσίτερος). Η λ. μαρτυρείται από το 1885 στον Αναστ. Κ. Δαμβέργη] …   Dictionary of Greek

  • επιπεδομετρώ — εκτελώ επιπεδομέτρηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < επίπεδο(ν) + μετρώ] …   Dictionary of Greek

  • γυμνασιαρχεύω — εκτελώ χρέη γυμνασιάρχη: Στο σχολείο μου γυμνασιαρχεύει για χρόνια ο ίδιος διευθυντής …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • διαφορίζω — εκτελώ μαθηματικό υπολογισμό για να βρω το διαφορικό μιας συνάρτησης …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • λειτουργώ — και λειτρουγώ (AM λειτουργῶ, έω, Α και λῃτουργῶ, Μ και λειτρουγῶ) 1. (για τα όργανα τού σώματος) εκτελώ λειτουργία («μίαν μέν τινα ἐργασίαν λειτουργεῑ ἡ τοῡ στόματος δύναμις», Αριστοτ.) 2. (για ιερέα) ιερουργώ στον ναό, τελώ τη Θεία Λειτουργία 3 …   Dictionary of Greek

  • επιτελώ — (AM ἐπιτελῶ, έω) [τελώ] πραγματοποιώ, εκτελώ, επιτυγχάνω, αποπερατώνω («ὅπως ἂν ἡ εἰρήνη ἐπιτελεσθῇ», Δημοσθ.) αρχ. 1. εκτελώ («οἱ μὲν νυν ἄλλοι παῑδες τὰ ἐπιτασσόμενα ἐπετέλεον», Ηρόδ.) 2. συμπληρώνω, αποτελειώνω την κατασκευή («ὡς δὲ ἐπετελέσθη …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»