-
1 πολεμικη
ἡ (sc. τέχνη) военное искусство Plat. -
2 πολεμική
η1) военное искусство; 2) полемика;κάνω πολεμική — полемизировать
-
3 πολεμική
[полэмики] ουσ θ полемика. -
4 πολεμικός
η, ό[ν]1) военный; воинский;πολεμικό (πλοίο) — военный корабль;
πολεμικό ναυτικό — военно-морской флот;
πολεμική αεροπορία — военно-воздушные силы;
πολεμικό δυναμικό — военный потенциал;
πολεμικες επιχειρήσεις — военные действия;
πολεμική τέχνη — военное искусство;
πολεμικά μέσα — боевые средства;
2) боевой; воинственный;πολεμικό μένος — воинственный пыл, воинственность;
3) полемический -
5 αρετη
1) доблесть, храбрость, мужество(ἀνδρῶν Hom.; Θεμιστοκλέος Her.; ἀ. πολεμική Arst.)
2) превосходные качества, отличные свойства, сила, мощь(ποδῶν Hom.; ζῴου Plat.)
3) крепость, бодрость(σώματος Plat.)
; сила, острота(ὀφθαλμῶν καὴ ὤτων Plat.)
4) плодородие или пригодность(γῆς Her., Thuc., Plat.; πεδίων Polyb.)
5) красота, великолепие(σκεύους καὴ πράξεως Plat.)
; благородство, величие(γενναίων πόνων Eur.)
6) pl. славные деяния, подвиги(ἀρεταὰς ἀποδείκνυσθαι Her. или πράσσειν Pind.)
7) высокое мастерство, умение, искусство(κυβερνητική Plat.)
8) слава, честь(ἀθάνατον ἀρετέν ἔχειν Soph.)
9) заслуга(εἴς τινα Thuc. и περί τινα Xen.)
10) нравственное совершенство, добродетель(δικαιοσύνη καὴ ἀ. Plat.; ἀρεταὴ διανοητικαί Arst.)
-
6 ασκησις
- εως ἥ1) упражнение, практическое изучение, практика(ἐπιμέλεια καὴ ἄ. Plat.; μελέτη καὴ ἄ. Plut.; ἄ. πολεμική Xen. и τῶν ἐς τὸν πόλεμον Thuc.)
ἄ. τῆς ἀρετῆς Xen. — воспитание добродетели2) образ жизни, занятие Luc.3) образ мыслей, направление(ἥ κυνικέ ἄ. Luc.)
-
7 διασκευη
ἥ1) снаряжение, одежда(νομαδική Polyb.; πολεμική Diod.)
2) украшение, прикраса(τερατεῖαι καὴ διασκευαί Polyb.)
-
8 ισχυς
- ύος ἥ (ῡ только в двусложных формах, в трехсложных - за редким исключением, ῠ)1) (тж. τὸ κράτος τῆς ἰσχύος NT.) сила, могущество(ἰ. θεῶν, ἰ. βασιλεία Aesch.)
ἐπὴ μέγα ἐλθεῖν ἰσχύος Thuc. — достигнуть большого могущества2) мощь, мощность, крепость(ἰ. σώματος, ἰ. καὴ ῥώμη Plat.)
ἰσχύες καὴ ἀσθένειαι Plat. — сильные и слабые стороны;ἐξ (ὅλης τῆς) ἰσχύος NT. — изо всей силы3) возможность, способностьἰ. ἥ κινοῦσα Arst. — движущая сила;
ἰ. μάχης Thuc. и ἰ. πολεμική Arst. — боевая сила, боеспособность;ἰ. γῆς Xen., Soph. — плодородие земли;παρὰ ἰσχὺν τῆς δυνάμεως Thuc. — ниже (своих) возможностей4) сила, твердость(τῆς ἐλπίδος Thuc.)
5) сила, насилиеἰ. καὴ δίκη Aesch. — сила и право;
κατ΄ ἰσχύν Aesch. и ἰσχύϊ Plat. — силой, насильно;ἢ λόγῳ, ἢ πρὸς ἰσχύος κράτος Soph. — убеждением ли, или силой6) укрепленность, неприступность(χωρίου Thuc.)
-
9 προεχω
стяж. προὔχω (fut. προέξω, aor. προέσχον)1) выставлять вперед, держать впереди (себя)(τέν ἀσπίδα Arph.; τὼ χεῖρε Xen.)
προέχεσθαί τι Her. — держать что-л. перед собойσὺ μὲν τὰδ΄ ἂν προὔχοιο Soph. — что же, прикрывайся этими (отговорками)
3) med. предлагать4) раньше знатьπροέχων τῶν Ἀθηναίων οὐ φιλίας γνώμας Her. — (хотя Мардоний) уже раньше знал о враждебности афинян
5) иметь или получать раньшеὁ προέχων Arst. — первый обладатель;
ἔκ τινος τιμέν π. τινός Soph. — быть почитаемым кем-л. преимущественно перед кем-л.6) выдаваться, возвышатьсяπύργῳ ἔπι προὔχοντι ἐρείσας Hom. — прислонившись к высокой башне;
ἀκτέ προέχουσα ἐς τὸν πόντον Her. — вдающийся в море мыс;τὸ προέχον τῆς ἐμβολῆς Thuc. — выступ тарана7) быть впереди, опередить(προέχων τῶν ἄλλων Her.)
ὅ προὔχων Hom. — идущий впереди (конь);π. ἡμέρης ὁδῷ Her. — быть впереди на расстоянии дневного перехода;π. ἡμέρᾳ καὴ νυκτί Thuc. — быть впереди на расстоянии суточного перехода;εἴκοσιν ἔτεσιν π. Plat. — быть старше на 20 лет8) быть выдающимся, обладать превосходством, превосходить(τινός τινι Her.)
ἄνδρες (οἱ) δήμου προὔχουσιν HH. — лучшие мужи народа;εἰ προὔχοιεν Thuc. — если (какая-л. партия) брала верх;ἑνὴ μόνῳ π. τινά Xen. — иметь лишь одно преимущество над кем-л.;οἱ προὔχοντες Thuc. — предводители, начальники;πλήθει προὔχοντες καὴ ἐμπειρίᾳ πολεμικῇ Thuc. — превосходящие численностью и боевым опытом;οὔ τι προέχει τούτων ἐπιμεμνῆσθαι Her. — бесполезно вспоминать об этом;προεχόμεθα ; - Οὐ πάντως NT. — разве мы лучше (их)? - Нисколько -
10 αποζημίωση
[[-ις (-εως)] η1) возмещение (убытков, ущерба); компенсация; 2) вознаграждение; моральное удов- летворение;§ αποζημίωση πολεμική — контрибуция;
βουλευτική αποζημίωση — жалованье депутата;
οι αποζημίώσεις — репарации
-
11 έγερση
[-ις (-εως)] η1) пробуждение; 2) воен, подъём, побудка; 3) возведение, сооружение, строительство; 4) возбуждение;§ πολεμική έγερση мор. — боевая тревога
-
12 επιχείρηση
[-ις (-εως)] η1) операция;πολεμική ( — или στρατιωτική) επιχείρηση — военная операция;
2) прям., перен. предприятие; дело;εμπορική (βιομηχανική) επιχείρηση — торговое (промышленное) предприятие;
τραπεζιτική επιχείρηση — банковое дело;
ριψοκίνδυνη επιχείρηση — рискованное предприятие;
εργάζομαι σε επιχείρηση — работать на предприятии;
§ ερωτικές επιχείρήσεις — ухаживание, флирт; — любовные похождения
-
13 ετοιμότητα
[-ης (-ητος)] η1) готовность;πολεμική ετοιμότητα — боевая готовность;
2) находчивость;ετοιμότητα του πνεύματος — остроумие
-
14 μηχανή
η1) машина; механизм;σπαρτική μηχανή — сеялка;
θεριστική μηχανή — косилка, жнейка;
φωτογραφική μηχανή — фотоаппарат;
μηχανή του ραψίματος — швейная машина;
μηχανή του ποδαριού — ножная швейная машина;
2) перен. машина;πολεμική μηχανή — военная машина;
η κρατική μηχανή — государственная машина;
3) перен. машина, робот (о человеке);4) махинация, ухищрение, уловка;μούστησε μιά μηχανή — он подстроил мне ловушку;
§ (ο) από μηχανης θεός « — бог из машины» (ср. лат. deus ex machina)
-
15 υστερία
η истерия;πολεμική υστερία — военная истерия, военный психоз
См. также в других словарях:
πολεμική — η 1. η τέχνη του πολέμου. 2. επίκριση, επίθεση με λόγια ή με τον τύπο: Οι εφημερίδες τού κάνουν άγρια πολεμική … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πολεμικῇ — πολεμικός of fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολεμική — πολεμικός of fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Polemikí Aeroporía — Πολεμική Αεροπορία Logo de la force aérienne grecque Période 1911 Pays … Wikipédia en Français
φλάμπουρο — Πολεμική σημαία. Έτσι ονομάζονταν οι πολεμικές σημαίες στα πρώτα χρόνια της Επανάστασης του 1821, καθώς και οι σημαίες των κλεφτών και των Σουλιωτών. Φ. ή φλάμουλο (από τη λατινική λέξη flammulun = σημαία με το χρώμα της φλόγας) είναι και το… … Dictionary of Greek
σκαλπ — Πολεμική συνήθεια ορισμένων λαών που έπαιρναν ως λάφυρο από το κεφάλι του σκοτωμένου εχθρού ή και τραυματία αιχμάλωτου, μαλλιά μαζί με δέρμα. Το σ. ήταν γνωστό σε πολλούς αρχαίους λαούς όπως οι Γαλάτες και οι Σκύθες. Την περίοδο από το 17o ως το… … Dictionary of Greek
πολεμικῆι — πολεμικῇ , πολεμικός of fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολεμικός — ή, ό / πολεμικός, ή, όν, ΝΜΑ [πόλεμος] 1. ο σχετικός με τον πόλεμο ή αυτός που αρμόζει στον πόλεμο (α. «πολεμικό μένος» β. «πολεμικό ναυτικό» γ. «παιῶνά τινα ἀναβοήσαντες βάρβαρον καὶ πολεμικόν», Πλάτ.) 2. (για πρόσ.) ο ικανός για πόλεμο ή ο… … Dictionary of Greek
Ευρώπη — I Μία από τις πέντε ηπείρους. Είναι το μικρότερο τμήμα του κόσμου μετά την Αυστραλία και την Ωκεανία. Από μία άποψη θα μπορούσε να θεωρηθεί το ακραίο δυτικό τμήμα της Ασίας, της οποίας αποτελεί τη φυσική προέκταση. Πράγματι, δεν υπάρχουν φυσικά… … Dictionary of Greek
Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… … Dictionary of Greek
Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… … Dictionary of Greek