-
1 στολή
στολή, ἡ, Rüstung, Kleidung; Aesch. Pers. 977; οὔτοι ταχεῖα ναυτικοῠ στρατοῠ στολή, Suppl. 745; κόσμῳ τε χαίρων καὶ στολῇ, Soph. Tr. 761; ἀεικεῖ σὺν στολᾷ, El. 184; O. C. 1359 u. oft; μελαμπέπλῳ στολῇ, Eur. Alc. 429, u. öfter; γυναικεία, ἱππική, Ar. Th. 851 Eccl. 846; πᾶσαν τοξικὲν ἔχοντα στολήν, Plat. Legg. VIII, 833 b; πρεπούσῃ στολῇ ἐσταλμέναι, VII, 800 e; Περσική, Xen. An. 1, 2, 27; βαρβαρική, 4, 5, 33; der Soldaten, Cyr. 3, 3, 42; Folgde.
-
2 στολή
στολή, ῆς, ἡ (στέλλω ‘robe’; Trag., X., Pla. et al.) esp. a long, flowing robe (SIG 1025, 10; PEdg 9 [=Sb 6715], 32 [258 B.C.]; 44 [=Sb 6750], 4 al. in pap; Ex 28:2; 2 Ch 18:9; Esth 6:8 al. in LXX; pseudepigr., Philo; Jos., Ant. 20, 7, Vi. 334; Just., A I, 32, 8; Tat., 24, 1; Mel., P. 17, 116 al.; loanw. in rabb.) Lk 15:22 (πρῶτος 2aα); Rv 7:14; 22:14 (on the metaph. use in both these places s. πλύνω 1). στολὴ λευκή (PGiss 20, 17) as worn by angels Mk 16:5 and by glorified believers Rv 6:11; 7:9, 13. στ. λαμπροτάτη GPt 13:55 (TestAbr A 16 p. 97, 8 [Stone p. 42]; cp. the priest’s sacred robe SIG 1025, 10). Of the scribes ἐν στολαῖς περιπατεῖν walk about in long robes (M. Ant. 1, 7, 4 ἐν στολίῳ [v.l. στολῇ] περιπατεῖν) Mk 12:38; Lk 20:46 (of priests’ vestments Philo, Leg. ad Gai. 296; Jos., Ant. 3, 151; 11, 80).—KRengstorf, OMichel Festschr., ’63, 383–404. DELG s.v. στέλλω. TW. -
3 στολή
στολάζομαιarray oneself in: fut ind mp 2nd sg (doric)στολήequipment: fem dat sg (attic epic ionic) -
4 στολῇ
στολάζομαιarray oneself in: fut ind mp 2nd sg (doric)στολήequipment: fem dat sg (attic epic ionic) -
5 στολη
дор. στολά, эол. σπολά ἥ1) вооружение, снаряжение(ναυτικοῦ στρατοῦ Aesch.)
πᾶσαν τοξικέν ἔχων στολήν Plat. — в полном стрелковом снаряжении2) вооруженные силы, войско(τὸ λοιπὸν τᾶς στολᾶς Aesch.)
3) одежда, одеяние, костюм(ἱππική Arph.; βαρβαρική Xen.)
4) шкура(θηρός Eur.)
-
6 στολή
στολήequipment: fem nom /voc sg (attic epic ionic) -
7 στολή
στολή ηоблачение священнослужителей, см. άμφια -
8 στολή
στολή, ἡ, Rüstung, Kleidung; der Soldaten -
9 στολή
Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > στολή
-
10 στολή
η1) наряд; одежда, костюм; убор;με εθνικές στολές — в национальных костюмах;
2) форма; мундир; обмундирование;μαθητική στολή — школьная форма;
μεγάλη στολή воен. — парадная форма;
επίσημη στολή — парадный мундир, парадный костюм
-
11 στολή
{сущ., 9}длинная одежда или одеяние, носимое правителями, царями и священниками.Ссылки: Мк. 12:38; 16:5; Лк. 15:22; 20:46; Откр. 6:11; 7:9, 13, 14.*▲ ключ.сл.Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > στολή
-
12 στολή
{сущ., 9}длинная одежда или одеяние, носимое правителями, царями и священниками.Ссылки: Мк. 12:38; 16:5; Лк. 15:22; 20:46; Откр. 6:11; 7:9, 13, 14.*▲ ключ.сл.Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > στολή
-
13 στολή
длинная одежда или одеяние (носимое правителями, царями и священниками); син. ἱμάτιον, ἱματισμός, ποδήρης, χιτών, χλαμύς.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > στολή
-
14 στολὴ
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > στολὴ
-
15 στολή
[столи] ουσ. Θ. наряд, убор, форма, мундир,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > στολή
-
16 στολή
-ῆς + ἡ N 1 42-17-13-9-18=99 Gn 27,15; 35,2; 41,14.42; 45,22raiment, garment, clothing (often coll. sg. rendering בגדים) Gn 27,15στολὴν ἱματίων change of raiment Jgs 14,13*Ex 33,5 τὰς στολὰς (τῶν δοξῶν) ὑμῶν your garments-ך/מעלי for MT ך/עלי/מ off from you; *Is 9,4 στολήν vestment-אוןשׂ? אשׂנ? for MT סאון boot (Accad. loanword); *Ez 10,2 τὴν στολήν garment-בגדים? for MT בדים linen; *Jb 30,13 μου τὴν στολήν my garment-מעילי for MT יעילו יעל they profitsee περιβολήCf. GOODING 1959 89-91(Ex 39,13); HARL 1986a, 69.309; LE BOULLUEC 1989 281.300.330; WEVERS1990 444-445. 581.645; 1993 425; →LSJ Suppl(Ex 33,5); SCHLEUSNER (Is 9,4); TWNT -
17 στολή
[столи] ουσ θ наряд, убор, форма, мундир. -
18 στολή
II equipment in clothes, raiment, ib. 192; σχῆμα Ἑλλάδος ς. S.Ph. 224, cf. E.Heracl. 130;ἱππάδα στολὴν ἐνεσταλμένοι Hdt.1.80
;σ. ἱππική Ar.Ec. 846
;Σκυθική Hdt.4.78
; ;Μηδική X.Cyr.8.1.40
; , cf. 92; ;στολὴν ἔχειν ἢν ἂμ βούληται SIG1003.14
(Priene, ii B.C.): metaph. of birds,σ. πτερῶν Ach.Tat.1.15
. -
19 στολή
1) uniforme2) unitaire -
20 στολή
1) jednolity przym.2) mundur (m) rzecz.3) mundurek (m) rzecz.4) równomierny przym.
См. также в других словарях:
στολή — equipment fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στολή — η, ΝΜΑ, και αιολ. τ. σπολά Α 1. ενδυμασία, ένδυμα, φορεσιά 2. (ειδικά) ομοιόμορφη ή διακριτική ενδυμασία που φοριέται με μια ορισμένη ευκαιρία ή από όσους ανήκουν σε μια τάξη, σε μια οργάνωση ή σε ένα επάγγελμα ή κατάγονται από ορισμένη περιοχή ή … Dictionary of Greek
στολή — η 1. ενδυμασία: Οι στρατιώτες είναι υποχρεωμένοι να φορούν τη στολή τους και έξω από το στρατόπεδο. 2. στολίδι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
στολῇ — στολάζομαι array oneself in fut ind mp 2nd sg (doric) στολή equipment fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στολῆι — στολῇ , στολάζομαι array oneself in fut ind mp 2nd sg (doric) στολῇ , στολή equipment fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στολαῖς — στολή equipment fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στολαῖσι — στολή equipment fem dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στολαί — στολή equipment fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στολᾶς — στολή equipment fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στολῆς — στολή equipment fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στολήν — στολή equipment fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)