Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ἱματισμός

См. также в других словарях:

  • ἱματισμός — clothing masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ιματισμός — ο (ΑΜ ἱματισμός) [ιματίζω] καθετί που χρησιμεύει για να ντύνεται ο άνθρωπος, ο ρουχισμός νεοελλ. στρ. το σύνολο τών στρατιωτικών ενδυμάτων που παρέχονται στον νεοσύλλεκτο …   Dictionary of Greek

  • ιματισμός — ο σύνολο ενδυμάτων, γενικά τα ρούχα: Πουλιούνται είδη γυναικείου ιματισμού …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἱματισμοῖς — ἱματισμός clothing masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἱματισμοί — ἱματισμός clothing masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἱματισμοῦ — ἱματισμός clothing masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἱματισμούς — ἱματισμός clothing masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἱματισμῶν — ἱματισμός clothing masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἱματισμῷ — ἱματισμός clothing masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἱματισμόν — ἱματισμός clothing masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • MARITUS — apud Hebraeos, uxori, sive virgo tempore sponsaliorum esset, sive vitiata, sive minor, sive proselyta, sive libertina, praeter amorem honoremque coniugalem, decem obligationum generibus tenebatur, quemadmodum ipsa vicissim illi quatuor, ut… …   Hofmann J. Lexicon universale

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»