-
1 ιματισμος
-
2 ιματισμός
-
3 ἱματισμός
-
4 ἱματισμός
-
5 ἱματισμός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἱματισμός
-
6 ἱματισμός
ἱματισμός, ὁ, Bekleidung -
7 ἱματισμός
ἱματισμός, οῦ, ὁ (s. prec. two entries; Theophr., Char. 23, 8; Polyb. 6, 15, 4; Diod S 17, 94, 2; Plut., Alex. 39, 10; SIG 999, 5; 1015, 36; PHib 54, 16 [c. 245 B.C.]; PTebt 381, 13; 384, 19; LXX; JosAs 2:7; Philo, Migr. Abr. 105) clothing, apparel Lk 9:29; J 19:24 (Ps 21:19); Ac 20:33; D 13:7; B 6:6 (Ps 21:19); Hs 9, 13, 3. ἱ. ἔνδοξος fine clothing Lk 7:25. ἱ. πολυτελής expensive apparel (Pel.—Leg. p. 4, 8; cp. Plut., Mor. 229a ἱμάτια πολυτελῆ) 1 Ti 2:9. ἱ. λαμπρότατος shining apparel Hv 1, 2, 2. White clothing (Aeneas Tact. 1488 ἱ. λευκός) Lk 9:29; Hs 8, 2, 3f.—DELG s.v. ἕννυμι. M-M. TW. -
8 ἱματισμός
{сущ., 6}одеяние, одежда, платье; обычно употр. о дорогой или качественной одежде.Ссылки: Мф. 27:35; Лк. 7:25; 9:29; Ин. 19:24; Деян. 20:33; 1Тим. 2:9.*▲ ключ.сл.Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > ἱματισμός
-
9 ιματισμός
{сущ., 6}одеяние, одежда, платье; обычно употр. о дорогой или качественной одежде.Ссылки: Мф. 27:35; Лк. 7:25; 9:29; Ин. 19:24; Деян. 20:33; 1Тим. 2:9.*▲ ключ.сл.Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > ιματισμός
-
10 ιματισμός
ο1) одежда, платье; гардероб; 2) обмундирование;εφοδιάζω με ιματισμό — снабжать обмундированием, обмундировывать
-
11 ἱματισμός
одеяние, одежда, платье; обычно употр. о дорогой или качественной одежде; син. ἱμάτιον, ποδήρης, στολή, χιτών, χλαμύς.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ἱματισμός
-
12 ἱματισμὸς
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ἱματισμὸς
-
13 ἱματισμός
-οῦ +ὁ N 2 5-9-6-5-7=32 Gn 24,53; Ex 3,22; 11,2; 12,35; 21,10clothing, apparel, raimentCf. LEE, J. 1983, 101; WEVERS 1990, 39 -
14 εξαστραπτω
-
15 одежда
1. (дорожная) το οδόστρωμα, η επένδυση, η κάλυψη 2. (совокупность предметов, которые надевают поверх белья) о ιματισμός, ο ρουχισμός, η ενδυμασία.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > одежда
-
16 вещь
вещ||ьж1. (предмет) τό πρᾶ[γ]μα, τό ἀντικείμενο[ν]·2. \вещьи мн. (имущество) τά πρά[γ]ματα/ οἱ ἀποσκευές (багаж)/ τά ρούχα (одежда):носильные \вещьи τά ἐνδύματα, τά φορέματα, τά ρούχα, ὁ ἱματισμός· теплые \вещьи τά ζεστά ρούχα·3. (пьеса, книга и т. п.) разг τό Εργο:хорошая \вещь (τό) καλό ἔργο· ◊ \вещь в себе филос. τό πράγμα καθ' ἐαυτό· удивительная \вещь! καταπληκτικό πράγμα! -
17 довольствие
дово́льстви||ес воен. τά ἐφόδια, οἱ προμήθειες:пищевое \довольствие ἡ τροφοδοσία, ὁ ἐπισιτισμός· вещевое \довольствие ὁ Ιματισμός, ὁ ρουχισμός· денежное \довольствие ἡ μισθοδοσία· находиться на \довольствиеи τροφοδοτούμαι, ἐφοδιάζομαι (ἀπό κάπου). -
18 платье
плать||ес1. собир. τό φόρεμα, ὁ Ιματισμός, ἡ ἐνδυμασία, ἡ περιβολή, τό Ενδυμα:магазин готового \платьея κατάστημα ἐτοίμων ἐνδυμάτων2. (женское) τό φουστάνι:шелковое \платье μεταξωτό φουστάνί вечернее \платье βραδυνή τουαλέτα -
19 ἱμάτιον
(верхняя) одежда, риза, платье, плащ, гиматий; платье, носившееся поверх хитона, состоявшее из длинного куска ткани, который перебрасывался через левое плечо и укреплялся над или под правым; син. ἱματισμός, ποδήρης, στολή, χιτών, χλαμύς.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ἱμάτιον
-
20 ποδήρης
спускающийся до пят; как сущ. подир (одежда, спускающаяся до пят); син. ἱμάτιον, ἱματισμός, στολή, χιτών, χλαμύς.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ποδήρης
См. также в других словарях:
ἱματισμός — clothing masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ιματισμός — ο (ΑΜ ἱματισμός) [ιματίζω] καθετί που χρησιμεύει για να ντύνεται ο άνθρωπος, ο ρουχισμός νεοελλ. στρ. το σύνολο τών στρατιωτικών ενδυμάτων που παρέχονται στον νεοσύλλεκτο … Dictionary of Greek
ιματισμός — ο σύνολο ενδυμάτων, γενικά τα ρούχα: Πουλιούνται είδη γυναικείου ιματισμού … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἱματισμοῖς — ἱματισμός clothing masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱματισμοί — ἱματισμός clothing masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱματισμοῦ — ἱματισμός clothing masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱματισμούς — ἱματισμός clothing masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱματισμῶν — ἱματισμός clothing masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱματισμῷ — ἱματισμός clothing masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱματισμόν — ἱματισμός clothing masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
MARITUS — apud Hebraeos, uxori, sive virgo tempore sponsaliorum esset, sive vitiata, sive minor, sive proselyta, sive libertina, praeter amorem honoremque coniugalem, decem obligationum generibus tenebatur, quemadmodum ipsa vicissim illi quatuor, ut… … Hofmann J. Lexicon universale