-
21 rarement
σπάνια -
22 málokdy
σπάνια -
23 vzácně
σπάνια -
24 zřídka
σπάνια -
25 zřídkakdy
σπάνια -
26 rarely
σπάνια -
27 seldom
σπάνια -
28 rzadko
σπάνια -
29 σπανίας
σπανίᾱς, σπάνιοςrare: fem acc plσπανίᾱς, σπάνιοςrare: fem gen sg (attic doric aeolic)σπανίᾱς, σπανίαfem acc plσπανίᾱς, σπανίαfem gen sg (attic doric aeolic) -
30 σπανίαι
σπανίᾱͅ, σπάνιοςrare: fem dat sg (attic doric aeolic)σπανίᾱͅ, σπανίαfem dat sg (attic doric aeolic) -
31 σπανίαν
σπανίᾱν, σπάνιοςrare: fem acc sg (attic doric aeolic)σπανίᾱν, σπανίαfem acc sg (attic doric aeolic) -
32 σπάνι'
σπάνια, σπάνιοςrare: neut nom /voc /acc plσπάνιε, σπάνιοςrare: masc voc sgσπάνιαι, σπάνιοςrare: fem nom /voc plσπάνιι, σπάνιςscarcity: fem dat sg (epic doric ionic aeolic)σπάνιε, σπάνιςscarcity: fem nom /voc /acc dual (epic doric ionic aeolic)σπάνιαι, σπανίαfem nom /voc pl -
33 распростереть
(σπάνια)•-стру, -стрёшь, παρλθ. χρ. распростёр, -ла, -ло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. распростёртый, βρ: -тёрт, -а, -о επιρ. μτχ. распростерев κ. распростерши
ρ.σ.μ.(γραπ. λόγος) ανοίγω διάπλατα• απλώνω•распростереть руки ανοίγω διάπλατα τα χέρια•
распростереть крылья απλώνω τις φτερούγες•
распростереть объятия ανοίγω διάπλατα την αγκαλιά.
|| (επ)εκτείνω, ξαπλώνω•распростереть своё влияние επεκτείνω την επίδραση (επιρροή) μου.
1. κατακλίνομαι, ξαπλώνω με ανοιχτά τα χέρια• εκτείνομαι, ξαπλώνομαι.2. επεκτείνομαι. -
34 редко
редконареч1. (не густо) ἀραιά [-ῶς]·2. (не часто) σπάνια, σπανίως:очень \редко πολύ σπάνια· она бывает у нас очень \редко (αυτή) μάς ἐπισκέπτεται πολύ σπάνια· ◊ \редко да метко погов. σπάνια ἀλλα πετυχημένα -
35 Πανια
-
36 σπανιακις
-
37 изредка
-
38 редко
-
39 редко
επίρ.σπάνια•его редко бывает дома αυτός σπάνια βρίσκεται στο σπίτι.
-
40 τέρμα
τέρμα, ατος, τό (cp. τέρμων ‘boundary’; Hom. et al.; GDI 711; PFay 217 βίου τέρμα; Sb 5829, 12; 3 Km 7:32; Wsd 12:27; SibOr 3, 756) a position on a limit of extent, end, limit, boundary (Hdt. 7, 54 ἐπὶ τέρμα τ. Εὐρώπης γίνεσθαι; Philostrat., Vi. Apoll. 5, 4; En 106:8; Philo, Mos. 1, 2 τὰ τ. γῆς τέρματα; Jos., Bell. 7, 284; Tat. 20, 2) τὸ τέρμα τῆς δύσεως the farthest limits of the west 1 Cl 5:7 (the var. interpretations of the expr. are dealt w. by Dubowy [s.v. Σπανία] 17–79). On the question of Paul’s journey to Spain s. lit. s.v. Σπανία.—DELG s.v. τέρμα A.
См. также в других словарях:
σπανία — σπανίᾱ , σπάνιος rare fem nom/voc/acc dual σπανίᾱ , σπάνιος rare fem nom/voc sg (attic doric aeolic) σπανίᾱ , σπανία fem nom/voc/acc dual σπανίᾱ , σπανία fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπανίᾳ — σπανίᾱͅ , σπάνιος rare fem dat sg (attic doric aeolic) σπανίᾱͅ , σπανία fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπανία — ἡ, Α [σπάνιος] σπανιότητα, σπάνις … Dictionary of Greek
σπάνια — σπάνιος rare neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπανίας — σπανίᾱς , σπάνιος rare fem acc pl σπανίᾱς , σπάνιος rare fem gen sg (attic doric aeolic) σπανίᾱς , σπανία fem acc pl σπανίᾱς , σπανία fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπανίαι — σπανίᾱͅ , σπάνιος rare fem dat sg (attic doric aeolic) σπανίᾱͅ , σπανία fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπανίαν — σπανίᾱν , σπάνιος rare fem acc sg (attic doric aeolic) σπανίᾱν , σπανία fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπάνι' — σπάνια , σπάνιος rare neut nom/voc/acc pl σπάνιε , σπάνιος rare masc voc sg σπάνιαι , σπάνιος rare fem nom/voc pl σπάνιι , σπάνις scarcity fem dat sg (epic doric ionic aeolic) σπάνιε , σπάνις scarcity fem nom/voc/acc dual (epic doric ionic… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοινούρωση — Σπάνια πάθηση οικιακών ζώων, που προκαλείται από το νυμφικό στάδιο του κεστώδους παρασίτου Taenia multiceps, γνωστού και ως κοίνουρος. Το παράσιτο αυτό προσβάλλει το κεντρικό νευρικό σύστημα και τα μάτια του ξενιστή του, προκαλώντας ένα εύρος… … Dictionary of Greek
κρυπτοκοκκίαση — Σπάνια χρόνια και διάχυτη νόσος, που προκαλείται από τον μύκητα Cryptococcus neoformans. Προκαλεί αναπνευστική λοίμωξη, η οποία μπορεί να περάσει απαρατήρητη μέχρι να προσβάλλει η νόσος το κεντρικό νευρικό σύστημα και να προκαλέσει μηνιγγίτιδα. * … Dictionary of Greek
αιμοχρωμάτωση — Σπάνια παθολογική κατάσταση κατά την οποία ο οργανισμός είναι υπερφορτωμένος με σίδηρο. Η υπερφόρτωση οφείλεται σε: α) μεγάλη αύξηση του ποσοστού του σιδήρου που προσλαμβάνεται από το πεπτικό σύστημα (πρωτοπαθής ή ιδιοπαθής α.), β) εναπόθεση του… … Dictionary of Greek