-
1 Σπανια
тж. Ἰσπανία ἥ Испания Plut. -
2 σπανια
I.ἥ редкость, недостаток, нехватка, скудость(τῶν ἀγαθῶν Eur.; τῶν τροφῶν Diod.)
II.adv. изредка, редко Plut. -
3 Σπανία
{собств., 2}Испания (недостаточность, дефицитность).Страна в Европе, целый полуостров южной Пиренеи (Рим. 15:24, 28).*Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > Σπανία
-
4 Σπανία
{собств., 2}Испания (недостаточность, дефицитность).Страна в Европе, целый полуостров южной Пиренеи (Рим. 15:24, 28).*Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > Σπανία
-
5 σπάνια
επίρρ. редко, нечасто -
6 Σπανία
Испания.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > Σπανία
-
7 σπάνια
[спаниа] εχίρ. редко,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > σπάνια
-
8 σπάνια
[спаниа] εχίρ редко. -
9 Πανια
-
10 σπανιακις
-
11 μέταλλο(ν)
το прям., перен. металл;έγχρωμα (σπάνια) μέταλλα — цветные (редкие) металлы;
πολύτιμα ( — или ευγενή) μέταλλο(ν) — благородные металлы;
έχει μέταλλο(ν) η φωνή του — у него чистый, звонкий голос (о певце)
-
12 μέταλλο(ν)
το прям., перен. металл;έγχρωμα (σπάνια) μέταλλα — цветные (редкие) металлы;
πολύτιμα ( — или ευγενή) μέταλλο(ν) — благородные металлы;
έχει μέταλλο(ν) η φωνή του — у него чистый, звонкий голос (о певце)
-
13 ομορφιά
η красота; прелесть;σπάνια ομορφιά — необыкновенная, редкая красота
-
14 περίπτωση
[-ις (-εως)] η случай (тж. мед.);πολύ ενδιαφέρουσα περίπτωση — очень интересный случай;
σπάνια περίπτωση — редкий случай;
δεν προβλέπεται περίπτωση πολέμου — возможность возникновения войны маловероятна;
§ σε περίπτωση πού... — или εν περίπτώσει... — в случае если..., на случай если...;
εν η περίπτώσει... — если случится;
εν πάση περίπτώσει — а) при всех случаях, в любом случае; — б) на всякий случай;
σε οποιαδήποτε περίπτωση — в любом случае;
σε τέτοια περίπτ, εν τοιαύτη περίπτώσει — в таком случае, в подобном случае;
σε περίπτωση εσχάτης ανάγκης — или εν περίπτώσει απολύτου ανάγκης — в случае крайней необходимости;
στην καλλίτερη (χειρότερη) περίπτωση — в лучшем (худшем) случае;
εν εναντία περίπτώσει — в противном случае;
σε καμιά περίπτωση — или εν ουδεμία περίπτώσει — ни в коем случае, ни при каких обстоятельствах
-
15 σπάνιος
-
16 4681
{собств., 2}Испания (недостаточность, дефицитность).Страна в Европе, целый полуостров южной Пиренеи (Рим. 15:24, 28).*Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > 4681
См. также в других словарях:
σπανία — σπανίᾱ , σπάνιος rare fem nom/voc/acc dual σπανίᾱ , σπάνιος rare fem nom/voc sg (attic doric aeolic) σπανίᾱ , σπανία fem nom/voc/acc dual σπανίᾱ , σπανία fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπανίᾳ — σπανίᾱͅ , σπάνιος rare fem dat sg (attic doric aeolic) σπανίᾱͅ , σπανία fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπανία — ἡ, Α [σπάνιος] σπανιότητα, σπάνις … Dictionary of Greek
σπάνια — σπάνιος rare neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπανίας — σπανίᾱς , σπάνιος rare fem acc pl σπανίᾱς , σπάνιος rare fem gen sg (attic doric aeolic) σπανίᾱς , σπανία fem acc pl σπανίᾱς , σπανία fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπανίαι — σπανίᾱͅ , σπάνιος rare fem dat sg (attic doric aeolic) σπανίᾱͅ , σπανία fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπανίαν — σπανίᾱν , σπάνιος rare fem acc sg (attic doric aeolic) σπανίᾱν , σπανία fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπάνι' — σπάνια , σπάνιος rare neut nom/voc/acc pl σπάνιε , σπάνιος rare masc voc sg σπάνιαι , σπάνιος rare fem nom/voc pl σπάνιι , σπάνις scarcity fem dat sg (epic doric ionic aeolic) σπάνιε , σπάνις scarcity fem nom/voc/acc dual (epic doric ionic… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοινούρωση — Σπάνια πάθηση οικιακών ζώων, που προκαλείται από το νυμφικό στάδιο του κεστώδους παρασίτου Taenia multiceps, γνωστού και ως κοίνουρος. Το παράσιτο αυτό προσβάλλει το κεντρικό νευρικό σύστημα και τα μάτια του ξενιστή του, προκαλώντας ένα εύρος… … Dictionary of Greek
κρυπτοκοκκίαση — Σπάνια χρόνια και διάχυτη νόσος, που προκαλείται από τον μύκητα Cryptococcus neoformans. Προκαλεί αναπνευστική λοίμωξη, η οποία μπορεί να περάσει απαρατήρητη μέχρι να προσβάλλει η νόσος το κεντρικό νευρικό σύστημα και να προκαλέσει μηνιγγίτιδα. * … Dictionary of Greek
αιμοχρωμάτωση — Σπάνια παθολογική κατάσταση κατά την οποία ο οργανισμός είναι υπερφορτωμένος με σίδηρο. Η υπερφόρτωση οφείλεται σε: α) μεγάλη αύξηση του ποσοστού του σιδήρου που προσλαμβάνεται από το πεπτικό σύστημα (πρωτοπαθής ή ιδιοπαθής α.), β) εναπόθεση του… … Dictionary of Greek