-
1 πανία
πανίᾱ, πανίαfem nom /voc /acc dualπανίᾱ, πανίαfem nom /voc sg (attic doric aeolic)πᾱνία, πηνίονto/neut nom /voc /acc pl (doric) -
2 πανία
-
3 Πανία
Πανίᾱ, Πάνιοςfem nom /voc /acc dualΠανίᾱ, Πάνιοςfem nom /voc sg (attic doric aeolic) -
4 πανία
-
5 Πανια
-
6 Πανιά
Πανιάςfem voc sg -
7 Πάνια
Πά̱νια, Πάνιονtemple of Pan: neut nom /voc /acc plΠάνιοςneut nom /voc /acc pl -
8 πανίας
πανίᾱς, πανίαfem acc plπανίᾱς, πανίαfem gen sg (attic doric aeolic) -
9 Πανίας
Πανίᾱς, Πάνιοςfem acc plΠανίᾱς, Πάνιοςfem gen sg (attic doric aeolic) -
10 πανίαν
πανίᾱν, πανίαfem acc sg (attic doric aeolic) -
11 Πανίαν
Πανίᾱν, Πάνιοςfem acc sg (attic doric aeolic) -
12 парус
парусм τό ἰστίον, τό πανί, τό καρα-βόπανο:идти под \парусами ἰστιοδρομῶ, πλέω μέ τά πανιἀ· поднимать \паруса σηκώνω (или ἀπλώνω) τά πανιά· спускать \паруса συστέλλω τά ίστία, μαϊνάρω τά πανιά· ◊ на всех \паруса́х разг ὁλοταχώς, κατεσπευσμένως [-α]. -
13 πανί
τό1) полотно; ткань;γίνομαι σαν το πανί — бледнеть;
2) тряпка;3) пелёнка; 4) парус;βάρκα με πανί — парусная лодка;
5) экран;§ κάνω ( — или σηκώνω) πανίά — отплывать, отчаливать;
σηκώνομαι στα πανίά — а) стоять под парусами, готовиться к отходу, отчаливанию; — б) перен. собираться уходить, отчаливать;
στέκομαι στα πανίά — быть в готовности, быть начеку;
μένω πανί με πανί — оставаться без грошо, оказываться на мели;
ενα πανί είναι όλοι τους — они из одного теста сдёланы, одного поля ягода
-
14 парус
-а, πλθ. -а α. ιστίο, πανί, άρμενο ιστιόπανο, καραβόπανο•идти под -ами αρμενίζω, ιστιοδρομώ, ιστιοπλοώ•
поднимать (поднять) -а σηκώνω πανιά (αποπλέω)•
поставить -έ βάζω πανιά•
убрать (свернуть) -а συμπτύσσω (μαζεύω) τα πανιά.
εκφρ.на всех -ах – με πλησιστια τη σημαία (ολοταχώς). -
15 ἠπανᾳ̃
ἠπανᾳ̃Grammatical information: v.Origin: XX [etym. unknown]Etymology: Prob. connected with πανία `πλησμονή'; so with metr. length. for *ἀ-πανία (WP. 2, 8)? (But cf. σπανία `lack, shortage'.) DELG objects how η- can reflect an α- privans. Not with Fick 2, 42 to πῆ-μα, πη-ρός or with Curtius to πένομαι (with prefixal ἠ- after Prellwitz Glotta 19, 126).Page in Frisk: 1,638Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ἠπανᾳ̃
-
16 πλῆσμα
-
17 πάνιον
-
18 πᾱνίον
πᾱνίον, τό, = πηνίον; τὰ τροχαῖα πανία, Leon. Tar. 8 (VI, 288).
-
19 крепить
1. (прочно прикреплять) στερεώνω 2. (устанавливать крепь) αρμόζω το στήριγμα 3. (укреплять) ενισχύω, δυναμώνω 4. мор.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > крепить
-
20 плыть
πλέω, (плавать) κολυμπώ. - баттерфляем κολυμπάω πεταλούδαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > плыть
См. также в других словарях:
πανία — πανίᾱ , πανία fem nom/voc/acc dual πανίᾱ , πανία fem nom/voc sg (attic doric aeolic) πᾱνία , πηνίον to/ neut nom/voc/acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πανία — Πανίᾱ , Πάνιος fem nom/voc/acc dual Πανίᾱ , Πάνιος fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πάνια — Το αρχαιότατο όνομα της Αρκαδίας της Πελοποννήσου. Το όνομα αυτό προέρχεται από εκείνο του θεού Πάνα. Π. λεγόταν και επίνειο της Κιλικίας στο Aλήιο πεδίο. Η θέση του δεν εξακριβώθηκε γιατί έχουν γίνει προσχώσεις στον θαλάσσιο χώρο. * * * τὰ, σπαν … Dictionary of Greek
πανία — Το αρχαιότατο όνομα της Αρκαδίας της Πελοποννήσου. Το όνομα αυτό προέρχεται από εκείνο του θεού Πάνα. Π. λεγόταν και επίνειο της Κιλικίας στο Aλήιο πεδίο. Η θέση του δεν εξακριβώθηκε γιατί έχουν γίνει προσχώσεις στον θαλάσσιο χώρο. * * * ἡ, Α… … Dictionary of Greek
Πανιά — Πανιάς fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πάνια — Πά̱νια , Πάνιον temple of Pan neut nom/voc/acc pl Πάνιος neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ιστία — Πανιά από φυσικό ή συνθετικό ύφασμα που εκμεταλλεύονται τον άνεμο ως κινητήρια δύναμη για τα ιστιοφόρα σκάφη. Η ωφέλιμη δύναμη για την πρόωση δίνεται από τη διαφορά πίεσης μεταξύ της εξωτερικής και της εσωτερικής πλευράς του ι. (φαινόμενο… … Dictionary of Greek
πανίας — πανίᾱς , πανία fem acc pl πανίᾱς , πανία fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πανίαν — πανίᾱν , πανία fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πανίας — Πανίᾱς , Πάνιος fem acc pl Πανίᾱς , Πάνιος fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πανίαν — Πανίᾱν , Πάνιος fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)