-
41 σπάνιος
σπάνιος, wie σπανός, selten, wenig, dürstig; μέρος, Eur. Alc. 477; ϑήρευμα, I. A. 1162, u. öfter; οὐδὲν ἐγίνετο πλοίων σπανιώτερον, Her. 8, 25; Thuc. 1, 33 u. öfter; τὸ γὰρ σπάνιον τίμιον, Plat. Euthyd. 304 b; οἴει τι σπανιώτερον εἶναι, ἤ –, Phaed. 90 a; ὁ νομοϑέτης σπανιώτατος ἐν ἀνϑρώποις γίγνεται, Crat. 389 a; oft bei Xen., z. B. σπάνιος ἰδεῖν Cyr. 7, 5, 46; γέρας, Antiphil. 8 (VI, 252); S. Emp. oft. – Adv. σπανίως, Xen. Ag. 9, 1; auch σπανίᾳ, Plat. Phaedr. 256 c.
-
42 металл
το μέταλλ/οнаплавлять - γεμίζω με -, ηλεκτροκολλώ με --тяжёлый - хим. βαρύ -чёрные - ы μαύρα - α, ευτελή - αРусско-греческий словарь научных и технических терминов > металл
-
43 случай
1. (событие, происшествие) το συμβάν, το περιστατικό, το γεγονόςаварийный - το ατύχημα, η αβαρία (ξεν.)единичный - η σπάνια/μοναδική περίπτωσηнесчастный - το δυστύχημα, το ατύχημα2. (обстоятельства) η πε-ρίπτωσ/η 3.(благоприятное стечение обстоятельств)η ευκαιρία, η ευνοϊκή συγκυρία 4. см. случайность.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > случай
-
44 элемент
1. (составная часть чего-л.) το στοιχείοτο μέροςτο τμήμαгальванический - γαλβανικό -, η γαλβανική στήληисходный физ. - αρχικό -2. (химический источник тока) το στοιχεί/ο, η κυψελίδα (παραγωγής ρεύματος) 3. (устройство, прибор) το όργανο, η συσκευή, το σώμαсветочувствительный - το φωτοκύτταρο.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > элемент
-
45 быть
быть 1) (существовать) είμαι, υπάρχω 2) (находиться) είμαι, βρίσκομαι· где вы* * *1) ( существовать) είμαι, υπάρχω2) ( находиться) είμαι, βρίσκομαιгде вы бы́ли? — πού είσαστε
3) ( иметься) έχω, υπάρχωу меня́ не́ было свобо́дного вре́мени — δεν είχα ελεύθερη ώρα
в библиоте́ке есть мно́го ре́дких книг — στη βιβλιοθήκη υπάρχουν πολλά σπάνια βιβλία
4) (в знач. связки)он был учи́телем — ήτανε δάσκαλος
••так и быть! — ας είναι!, έστω!
мо́жет быть — ίσως, πιθανό
бу́дьте (так) добры́... — έχετε την καλοσύνη…
бу́дьте здоро́вы! — γεια σας!
-
46 видеться
ви́де||ться1. βλέπομαι, συναντιέμαι:мы редко видимся βλεπόμαστε σπάνια· \видетьсяться с друзьями βλέπομαι, συναντιέμαι μέ τους φίλους·2. (представляться) βλέπω:ему уже видится близкая победа ήδη βλέπει γρήγορη τή νίκη·3. безл (во сне):мне виделось, что... είδα στον ὕπνο μου, ὀτι... -
47 гость
гост||ьм ὁ ξένος, ὁ φιλοξενούμενος, ὁ μουσαφίρης:незваный \гость ἀπρόσκλητος μουσαφίρης· почетный \гость ἐπίσημος ξένος· вы у нас редкий \гость σπάνια μας ἐπισκέπτεσθε· звать в \гостьи (προσ)καλὠ στό σπίτι μου· идти в \гостьи πηγαίνω ἐπίσκεψη· принимать \гостьей δέχομαι ἐπισκέπτες· быть в \гостьях φιλοξενούμαι, εἶμαι μουσαφίρης· ◊ в \гостьях хорошо, а дома лучше погоз. ^ σπίτι μου σπιτάκι μου καί σπιτοκαλυβάκι μου. -
48 единйчный
единй||чныйприл μοναδικός, σπάνιος:\единйчныйчный случай ἡ μοναδική (или ἡ σπάνια) περίπτωση. -
49 занятость
за́нят||остьж ἡ ἀπασχόληση [-ις]:из-за \занятостьости он редко бывает в театре ἐπειδή εἶναι πολύ ἀπασχολημένος σπάνια πηγαίνει στό θέατρο. -
50 одарить
одаритьсов, одарять несов1. (подарками) δωρίζω, γεμίζω δῶρα / μοιράζω δῶρα (многих):\одарить детей игру́шками δωρίζω παιχνιδάκια στά παιδιά·2. (качествами и т. ἡ.) προικίζω:природа одарила его́ редкими способностями ἡ φύση τόν ἐπροίκισε μέ σπάνια προτερήματα -
51 редкий
редк||ийприл1. (негустой) ἀραιός:\редкийие волосы τά ἀραιά μαλλιά·2. (редко встречающийся) σπάνιος, δυσεύρετος:\редкийне металлы τά σπάνια μέταλλα· крайне \редкий σπανιώτατος· \редкийой доброты σπανίας καλοσύνης· за \редкийим исключением μέ ἐλάχιστες ἐξαιρέσεις, ἐκτος ἀπό σπάνιες ἐξαιρέσεις. -
52 случай
случайм1. (событие, происшествие) τό συμβάν, τό περιστατικό[ν], τό γεγονός, ἡ περίπτωση:несчастный \случай τό δυστύχημα, τό ἀτύχημα· забавный \случай τό διασκεδαστικό συμβάν, τό ἀστείο περιστατικό· редкий \случай τό σπάνιο γεγονός, ἡ σπάνια περίπτωση· частный \случай τό συχνό φαινόμενο·2. (возможность) ἡ εὐκαιρία, ἡ περίσταση [-ις]:пользоваться \случайем χρησιμοποιώ τήν εὐκαιρία, δράττομαι τής εὐκαιρίας· если представится удобный \случай ἄν παρουσιαστεί εὐκαιρία, εὐκαιρίας δοθείσης·3. (обстоятельства) ἡ περίπτωση:в некоторых \случайях σέ μερικές περιπτώσεις· во всех \случайях σέ ὅλες τίς περιπτώσεις, σέ ὁποιαδήποτε περίπτωση· в подобном \случайе σέ τέτοια περίπτωση, ἐν τοιαύτη περιπτώσει· в противном \случайе στήν ἀντίθετη περίπτωση, ἐν ἐναντία περιπτώσει· во всяком \случайе πάντως, ἐν πάση περιπτώσει· в таком \случайе ἄμα εἶναι ἔτσι, ἐν τοιαύτη περιπτώσει· ни в ко́ем \случайе σέ καμμιά περίπτωση, ἐπ' ούδενί λογω· в \случайе если.., на \случай если... σέ περίπτωση πού..., ἐν περιπτώσει· в \случайе крайней необходимости σέ περίπτωση ἐσχατης ἀνάγκης, ἐν περιπτώσει ἀπολύτου ἀνάγκης· в крайнем \случайе στό κάτω κάτω τής γραφής· в лучшем (худшем) \случайе στήν καλλίτερη (χειρότερη) περίπτωση· по \случайю чего́-л. μέ τήν (или ἐπί τή) εὐκαιρία· по \случайю годовщины μέ τήν εὐκαι-ρία τής ἐπετείου· купить по \случайю ἀγοράζω σέ τιμή εὐκαιρίας· по счастливому \случайю ἀπό εὐτυχή σύμπτωση· от \случайя к \случайю πότε-πότε, στή χάση καί στή φέξη, ἀπό καιροῦ είς καιρόν на всякий \случай γιά κάθε (или διά πᾶν) ἐνδεχόμενο. -
53 чрезвычайно
чрезвычайноἐξαιρετικά [-ώς], ἔκτα-κτα [-ως]:\чрезвычайно редко ἐξαιρετικά σπάνια -
54 μέταλλο(ν)
το прям., перен. металл;έγχρωμα (σπάνια) μέταλλα — цветные (редкие) металлы;
πολύτιμα ( — или ευγενή) μέταλλο(ν) — благородные металлы;
έχει μέταλλο(ν) η φωνή του — у него чистый, звонкий голос (о певце)
-
55 μέταλλο(ν)
το прям., перен. металл;έγχρωμα (σπάνια) μέταλλα — цветные (редкие) металлы;
πολύτιμα ( — или ευγενή) μέταλλο(ν) — благородные металлы;
έχει μέταλλο(ν) η φωνή του — у него чистый, звонкий голос (о певце)
-
56 ομορφιά
η красота; прелесть;σπάνια ομορφιά — необыкновенная, редкая красота
-
57 περίπτωση
[-ις (-εως)] η случай (тж. мед.);πολύ ενδιαφέρουσα περίπτωση — очень интересный случай;
σπάνια περίπτωση — редкий случай;
δεν προβλέπεται περίπτωση πολέμου — возможность возникновения войны маловероятна;
§ σε περίπτωση πού... — или εν περίπτώσει... — в случае если..., на случай если...;
εν η περίπτώσει... — если случится;
εν πάση περίπτώσει — а) при всех случаях, в любом случае; — б) на всякий случай;
σε οποιαδήποτε περίπτωση — в любом случае;
σε τέτοια περίπτ, εν τοιαύτη περίπτώσει — в таком случае, в подобном случае;
σε περίπτωση εσχάτης ανάγκης — или εν περίπτώσει απολύτου ανάγκης — в случае крайней необходимости;
στην καλλίτερη (χειρότερη) περίπτωση — в лучшем (худшем) случае;
εν εναντία περίπτώσει — в противном случае;
σε καμιά περίπτωση — или εν ουδεμία περίπτώσει — ни в коем случае, ни при каких обстоятельствах
-
58 σπάνιος
-
59 σπανιών
-
60 σπανιῶν
См. также в других словарях:
σπανία — σπανίᾱ , σπάνιος rare fem nom/voc/acc dual σπανίᾱ , σπάνιος rare fem nom/voc sg (attic doric aeolic) σπανίᾱ , σπανία fem nom/voc/acc dual σπανίᾱ , σπανία fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπανίᾳ — σπανίᾱͅ , σπάνιος rare fem dat sg (attic doric aeolic) σπανίᾱͅ , σπανία fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπανία — ἡ, Α [σπάνιος] σπανιότητα, σπάνις … Dictionary of Greek
σπάνια — σπάνιος rare neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπανίας — σπανίᾱς , σπάνιος rare fem acc pl σπανίᾱς , σπάνιος rare fem gen sg (attic doric aeolic) σπανίᾱς , σπανία fem acc pl σπανίᾱς , σπανία fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπανίαι — σπανίᾱͅ , σπάνιος rare fem dat sg (attic doric aeolic) σπανίᾱͅ , σπανία fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπανίαν — σπανίᾱν , σπάνιος rare fem acc sg (attic doric aeolic) σπανίᾱν , σπανία fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπάνι' — σπάνια , σπάνιος rare neut nom/voc/acc pl σπάνιε , σπάνιος rare masc voc sg σπάνιαι , σπάνιος rare fem nom/voc pl σπάνιι , σπάνις scarcity fem dat sg (epic doric ionic aeolic) σπάνιε , σπάνις scarcity fem nom/voc/acc dual (epic doric ionic… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοινούρωση — Σπάνια πάθηση οικιακών ζώων, που προκαλείται από το νυμφικό στάδιο του κεστώδους παρασίτου Taenia multiceps, γνωστού και ως κοίνουρος. Το παράσιτο αυτό προσβάλλει το κεντρικό νευρικό σύστημα και τα μάτια του ξενιστή του, προκαλώντας ένα εύρος… … Dictionary of Greek
κρυπτοκοκκίαση — Σπάνια χρόνια και διάχυτη νόσος, που προκαλείται από τον μύκητα Cryptococcus neoformans. Προκαλεί αναπνευστική λοίμωξη, η οποία μπορεί να περάσει απαρατήρητη μέχρι να προσβάλλει η νόσος το κεντρικό νευρικό σύστημα και να προκαλέσει μηνιγγίτιδα. * … Dictionary of Greek
αιμοχρωμάτωση — Σπάνια παθολογική κατάσταση κατά την οποία ο οργανισμός είναι υπερφορτωμένος με σίδηρο. Η υπερφόρτωση οφείλεται σε: α) μεγάλη αύξηση του ποσοστού του σιδήρου που προσλαμβάνεται από το πεπτικό σύστημα (πρωτοπαθής ή ιδιοπαθής α.), β) εναπόθεση του… … Dictionary of Greek