Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

σπανια

  • 81 набегать

    ρ.δ.
    1. βλ. набежать.
    2. αφήνω Ιχνη, τορό.
    3. εκγυμνάζω, εξασκώ στο τρέξιμο.
    τρέχω πολύ. || κουράζομαι από το πολύ τρέξιμο.
    ρ.δ.
    1. βλ. набежать.
    2. κάνω επιδρομή, εισβάλλω, εισορμώ.
    3. επισκέπτομαι, σπάνια, και στα πεταχτά.
    4. διπλώνω, σουφρώνω (για ενδύματα).

    Большой русско-греческий словарь > набегать

  • 82 неупотребительный

    επ., βρ: -лен, -льна, -льно
    αχρησιμοποίητος• δύσχρηστος•

    ое слово σπάνια χρησιμοποιούμενη λέξη.

    Большой русско-греческий словарь > неупотребительный

  • 83 одарить

    ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. одаренный, βρ: -рен, -рена, -рено.
    1. δωρίζω, χαρίζω•

    одарить всех друзей δίνω δώρα σ όλους τους φίλους.

    2. μτφ. προικίζω•

    природа -ла его редкими способностями η φύση τον προίκισε με σπάνια χαρίσματα ή ικανότητες.

    Большой русско-греческий словарь > одарить

  • 84 отбить

    отобью, отобьшь, προστκ. отбей; ρ.σ.μ.
    1. αποσπώ χτυπώντας, θραύω, σπάζω•

    он -ил руку у статуи αυτός έσπασε το χέρι του αγάλματος.

    2. αποκρούω•

    отбить мяч рукой αποκρούω το τόπι με το χέρι•

    отбить нападение αποκρούω επίθεση•

    отбить неприятеля αποκρούω τον εχθρό.

    3. αποσπώ βίαια• ξαναπαίρνω. || χωρίζω, αποχωρίζω (από το σύνολο).
    4. παίρνω, αποσπώ.
    5. εξαλείφω, διώχνω, αποβάλλω. || καταστρέφω, χαλνώ, κόβω•

    отбить настроение χαλνώ τη διάθεση•

    отбить охоту κόβω την όρεξη.

    || στερώ της επιθυμίας για κάτι•

    дожди -ли нас от всех работ οι βροχές μας σταμάτησαν απ όλες τις δουλειές.

    6. χτυπώ, σημειώνω, σημαίνω με χτύπους, κωδωνισμούς. || μεταδίδω•

    отбить телеграмму μεταδίνω τηλεγράφημα (χτυπώντας στη συσκευή).

    || βλάπτω, κο.υράζω, προξενώ πόνο χτυπώντας•

    отбить лндони πονούν οι παλάμες από την κρούση•

    отбить ноги κουράζω τα πόδια.

    7. ισιάζω, οξύνω με σφυρηλατήματα.
    8. (διαλκ.) ξεχωρίζω μετρώντας.
    9. χτυπώ γραμμή•

    отбить ниткой линию χτυπώ γραμμή με την κλωστή.

    10. σταματώ, παύω•

    часы -ли το ρολόγι σταμά-μάτησε (έπαυσε να χτυπά).

    1. σπάζω, θραύομαι με χτυπήματα.
    2. αποκρούω.
    (απλ.) απαλλάσσομαι, γλυτώνω.
    3. ξεκόβομαι, αποκόβομαι μένω πίσω•

    отбить от отряда ξεκόβομαι από το τμήμα•

    корова -лась от стада η αγελάδα ξεκόπηκε από το κοπάδι.

    4. ξεκόβω, παύω να ασχολούμαι, να κάνω κάτι.
    εκφρ.
    отбить от дома – ξεκόβω από το σπίτι (σπάνια πηγαίνω)•
    отбить от рук – ξεφεύγω από τα χέρια (την κηδεμονία).

    Большой русско-греческий словарь > отбить

  • 85 помело

    -а, πλθ. (σπάνια) поме/лья, -ьев ουδ.
    σκούπα σε σκουπόξυλο.

    Большой русско-греческий словарь > помело

  • 86 потроха

    -ов πλθ. (ενκ. σπάνια потрох -а α.)
    εντόσθια, σπλάχνα•

    куриные потроха τα εντόσθια της κότας.

    εκφρ.
    выпустить -а – ξεκοιλιάζω (σκοτώνω)•
    со своими -ами – με όλα τα υπάρχοντα μου, με ό,τι έχω και δεν έχω.

    Большой русско-греческий словарь > потроха

  • 87 промеж

    πρόθ. με γεν. κ. (σπάνια) με οργν. (παλ. κ. απλ.)
    βλ. между.

    Большой русско-греческий словарь > промеж

  • 88 расколыхать

    -лышу, -лышешь κ. (σπάνια) -аю, -аешь
    ρ.σ.μ.
    1. βλ. колыхать.
    2. μτφ. ταράσσω, διεγείρω, κινώ.
    1. ταράσσομαι, κινούμαι• σαλεύω• φουρτουνιάζω•

    море -шется η θάλασσα αρχίζει να φουρτουνιάζει.

    2. αναταράσσομαι• ανακατεύομαι• κινούμαι κυματοειδώς•

    массы -лись οι μάζες αναταράχτηκαν.

    Большой русско-греческий словарь > расколыхать

  • 89 редкий

    επ., βρ: -док, -дка, -дко; συγκρ. β. реже, υπερθ. β. редчайший.
    1. αραιός•

    -ие зубы αραιά δόντια•

    -ие волосы αραιά μαλλιά•

    -ая ткань αραιό ύφασμα.

    2. σπάνιος-редкийое явление σπάνιο φαινόμενο•

    редкий случай σπάνια περ•ίπτωση.

    3. δυσεύρητος•

    -ая книга σπάνιο βιβλίο•

    крайне редкий σπανιότατος.

    4. εξαιρετικός•

    женщина -ой красоты γυναίκα εξαιρετικής (σπάνιας) ομορφιάς.

    Большой русско-греческий словарь > редкий

  • 90

    μόριο
    στο τέλος της λέξης σε ένδειξη τρυφερότητας, αβρότητας, σεβασμού, δουλοπρέπειας και σπάνια ειρωνικά, αστεία• παλ. προέρχεται από το αρχικό γράμμα της λέξης•

    сударь στην κλητική πτώση και σημαίνει: κύριε•

    нет-с, это вам не пройдёт-с όχι,κύριε, αυτό δε θα σας περάσει.

    Большой русско-греческий словарь >

  • 91 словенцы

    -ев
    κ. (σπάνια)•

    словны, -вен πλθ.,

    βλ. словенец.

    Большой русско-греческий словарь > словенцы

  • 92 случай

    α.
    1. περίπτωση, περιστατικό, συμβάν•

    непредвиденный случай απρόβλεπτη περίπτωση•

    особенный случай ιδιαίτερη περίπτωση•

    в подобном -е σε τέτοια (παρόμοια) περίπτωση•

    в противном -е σε αντίθετη περίπτωση•

    как в настоящем -е όπως τώρα σ αυτή εδώ την περίπτωση•

    ни в коем -Θ σε καμιά περίπτωση•

    если представится случай αν παρουσιαστεί περίπτωση•

    на случай смерти σε περίπτωση θανάτου•

    -и из моей жизни περιστατικά από τη ζωή μου•

    редкий случай σπάνια περίπτωση.

    || κρούσμα•

    -заболевания κρούσμα ασθένειας•

    -и нарушения дисциплины κρούσματα απειθαρχίας.

    2. περίσταση• ευκαιρία•

    в донном -е στη δοσμένη περίσταση•

    в удобном -е στη κατάλληλη ευκαιρία•

    по -ю чего με την ευκαιρία του....

    3. βλ. случайность.
    εκφρ.
    в -е чего – σε περίπτωση που•
    на -е – α) σε περίπτωση, β) παλ. τυχαία•
    от -я к -ю – πότε-πότε, από καιρό σε καιρό, που και που, κάπου-κάπου•
    купить по -ю – αγοράζω σε τιμή ευκαιρίας•
    по -ю чего – λόγω, συνεπεία, ένεκα•
    при -е – α) σε ώρα ανάγκης, στην ανάγκη, β) σε μερικές περιπτώσεις, κάποτε, ενίοτε•
    в таком (этом) -е – σε τέτοια (αυτή) ή τη δοσμένη περίπτωση•
    в -е если – σε περίπτωση αν..., на первый случай για πρώτη φορά•
    быть в -е; попасть в -е – είμαι τυχερός, τυχαίνω σε ευνοϊκή κατάσταση.

    Большой русско-греческий словарь > случай

  • 93 σπάνιος

    σπᾰν-ιος, α, ον (also ος, ον Arist.HA 608b21, Thphr.Lap.3, Plb.4.16.3, etc.), of persons and things,
    A rare, scarce, scanty, Hdt.2.67, 5.29, etc.; σ. θήρευμα.. λαβεῖν a rare catch, E.IA 1162; of persons, rarely seen, aloof, δυσπρόσιτος, ἔσω τε κλῄθρων σπάνιος ib. 345 (troch.);

    σ. σεαυτὸν παρέχειν Pl.Euthphr.3d

    , cf. Plu.Crass.7; τῷ ὕδατι σ. χρώμενοι having a scanty supply of water, Th.7.4; in an Adv.sense, σπάνιος ἐπιφοιτᾷ he seldom visits, Hdt.2.73; so τοὺς σπανίους ἰδεῖν στρατηγούς seldom seen, X.Cyr.7.5.46, cf. Pl.Lg. 953c;

    σπάνιοι περιπεπλεύκασι Str.15.1.4

    ; σπάνιόν ἐστι, c. inf., it is seldom that.., X.Cyr.1.3.3, Isoc.10.13; opp. ῥᾴδιον, Archyt.3; σπάνιον εἴ τις.. it is rare for one to.., Str.7.3.4: τὸ ς. Aeschin.3.180, Arist.Mete. 372a23;

    ὁ ταὧς διὰ τὸ σ. θαυμάζεται Eub.114

    .
    II [comp] Comp.

    σπανιώτερος Hdt.8.25

    , Th. 1.33, etc.: [comp] Sup.

    - ώτατος Id.7.68

    , Lyr.Adesp.138.1, Pl.Cra. 389a, etc.
    III Adv. - ίως seldom, X.Ages.9.1, Arist.HA 488b6, Plb.2.15.6 (so

    σπάνιον Str.3.5.1

    , Plu.Cic.8, etc., but σπανίᾳ is Adj. in Pl. Phdr. 256c, and σπάνιον in Arist.Mete. 372a14): [comp] Comp.

    - ιώτερον Th.1.23

    ;

    - ιαίτερον Thphr.HP3.7.5

    codd.—Rare in Poets, as Ion Eleg. 3.4.

    Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σπάνιος

  • 94 ἠπανᾳ̃

    ἠπανᾳ̃
    Grammatical information: v.
    Derivatives: Further ἠπανία ἀπορία, σπάνις, ἀμηχανία H., EM 433, 17; coni. in AP 5, 238.
    Origin: XX [etym. unknown]
    Etymology: Prob. connected with πανία `πλησμονή'; so with metr. length. for *ἀ-πανία (WP. 2, 8)? (But cf. σπανία `lack, shortage'.) DELG objects how η- can reflect an α- privans. Not with Fick 2, 42 to πῆ-μα, πη-ρός or with Curtius to πένομαι (with prefixal ἠ- after Prellwitz Glotta 19, 126).
    Page in Frisk: 1,638

    Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ἠπανᾳ̃

  • 95 σπάνις

    σπάνις, - εως
    Grammatical information: f.
    Meaning: `rarity, scarcity' (IA.).
    Other forms: Ion. dat. .
    Derivatives: 1. σπάνιος `rare, scarce' (IA.); in compp. for it σπανο-, e.g. σπανο-σιτ-ία f. `lack of grain, provision' (X., Arist., inscr. a. o.; σπανι- σπάνις Delos IIIa); σπανο-πώγων, - ωνος `having a scarce growth of beard' (Ion Hist., pap.), shortened from this σπανός `id.', also `eunuch' (Ptol. a. o., Byz.; Fraenkel Μνήμ. χάριν 1, 100, E. Maass RhM 74, 432); σπανι-άκις `infrequent' (Luc. a. o.), - ότης f. = σπάνις (Isoc., Ph.), also σπανία `id.' (E. Rh. 245 [lyr.]; from σπάνιος or enlarged from σπάνις; Scheller Oxytonierung 38). 2. Verb σπανίζω, - ομαι, also w. ὑπο-, `to lack in smth., to lack, to be sparse, to be missing' (Pi., IA.) with σπαν-ιστός `meagre, sparse' (S. a.o.), - ιστικός `id.' (Vett. Val.); σπανίζω also factitive `to exhaust, to spend, to dispense' (LXX, pap., Ph. Byz.); backformed from the verb σπανόν τίμιον, πολλοῦ ἄξιόν ἐστιν H.
    Origin: PG [a word of Pre-Greek origin] (V)
    Etymology: Etymology doubted. Rather with νι-suffix to σπάω (Persson Beitr. 1, 397 n. 1 as supposition with Curtius 272) than with zero grade to πένομαι (s. Curtius a. O.; anl. σπ- gives problems). Diff. Solmsen Wortforsch. 157 (to Lat. pēnūria). -- Furnée 378, however, may be right in connecting ἠπανᾳ -νεῖ ἀπορεῖ, σπανίζει, ἀμηχανεῖ H, assuming a prothetic σ- and a prothetic α- lengthened to ἠ-. If so, the word is Pre-Greek.
    Page in Frisk: 2,756-757

    Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > σπάνις

  • 96 Παῦλος

    Παῦλος, ου, ὁ Paul, a Roman surname (never a praenomen), found in lit. (e.g. Diod S 14, 44, 1; 15, 76, 1), ins, pap; Mel., HE 4, 26, 3)
    Sergius Paulus s. Σέργιος.
    Paul, the apostle of Jesus Christ; fr. the beginning he bore the Israelite name Saul as well as the Graeco-Roman Paul (difft. e.g. HDessau, Her 45, 1910, 347–68 and EMeyer III 197; s. GHarrer, HTR 33, ’40, 19–33.—Σαούλ 2 and Σαῦλος), prob. born in Tarsus (s. Ταρσός), and perh. brought up there (but s. WvUnnik, Tarsus or Jerusalem, ’62), born a Roman citizen. He was educated in Mosaic tradition, but was not untouched by the syncretistic thought-world in which he lived. At first he was a zealous Pharisee and as such a vehement foe of Christians, but his perspective was changed by a vision of Jesus Christ (OKietzig, D. Bekehrg. d. Pls ’32; EPfaff, Die Bekehrg. d. hl. Pls in d. Exegese des 20. Jahrh. ’42; CBurchard, Der Dreizehnte Zeuge, ’70, 126 n. 278 [lit. since ’54]). Most prominent of the apostles to the nations/gentiles. As such he worked in Nabataean Arabia, Syria, and Cilicia, traveled through Cyprus, Asia Minor, Macedonia, and Greece, and planned a missionary journey via Italy to Spain (s. Σπανία). He was prevented fr. carrying out this plan (at least at this time) by his subsequent arrest in Jerusalem and the lawsuit connected w. it (NVeldhoen, Het Proces van den Ap. Pls 1924; ESpringer, D. Proz. des Ap. Pls: PJ 218, 1929, 182–96; HCadbury, Roman Law and the Trial of Paul: Beginn. I/5, ’33, 297–338). He reached Rome only as a prisoner (on the journey FDavies, St. Paul’s Voyage to Rome ’31), and was prob. executed there: Ac 9 and 13–28; Ro 1:1; 1 Cor 1:1, 12f; 3:4f, 22; 16:21; 2 Cor 1:1; 10:1; Gal 1:1; 5:2; Eph 1:1; 3:1; Phil 1:1; Col 1:1, 23; 4:18; 1 Th 1:1; 2:18; 2 Th 1:1; 3:17; 1 Ti 1:1; 2 Ti 1:1; Tit 1:1; Phlm 1, 9, 19; 2 Pt 3:15; Pol 9:1; (11:2, 3). AcPl Ant 13, 9 recto and 15 verso (= Aa I 237, 1f) and 66 times AcPl Ha, including once ὁ μακάριος Π. AcPl Ha 3, 27; the same 4 times in AcPlCor. ὁ μακάριος Π. ὁ ἀπόστολος 1 Cl 47:1. Π. ὁ ἡγιασμένος, ὁ μεμαρτυρημένος, ἀξιομακάριστος IEph 12:2. ὁ μακάριος καὶ ἔνδοξος Π. Pol 3:2. Mentioned w. Peter 1 Cl 5:5; IRo 4:3.—S. also ApcEsdr 5:22 p. 30, 24 Tdf.; with John ApcEsdr 1:19 p. 25, 13 Tdf.—CClemen, Paulus 1904, where the older lit. is given. Other lit. in RBultmann, TRu n.s. 6, ’34, 229–46; 8, ’36, 1–22; WLyons and MParvis, NT Literature 1943–45, ’48, 225–39; GBornkamm, RGG3 V, ’61, 189f; ABD s.v.—ADeissmann, Pls2 1925 (Eng. tr. WWilson 1926); EvDobschütz, Der Ap. Pls I 1926; LMurillo, Paulus 1926; KPieper, Pls., Seine missionarische Persönlichkeit u. Wirksamkeit2,3 1929; EBaumann, Der hl. Pls 1927; PFeine, Der Ap. Pls 1927; RLiechtenhan, Pls 1928; HLietzmann, Gesch. d. Alten Kirche I ’32, 102–31; JStewart, A Man in Christ ’36; CScott, St. Paul, the Man and the Teacher ’36; ANock, St. Paul ’38; TGlover, Paul of Tarsus ’38; CYver, S. Paul ’39; VGrÿnbech, Paulus ’40; WvLoewenich, Pls ’40; DRiddle, Paul, Man of Conflict ’40; EBuonaiuti, San Paolo ’41; JBover, San Pablo ’41; EAllo, Paul ’42; JKlausner, Fr. Jesus to Paul ’43; EGoodspeed, Paul ’47; JKnox, Chapters in a Life of Paul ’50; MDibelius, Paulus ’51; 2’56, with WKümmel (Eng. tr. FClarke ’53); EFascher, Pauly-W. Suppl. VIII 431–66, ’57.—FPrat, La théologie de S. Paul 1924f (Eng. tr. JStoddard ’57); CScott, Christianity Acc. to St. Paul 1928; OMoe, Apostolen Pls’ Forkyndelse og Laere 1928; AKristoffersen, Åpenbaringstanke og misjonsforkynnelse hos Pls, diss. Upps. ’38; RGuardini, Jes. Chr. I (in Paul) ’40; ChGuignebert, Le Christ ’43, 3 (Paulinisme).—A Schweitzer, D. Mystik des Ap. Pls 1930 (Eng. tr. WMontgomery ’31); MGoguel, La Mystique Paulin.: RHPhr 11, ’31, 185–210; MDibelius, Pls u. d. Mystik ’41; AFaux, L’ Orphisme et St. Paul: RHE 27, ’31, 245–92; 751–91; HWindisch, Pls u. Christus, E. bibl.-rel. gesch. Vergleich ’34.—EEidem, Det kristna Livet enligt Pls I 1927; MEnslin, The Ethics of Paul 1930; LMarshall, The Challenge of NT Ethics ’46; DWhiteley, The Theol. of St. Paul, ’64.—APuukko, Pls u. d. Judentum: Studia Orientalia 2, 1928, 1–86; HWindisch, Pls u. d. Judentum ’35; NMansson, Paul and the Jews ’47; WKnox, St. Paul and the Church of the Gentiles ’39.—ASteinmann, Z. Werdegang des Pls. Die Jugendzeit in Tarsus 1928; EBarnikol, D. vorchristl. u. früchristl. Zeit des Pls 1929; AOepke, Probleme d. vorchristl. Zeit des Pls: StKr 105, ’33, 387–424; GBornkamm, D. Ende des Gesetzes, Paulusstudien ’52.—WKümmel, Jes. u. Pls: ThBl 19, ’40, 209–31; ASchlatter, Jes. u. Pls ’40; WDavies, Paul and Rabbinic Judaism 4’80.—GRicciotti, Paul the Apostle (Eng. tr. AlZizzamia) ’53; JSevenster, Paul and Seneca, ’61; H-JSchoeps, Paulus ’59 (Engl. tr. HKnight, ’61); BMetzger, Index to Periodical Lit. on Paul ’60; Wv Loewenich, Paul: His Life and Works (transl. GHarris), ’60; WSchmithals, Paul and James (transl. DBarton), ’65; EGüttgemanns, D. Leidende Apostel, ’66; HBraun, Qumran u. d. NT ’66, 165–80; SPorter, The Paul of Acts ’99; additional lit. HBetz, ABD V 199–201.—LGPN I. M-M. EDNT. TW.

    Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία > Παῦλος

См. также в других словарях:

  • σπανία — σπανίᾱ , σπάνιος rare fem nom/voc/acc dual σπανίᾱ , σπάνιος rare fem nom/voc sg (attic doric aeolic) σπανίᾱ , σπανία fem nom/voc/acc dual σπανίᾱ , σπανία fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σπανίᾳ — σπανίᾱͅ , σπάνιος rare fem dat sg (attic doric aeolic) σπανίᾱͅ , σπανία fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σπανία — ἡ, Α [σπάνιος] σπανιότητα, σπάνις …   Dictionary of Greek

  • σπάνια — σπάνιος rare neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σπανίας — σπανίᾱς , σπάνιος rare fem acc pl σπανίᾱς , σπάνιος rare fem gen sg (attic doric aeolic) σπανίᾱς , σπανία fem acc pl σπανίᾱς , σπανία fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σπανίαι — σπανίᾱͅ , σπάνιος rare fem dat sg (attic doric aeolic) σπανίᾱͅ , σπανία fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σπανίαν — σπανίᾱν , σπάνιος rare fem acc sg (attic doric aeolic) σπανίᾱν , σπανία fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σπάνι' — σπάνια , σπάνιος rare neut nom/voc/acc pl σπάνιε , σπάνιος rare masc voc sg σπάνιαι , σπάνιος rare fem nom/voc pl σπάνιι , σπάνις scarcity fem dat sg (epic doric ionic aeolic) σπάνιε , σπάνις scarcity fem nom/voc/acc dual (epic doric ionic… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοινούρωση — Σπάνια πάθηση οικιακών ζώων, που προκαλείται από το νυμφικό στάδιο του κεστώδους παρασίτου Taenia multiceps, γνωστού και ως κοίνουρος. Το παράσιτο αυτό προσβάλλει το κεντρικό νευρικό σύστημα και τα μάτια του ξενιστή του, προκαλώντας ένα εύρος… …   Dictionary of Greek

  • κρυπτοκοκκίαση — Σπάνια χρόνια και διάχυτη νόσος, που προκαλείται από τον μύκητα Cryptococcus neoformans. Προκαλεί αναπνευστική λοίμωξη, η οποία μπορεί να περάσει απαρατήρητη μέχρι να προσβάλλει η νόσος το κεντρικό νευρικό σύστημα και να προκαλέσει μηνιγγίτιδα. * …   Dictionary of Greek

  • αιμοχρωμάτωση — Σπάνια παθολογική κατάσταση κατά την οποία ο οργανισμός είναι υπερφορτωμένος με σίδηρο. Η υπερφόρτωση οφείλεται σε: α) μεγάλη αύξηση του ποσοστού του σιδήρου που προσλαμβάνεται από το πεπτικό σύστημα (πρωτοπαθής ή ιδιοπαθής α.), β) εναπόθεση του… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»