-
1 σκληρός
[склирос] ас. твердый, жестокий, суровый, жестокий,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > σκληρός
-
2 жёсткий
-
3 жестокий
-
4 ожесточённый
ожесточённый σκληρός, άγριος, λυσσώδης- \ожесточённыйая борьба η σκληρή μάχη· \ожесточённый бой η λυσσώδης μάχη* * *σκληρός, άγριος, λυσσώδηςожесточённая борьба́ — η σκληρή μάχη
ожесточённый бой — η λυσσώδης μάχη
-
5 суровый
-
6 твёрдый
твёрдый 1) σκληρός 2) дерен. σταθερός; \твёрдыйе цены οι τιμές φιξ* * *1) σκληρός2) перен. σταθερόςтвёрдые це́ны — οι τιμές φιξ
-
7 жесткий
жестк||ийприл1. σκληρός, στερεός / ἀλύγιστος (негнущийся)Ι τραχύς (о коже)/ γλυφός (о воде):\жесткийое мясо τό σκληρό κρέας· \жесткийие волосы τά σκληρά μαλλιά·2. перен σκληρός, αὐστηρός (грубый, резкий)/ δριμύς (суровый):\жесткийие черты τά ἀδρά χαρακτηριστικά·3. перен (решительный, крутой) αὐστηρός:\жесткийие меры τά αὐστηρά μέτρα· \жесткий срок ἡ αὐστηρά καθορισμένη προθεσμία· ◊ \жесткий вагон ж.-д. βαγόνι τρίτης θέσεως. -
8 жестокий
жесток||ийприл1. σκληρός, ἄσπλα[γ]χνος, ὠμός:\жестокий человек ὁ ὠμός (или ὁ ἄσπλα[γ]χνος) ἀνθρωπο;·2. (очень сильный) σκληρός, σφοδρός, δριμύς:\жестокийая боль ὁ δυνατός πόνος· \жестокий мороз τό δριμύ ψβχος· \жестокийое сопротивление ἡ σφοδρή ἀντίσταση· \жестокийие бой οἱ σκληρές μάχες· \жестокийая необходимость ἡ ἀδυσώπητη ἀνάγκη. -
9 жёсткий
επ., βρ: -ток, -тка, -тко.1. σκληρός• τραχύς•жёсткий матрац σκληρό στρώμα•
-ие волосы σκληρά μαλλιά.
|| αλύγιστος,άκαμπτος. || στιφός. || δυσμάσητος (για κρέας).2. μτφ. αδρός, τραχύς• πικρός φαρμακερός•-ие черты лица αδρά χαρακτηριστικά του προσώπου•
жёсткий характер σκληρός χαρακτήρας•
-ие слова φαρμακερά λόγια.
|| δυνατός, σφοδρός•жёсткий мороз δριμύ ψύχος•
жёсткий ветер σφοδρός άνεμος.
|| κακόηχος, κακόφωνος.3. αυστηρός, απαρέγκλιτος•жёсткий график αυστηρό πρόγραμμα εργασίας•
жёсткий срок αμετάκλητη (ανέκλητη) προθεσμία•
-ие меры σκληρά μέτρα•
-ая позиция έμμονη (ανένδοτη) θέση.
εκφρ.жёсткий вагон – βαγόνι τρίτης θέσης•- ая вода – γλυφό νερό. -
10 затвердеть
-еетρ.σ.σκληραίνω, γίνομαι σκληρός•опухоль -ла ο όγκος έγινε σκληρός.
-
11 суровый
суровый 1επ.1. αυστηρός•суровый человек αυστηρός άνθρωπος•
-ые нравы αυστηρά έθιμα•
-ое воспитание αυστηρή διαπαιδαγώγηση•
суровый тон αυστηρός τόνος•
-ое воспитание спартанцев η αυστηρή διαπαιδαγώγηση των Σπαρτιατών•
суровый эя проверка αυστηρός έλεγχος•
-ая дисциплина αυστηρή πειθαρχία.
2. σκληρός, τραχύς•-ая борьба σκληρός αγώνας•
-ая жизнь σκληρή ζωή.
|| καταθλιπτικός• δυσάρεστος, απεχθής•-ые впечатления καταθλιπτικές εντυπώσεις•
-ая картина καταθλιπτική εικόνα.
3. δριμύς, βαρύς• αψύς•-ая зима βαρύς χειμώνας, βαρυχειμωνιά.
суровый 2επ.άγαρμπος, τραχύς• χοντροει-δής•-ое полотно χοντροειδές ύφασμα.
-
12 жёсткий
1. (не мягкий, твёрдый) σκληρός 2. (строгий) σκληρ/ός, αυστηρός- режим - όρος, η αυστηρή προδιαγραφή3. (ο конструкции) άκαμπτος.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > жёсткий
-
13 затвердевание
η σκλήρυνση, η στερεοποίηση-ть γίνομαι σκληρός, πήζωРусско-греческий словарь научных и технических терминов > затвердевание
-
14 крепкий
1. (сильный, твёрдый) σκληρός, γερός, δυνατός- ветер ο σφοδρός αέρας 2 (насыщенный) συμπυκνωμένος, πηχτόςβαρύς: - кофе ο βαρύς καφές.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > крепкий
-
15 пшеница
ο σίτος, το σιτάριРусско-греческий словарь научных и технических терминов > пшеница
-
16 склера
анат. (глазного яблока) о σκληρός χιτώνας (του οφθαλμού).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > склера
-
17 сталь
ο χάλυβ/ας, ο χάλυψ, разг. το ατσάλι (ξεν.)закалять - σκληρύνω το - α, βάφω το - αбыстрорежущая - ταχείας κοπής, ο ταχυχάλιψбулатная - см. дамасская -высоколегированная - υψηλά κραματομέ-νος -, το πλούσιο χαλυβόκραμαконвертерная - см. бессемеровская -конструкционная - των κατασκευών, δομικός -мартеновская - Σήμενς, - Μαρτέν της ανοικτής εστίαςмягкая - μαλακός -, ναυπηγίσιμος -нелегированная - κοινός -, ανθρακούχος -низколегированная - χαμηλά κραματομένος -, το πτωχό χαλυβόκραμαпростая - κοινός -, ανθρακούχος -профильная - σεμορφοδοκούς, ο μορφοχάλυβαςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > сталь
-
18 твёрдость
η σκληρότητ/αсклерометрическая - см. - по Шору твёрдыйστερεός, σκληρός.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > твёрдость
-
19 чугун
ο χυτοσίδηροςτο μαντέμιРусско-греческий словарь научных и технических терминов > чугун
-
20 деревянный
деревянн||ыйприл1. ξύλινος, ξυλένιος:\деревянныйые части τά ξύλινα ἐξαρτήματα·2. перен σκληρός, ἀκαμπτος, σάν ξύλο:\деревянныйое лицо́ πρόσωπο χωρίς ἐκφραση· ◊ \деревянныйое масло τό καντηλόλαδο.
См. также в других словарях:
σκληρός — hard masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκληρός — I Ορεινός οικισμός (89 κάτ., υψόμ. 900 μ.), στην επαρχία Τριφυλίας του νομού Μεσσηνίας. Είναι έδρα της ομώνυμης κοινότητας (23 τ. χλμ., 89 κάτ.). II Επώνυμο βυζαντινής οικογένειας. 1. Νικήτας. Πατρίκιος στα χρόνια του αυτοκράτορα Λέοντα ΣΤ’. Το… … Dictionary of Greek
σκληρός — ή, ό επίρρ. ά 1. αυτός που έχει συμπαγή σύσταση και δεν κάμπτεται ή δεν πιέζεται: Ο χάλυβας ανήκει στα σκληρά μέταλλα. 2. μτφ., άσπλαχνος, πολύ αυστηρός: Μου φέρθηκε πολύ σκληρά. – Ο λοχαγός του είναι πολύ σκληρός. 3. άκαμπτος, άτεγκτος: Είναι… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σκλήρος — I Ορεινός οικισμός (89 κάτ., υψόμ. 900 μ.), στην επαρχία Τριφυλίας του νομού Μεσσηνίας. Είναι έδρα της ομώνυμης κοινότητας (23 τ. χλμ., 89 κάτ.). II Επώνυμο βυζαντινής οικογένειας. 1. Νικήτας. Πατρίκιος στα χρόνια του αυτοκράτορα Λέοντα ΣΤ’. Το… … Dictionary of Greek
Σκληρός, Αθανάσιος — Λόγιος και γιατρός του 17ου αι. Καταγόταν από το Χάνδακα (Ηράκλειο) της Κρήτης και επονομαζόταν Πικρός και Πικρίδης. Σπούδασε ιατρική και φιλοσοφία στη Βενετία και στην Πάντοβα. Έζησε στην Κρήτη, στην πρώτη περίοδο του μεγάλου Τουρκοβενετικού… … Dictionary of Greek
Σκληρός, Γεώργιος — Ψευδώνυμο του γιατρού και κοινωνιολόγου Γ. Κωνσταντινίδη (Τραπεζούντα 1875 Αίγυπτος 1919). Ο Σ. σπούδασε ιατρική και βιολογία στην Ιένα της Γερμανίας, απ’ όπου πήγε στη Ρωσία. Εκεί, όπως φημολογείται, παρακολούθησε μαθήματα φιλολογίας. Από τη… … Dictionary of Greek
Πέτρος ο Σκληρός — (1334 – 1369). Βασιλιάς της Καστίλης. Γιος του Αλφόνσου IA΄ και της Μαρίας της Πορτογαλίας, έγινε βασιλιάς σε ηλικία 16 χρόνων και, τρία χρόνια αργότερα παντρεύτηκε τη Λευκή των Βουρβόνων, την οποία όμως εγκατάλειψε τρεις μέρες αργότερα για χάρη… … Dictionary of Greek
σκληρά — σκληρός hard neut nom/voc/acc pl σκληρά̱ , σκληρός hard fem nom/voc/acc dual σκληρά̱ , σκληρός hard fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκληρότερον — σκληρός hard adverbial comp σκληρός hard masc acc comp sg σκληρός hard neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκληροτάτων — σκληρός hard fem gen superl pl σκληρός hard masc/neut gen superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκληροτέραις — σκληρός hard fem dat comp pl σκληροτέρᾱͅς , σκληρός hard fem dat comp pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)