-
61 задубелый
επ. (απλ.) σκληρός, άκαμπτος(όπως το βαλανιδόξυλο). || μτφ. άπονος, άσπλαχνος. -
62 закаменеть
ρ.σ.1. απολιθώνομαι, πετρώνω, σκληραίνομαι• ξηραίνομαι•мыло -ло το σαπούνι ξηράθηκε (έγινε σαν πέτρα).
2. μτφ. γίνομαι σκληρός, ανάλγητος, άπονος. -
63 закоснелый
επ.παλαιός• ριζωμένος•-ая привычка παλαιά συνήθεια.
|| αδιόρθωτος, επίμονος, αμετατρεπτος, σκληρός. -
64 заматерелый
επ.1. ώριμος την ηλικία• ηλικιωμένος.2. παλιός, παλιωμένος. || αποστεωμένος, σκληρός• ριζωμένος, αδιόρθωτος. -
65 затверделый
επ.σκληρυμένος, σκληρός. -
66 затвердение
-я ουδ.σκλήρυνση, -ωση, -ωμα. || σκληρός όγκος του οργανισμού. -
67 зачерствелый
ел.1. ξηρός, μπαγιάτικος•хлеб μπαγιάτικο ψωμί.
2. μτφ. σκληρός, άπονος, ανάλγητος, αναίσθητος, πωρωμένος. -
68 зачерстветь
-ею, -ешь ρ.σ.1. ξηραίνομαι, μπαγιατεύω.2. μτφ. γίνομαι σκληρός, άπονος, αναίσθητος, παθαίνω πώρωση. -
69 звериный
επ.1. του θηρίου•-ые следы ίχνη θηρίου•
-ые когти νύχια θηρίου.
2. μτφ. σκληρός, θηριώδης, κτηνώδης•-ые инстинкты κτηνώδη ένστικτα•
-ая ненависть άγριο (θανάσιμο) μίσος.
|| υπέρμετρος, υπερβολικός•-ая тоска σπαραγμός.
εκφρ.звериный стиль (ή орнамент) – θήρεια γραφή. -
70 зверский
επ.1. βλ. звериный.2. θηριώδης, άγριος, σκληρός, θηριόψυχος, απάνθρωπος.3. υπερβολικός, πολύ δυνατός, γερός•зверский аппетит κυνορεξία•
-ая жара υπερβολική ζέστη.
-
71 инквизиторский
επ.1. ιεροεξεταστικός.2. μτφ. άσπλαχνος, αλύπητος• απηνής, σκληρός. -
72 инквизиционный
επ.1. της ιερής εξέτασης.2. μτφ. άσπλαχνος, αλύπητος• απηνής, σκληρός.. -
73 каменеть
ρ.δ.1. απολιθώνομαι, πετρώνω.2. σκληραίνω, ξυλιάζω.3. μτφ. γίνομαι άπονος, σκληρός, σκληρόκαρδος. -
74 кондовый
επ.1. (διαλκ.) ολιγόροζος και σκληρός (για ξυλεία).2. μτφ. παλαιός, αρχαίος. -
75 кремень
-мня α.1. πυρίτης λίθος, πυρόλιθος, τσακμακόπετρα.2. άνθρωπος άκαμπτου χαρακτήρα, σκληρός, πέτρα. || τσιγκούνης, σπαγκοραμμένος. -
76 кремнёвый
επ.1. του πυρόλιθου, πυρολιθικός, πυρτικός. || από πυρόλιθο. || με πυρόλιθο•-ая зажигалка αναπτήρας, το τσακμάκι.
2. μτφ. σκληρός, άκαμπτος, πέτρινος. -
77 кремнистый
επ.πετρώδης, λιθοσκεπής, γεμάτος πέτρες. || μτφ. σκληρός, άκαμπτος.επ.πυριτικός, του πυρίτιου•-ые соединения πυριτικές ενώσεις.
|| πυριτιούχος. -
78 крепкий
επ., βρ: -пок-πκό, -πκο.1. γερός, σκληρός•крепкий орех σκληρό καρύδι•
-ое дерево σκληρό ξύλο•
-ая ткань γερό ύφασμα•
организм γερός οργανισμός.
|| στερεός, στέρ-γιος, σταθερός, ακούνητος. || μτφ. σίγουρος• πιστός.2. δυνατός, ισχυρός•крепкий ветер σφοδρός άνεμος•
крепкий мороз δυνατό κρύο.
3. πηχτός, μεγάλης ποσότητας ή περιεκτικότητας•крепкий кофе βαρύς καφές•
крепкий раствор ισχυρό διάλυμα•
крепкий уксус δυνατό ξίδι•
крепкий табак βαρύς καπνός•
-ое вино δυνατό κρασί.
εκφρ.- ая дисциплина – γερή πειθαρχία•- ие напитки – οινοπνευματώδη ποτά•-ое слово ή словцо – υβριστική λέξη•- сон – βαθύς ύπνος•крепок на ухо – ο βαρόκοος. -
79 кровопийца
-ы α. κ. θ. αιμοβόρος, βδέλλα, σκληρός, άσπλαχνος άνθρωπος. -
80 крутой
επ., βρ: крут, крути, круто; круче.1. απότομος, απόκρημνος, κρημνώδης•берег κρημνώδης ακτή•
крутой подъм απότομος ανήφορος•
крутой спуск απότομος κατήφορος•
крутой поворот απότομη στροφή.
2. μτφ. αιφνίδιος, ξαφνικός•-ая перемена απότομη αλλαγή•
крутой поворот событий απότομη στροφή των γεγονότων.
3. (γΐ•α χαρακτήρα, άνθρωπο) σκαιός, τραχύς, βάναυσος, απότομος. || σκληρός, βαρύς•-ые меры σκληρά μέτρα•
-ые слова βαριά λόγια.
|| μτφ. δυνατός, ισχυρός•крутой мороз δυνατή παγωνιά•
крутой ветер σφοδρός άνεμος.
4. πηχτός, σφιχτός•-ая каша πηχτός χυλός•
-ое тесто σφιχτό ζυμάρι•
-ое яйцо σφιχτό βρασμένο) αυγό.
εκφρ.крутой кипяток – χοχλαστό νερό.
См. также в других словарях:
σκληρός — hard masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκληρός — I Ορεινός οικισμός (89 κάτ., υψόμ. 900 μ.), στην επαρχία Τριφυλίας του νομού Μεσσηνίας. Είναι έδρα της ομώνυμης κοινότητας (23 τ. χλμ., 89 κάτ.). II Επώνυμο βυζαντινής οικογένειας. 1. Νικήτας. Πατρίκιος στα χρόνια του αυτοκράτορα Λέοντα ΣΤ’. Το… … Dictionary of Greek
σκληρός — ή, ό επίρρ. ά 1. αυτός που έχει συμπαγή σύσταση και δεν κάμπτεται ή δεν πιέζεται: Ο χάλυβας ανήκει στα σκληρά μέταλλα. 2. μτφ., άσπλαχνος, πολύ αυστηρός: Μου φέρθηκε πολύ σκληρά. – Ο λοχαγός του είναι πολύ σκληρός. 3. άκαμπτος, άτεγκτος: Είναι… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σκλήρος — I Ορεινός οικισμός (89 κάτ., υψόμ. 900 μ.), στην επαρχία Τριφυλίας του νομού Μεσσηνίας. Είναι έδρα της ομώνυμης κοινότητας (23 τ. χλμ., 89 κάτ.). II Επώνυμο βυζαντινής οικογένειας. 1. Νικήτας. Πατρίκιος στα χρόνια του αυτοκράτορα Λέοντα ΣΤ’. Το… … Dictionary of Greek
Σκληρός, Αθανάσιος — Λόγιος και γιατρός του 17ου αι. Καταγόταν από το Χάνδακα (Ηράκλειο) της Κρήτης και επονομαζόταν Πικρός και Πικρίδης. Σπούδασε ιατρική και φιλοσοφία στη Βενετία και στην Πάντοβα. Έζησε στην Κρήτη, στην πρώτη περίοδο του μεγάλου Τουρκοβενετικού… … Dictionary of Greek
Σκληρός, Γεώργιος — Ψευδώνυμο του γιατρού και κοινωνιολόγου Γ. Κωνσταντινίδη (Τραπεζούντα 1875 Αίγυπτος 1919). Ο Σ. σπούδασε ιατρική και βιολογία στην Ιένα της Γερμανίας, απ’ όπου πήγε στη Ρωσία. Εκεί, όπως φημολογείται, παρακολούθησε μαθήματα φιλολογίας. Από τη… … Dictionary of Greek
Πέτρος ο Σκληρός — (1334 – 1369). Βασιλιάς της Καστίλης. Γιος του Αλφόνσου IA΄ και της Μαρίας της Πορτογαλίας, έγινε βασιλιάς σε ηλικία 16 χρόνων και, τρία χρόνια αργότερα παντρεύτηκε τη Λευκή των Βουρβόνων, την οποία όμως εγκατάλειψε τρεις μέρες αργότερα για χάρη… … Dictionary of Greek
σκληρά — σκληρός hard neut nom/voc/acc pl σκληρά̱ , σκληρός hard fem nom/voc/acc dual σκληρά̱ , σκληρός hard fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκληρότερον — σκληρός hard adverbial comp σκληρός hard masc acc comp sg σκληρός hard neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκληροτάτων — σκληρός hard fem gen superl pl σκληρός hard masc/neut gen superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκληροτέραις — σκληρός hard fem dat comp pl σκληροτέρᾱͅς , σκληρός hard fem dat comp pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)