-
21 жилистый
жи́лист||ыйприл1. τραγανός, σκληρός:\жилистыйое мясо τραγανό κρέας·2. (мускулистый) ξερακιανός. -
22 загрубелый
загрубе||лыйприл σκληρός, ροζιασμένος. -
23 затвердевать
затвердеватьнесов γίνομαι σκληρός. -
24 затверделый
затверде||лыйприл σκληρός. -
25 зачерстветь
зачерстветьсов1. (о хлебе и т. п.) ξεραίνομαι, μπαγιατεύω·2. перен γίνομαι σκληρός. -
26 каменеть
камен||етьнесов1. ἀπολιθώνομαι, πετ· ρώνω· 2· перен πετρώνω, μουδιάζω·3. (твердеть) γίνομαι σκληρός, σκληρύνομαι. -
27 каменный
каменн||ыйприл1. λίθινος, πέτρινος:\каменныйая кладка стр. ἡ λιθοδομή, τό χτίσιμο, ἡ τοιχοποιία· \каменныйая плита ἡ πέτρινη πλάκά2. перен (неподвижный, застывший) πέτρινος, ἀπολιθωμένος:\каменныйое лицо́ τό πρόσωπο σάν πέτρα·3. перен (бессердечный) σκληρός, ἀναίσθητος:\каменныйое сердце ὁ σκληρόκαρδος, ἡ σκληρή καρδιά· ◊ \каменныйая соль τό ὁρυχτό ἀλάτι, τό ὁρυκτό ἄλας· \каменный уголь τό πετροκάρβουνο, ὁ λιθάνθραξ· \каменный век археол. ἡ λιθίνη ἐποχή· \каменныйая болезнь ἡ λιθίαση [-ις]· \каменный мешок τό μπουντρούμι· как за \каменныйой стеной ἐν πλήρει ἀσφαλεία. -
28 недобрый
недобр||ыйприл1. κακός, ἄγριος, σκληρός / ἐχθρικός (враждебный):\недобрый взгляд τό ἄγριο βλέμμα· питать \недобрыйые чувства к кому́-л. αἰσθάνομαι ἐχθρα γιά κάποιον, κρατῶ κακία κάποιου·2. (плохой) κακός, δυσάρεστος, ἀσχημος:\недобрыйая весть ἡ δυσάρεστη είδηση· \недобрыйое предчувствие ἡ δυσάρεστη προαίσθηση· заслужить \недобрыйую славу ἀποκτῶ κακή φήμη· замышлять что-то \недобрыйое ἔχω κακές προθέσεις. -
29 неумолимый
неумолимыйприл ἀδυσώπητος, ἀμείλικτος, ἄκαμπτος, σκληρός:\неумолимый закон ὁ ἀδυσώπητος νόμος· \неумолимый человек ὁ ἄκαμπτος ἀνθρωπος. -
30 ожесточаться
ожесточ||а́тьсяγίνομαι σκληρός, ἐξαγριώνομαι, ἀγ-Ρΐεύω / ὁργίζομαι, μανιάζω (άμετ.) (озлобляться). -
31 ожесточенный
ожесточ||енный1. прич. от ожесточить·2. прил λυσσώδης, ἀγριος, σκληρός; \ожесточенныйенный бой ἡ λυσσώδης μάχη. -
32 очерствелый
очерстве||лыйприл σκληρός, σκληρό-καρδος, πεπωρωμένος, ἀναίσθητος. -
33 свирепый
свиреп||ыйприл1. (жестокий) θηριώδης, ἄγριος, σκληρός·2. (об эпидемии, буре и т. п.) ἄγριος, σφοδρός, βίαιος. -
34 твердокаменный
твердокаменныйприл перен ἀκαμπτος, ἀτράνταχτος, σκληρός σάν πέτρα -
35 твердый
тверд||ыйприл1. στερεός (в противоп. жидкому)/ σκληρός (в противоп. мягкому):\твердыйое тело τό στερεό σώμα·2. перен σταθερός:\твердыйый шаг τό σταθερό (или τό σίγουρο) βήμα· \твердыйая воля ἡ σταθερή θέληση· \твердыйое решение ἡ ὁριστική ἀπόφαση· \твердыйые цены οἱ σταθερές τιμές· \твердыйые знания οἱ γερές γνώσεις· он не тверд в греческом εἶναι ἀδύνατος στά ἐλληνικά·3. лингв.:\твердыйый согласный τα σκληρά σύμφωνα. -
36 черстветь
черстветьнесов1. (о хлебе) μπαγια-τεύω·2. перен γίνομαι σκληρός, παθαίνω πώρωση. -
37 черствый
черств||ыйприл1. μπαγιάτικος:\черствыйый хлеб τό μπαγιάτικο ψωμί·2. перен σκληρός, ἀναίσθητος:\черствыйый человек ὁ σκλη-ρόκαρδος, ὁ ἀναίσθητος. -
38 жёсткий
[ζόστκιϊ] επ. σκληρός, στερεός -
39 жестокий
[ζυστόκιϊ] επ. σκληρός -
40 жёсткий
[ζόστκιϊ]επ σκληρός, στερεός
См. также в других словарях:
σκληρός — hard masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκληρός — I Ορεινός οικισμός (89 κάτ., υψόμ. 900 μ.), στην επαρχία Τριφυλίας του νομού Μεσσηνίας. Είναι έδρα της ομώνυμης κοινότητας (23 τ. χλμ., 89 κάτ.). II Επώνυμο βυζαντινής οικογένειας. 1. Νικήτας. Πατρίκιος στα χρόνια του αυτοκράτορα Λέοντα ΣΤ’. Το… … Dictionary of Greek
σκληρός — ή, ό επίρρ. ά 1. αυτός που έχει συμπαγή σύσταση και δεν κάμπτεται ή δεν πιέζεται: Ο χάλυβας ανήκει στα σκληρά μέταλλα. 2. μτφ., άσπλαχνος, πολύ αυστηρός: Μου φέρθηκε πολύ σκληρά. – Ο λοχαγός του είναι πολύ σκληρός. 3. άκαμπτος, άτεγκτος: Είναι… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σκλήρος — I Ορεινός οικισμός (89 κάτ., υψόμ. 900 μ.), στην επαρχία Τριφυλίας του νομού Μεσσηνίας. Είναι έδρα της ομώνυμης κοινότητας (23 τ. χλμ., 89 κάτ.). II Επώνυμο βυζαντινής οικογένειας. 1. Νικήτας. Πατρίκιος στα χρόνια του αυτοκράτορα Λέοντα ΣΤ’. Το… … Dictionary of Greek
Σκληρός, Αθανάσιος — Λόγιος και γιατρός του 17ου αι. Καταγόταν από το Χάνδακα (Ηράκλειο) της Κρήτης και επονομαζόταν Πικρός και Πικρίδης. Σπούδασε ιατρική και φιλοσοφία στη Βενετία και στην Πάντοβα. Έζησε στην Κρήτη, στην πρώτη περίοδο του μεγάλου Τουρκοβενετικού… … Dictionary of Greek
Σκληρός, Γεώργιος — Ψευδώνυμο του γιατρού και κοινωνιολόγου Γ. Κωνσταντινίδη (Τραπεζούντα 1875 Αίγυπτος 1919). Ο Σ. σπούδασε ιατρική και βιολογία στην Ιένα της Γερμανίας, απ’ όπου πήγε στη Ρωσία. Εκεί, όπως φημολογείται, παρακολούθησε μαθήματα φιλολογίας. Από τη… … Dictionary of Greek
Πέτρος ο Σκληρός — (1334 – 1369). Βασιλιάς της Καστίλης. Γιος του Αλφόνσου IA΄ και της Μαρίας της Πορτογαλίας, έγινε βασιλιάς σε ηλικία 16 χρόνων και, τρία χρόνια αργότερα παντρεύτηκε τη Λευκή των Βουρβόνων, την οποία όμως εγκατάλειψε τρεις μέρες αργότερα για χάρη… … Dictionary of Greek
σκληρά — σκληρός hard neut nom/voc/acc pl σκληρά̱ , σκληρός hard fem nom/voc/acc dual σκληρά̱ , σκληρός hard fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκληρότερον — σκληρός hard adverbial comp σκληρός hard masc acc comp sg σκληρός hard neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκληροτάτων — σκληρός hard fem gen superl pl σκληρός hard masc/neut gen superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκληροτέραις — σκληρός hard fem dat comp pl σκληροτέρᾱͅς , σκληρός hard fem dat comp pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)