Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

σκληρός

  • 41 жестокий

    [ζυστόκιϊ] επ σκληρός

    Русско-эллинский словарь > жестокий

  • 42 барбос

    α.
    σκύλος της αυλής. || μτφ. κακός, απότομος, σκληρός, σκυλί.

    Большой русско-греческий словарь > барбос

  • 43 беспощадный

    επ., βρ: -ден, -дна, -дно
    αλύπητος, ανηλέητος, ανάλγητος, σκληρός, αμείλικτος, απηνής.

    Большой русско-греческий словарь > беспощадный

  • 44 бесчеловечный

    επ., βρ: -чен, -чна, -чно
    απάνθρωπος, σκληρός.

    Большой русско-греческий словарь > бесчеловечный

  • 45 бесчувственный

    επ., -вен, к. -венен, -венна, -венно
    1. αναίσθητος.
    2. μτφ. ανάλγητος, άπονος, σκληρός.

    Большой русско-греческий словарь > бесчувственный

  • 46 варвар

    α.
    1. Βάρβαρος.
    2. απολίτιστος, αμόρφωτος. || άνθρωπος βάναυσος, σκληρός, άγριος.

    Большой русско-греческий словарь > варвар

  • 47 варварский

    επ.
    1. βαρβαρικός.
    2. απολίτιστος. || σκληρός, άγριος, απάνθρωπος. || ακαλαίσθητος, άτεχνος, χοντροκομμένος.

    Большой русско-греческий словарь > варварский

  • 48 волчий

    -ья, -ье, επ.
    1. λυκίσιος, του λύκου•

    -ья шкура λυκίσιο δέρμα•

    -ья стая κοπάδι λύκων.

    2. μτφ. σκληρός, κακός, απάνθρωπος, θηριώδης• αρπαχτικός•

    -ьи законы σκληροί νόμοι.

    εκφρ.
    волчий аппетит – κυνορεξία, λίμα•
    - ья пасть – λυκόστομα•
    волчий билет ή паспорт – (στην τσαρική Ρωσία) ταυτότητα με υποσημείωση: αμφίβολος (κοινωνικών φρονημάτων)•
    - чья яма – α) λυκοπαγίδα με λάκκο» β) στρατ. τάφρος, ντάπια.

    Большой русско-греческий словарь > волчий

  • 49 грозный

    επ., βρ: -зен, -зна, -зно.
    1. τρομερός, φοβερός• τρομακτικός•

    -ое оружие τρομερό όπλο•

    грозный взгляд τρομαχτικό βλέμμα•

    -ые события φοβερά γεγονότα•

    грозный час τρομερή ώρα•

    -мститель τρομερός εκδικητής.

    2. (απλ.) σκληρός, αυστηρός•

    грозный муж αυστηρός σύζυγος.

    Большой русско-греческий словарь > грозный

  • 50 грубеть

    -ею, -еешь, ρ.δ.
    1. σκληραίνω, γίνομαι σκληρός, τραχύς•

    руки -ли τα χέρια σκλήρυναν.

    || γίνομαι τραχύς, άγαρμπος (για φωνή).
    2. βλ. грубить.

    Большой русско-греческий словарь > грубеть

  • 51 деревянистый

    επ., βρ: -ист, -а, -о.
    1. δε-ντροειδής• ξυλώδης.
    2. μτφ. σκληρός, άζουμος, στεγνός•

    -ое яблоко σκληρό (ξυλώδες) μήλο.

    Большой русско-греческий словарь > деревянистый

  • 52 дракон

    α.
    δράκος, δράκοντας. || μτφ. άσπλαχνος, σκληρός άνθρωπος. || δράκος ο ιπτάμενος, χλαμυδόσαυρος.

    Большой русско-греческий словарь > дракон

  • 53 драконовский

    επ.
    δρακόντειος, πολύ σκληρός•

    -ие меры δρακόντεια μέτρα•

    -ие законы δρακόντειοι νόμοι.

    Большой русско-греческий словарь > драконовский

  • 54 дублёный

    επ.
    1. βυρσοδεψημένος, κατεργασμένος, αργασμένος•

    -ая кожа κατεργασμένο δέρμα.

    2. σκληρός, ψημένος, καμένος (γυα δέρμα προσώπου κλπ.).

    Большой русско-греческий словарь > дублёный

  • 55 дубовый

    επ.
    1. δρύινος, βαλανιδένιος, δέντρινος•

    дубовый лист δρύϊνο. φύλλο•

    -ые двери δέντρινες πόρτες•

    -ая роща μικρός δρυμώνας.

    2. μτφ. άγαρπος, χοντροειδής, βαρύς, άχαρος, άξεστος, απολίτιστος. || κουτός, μωρός.
    3. μτφ. σκληρός, που δεν τρώγεται•

    -ые яблоки σκληρά μήλα.

    Большой русско-греческий словарь > дубовый

  • 56 жестокий

    επ., βρ: -ток, -а, -о; жесточайший.
    1. σκληρός, ανελέητος, άσπλαχνος, αλύπητος• απάνθρωπος•

    -ое обращение с пленными σκληρή μεταχείριση των αιχμαλώτων жестокий ροκ αδυσώπητη μοίρα.

    2. δυνατός, δριμύς•

    -ая обида κόλαφος, μεγάλη προσβολή•

    -ая стужа τσουχτερό κρύο•

    -ая зима βαρύς χειμώνας•

    жестокий ветер σφοδρός άνεμος.

    || αυστηρός•

    -ие законы αυστηροί νόμοι.

    || δεινός, επίμονος, ανένδοτος• σθεναρός•

    -ая борьба δεινός αγώνας•

    -ие бой σκληρές μάχες•

    -ое сопротивление σθεναρή αντίσταση.

    Большой русско-греческий словарь > жестокий

  • 57 живодёр

    α., -ка, -и θ. (απλ.).
    1. σφαγιαστής, χασάπης, γδάρτης.
    2. σκληρός, άσπλαχνος, ωμός, βάναυσος.

    Большой русско-греческий словарь > живодёр

  • 58 живой

    επ., βρ: жив, -а, -о.
    1. ζωντανός•

    он еще жив αυτός είναι ακόμα ζωντανός•

    -ая рыба ζωντανό ψάρι•

    пока, жив буду όσο θα είμαι ζωντανός•

    -ое существо ζωντανό πλάσμα•

    живой труп ζωντανό πτώμα•

    взять -ым πιάνω ζωντανό•

    похоронили -го τον έθαψαν ζωντανό.

    || (με σημ. ουσ.) άνθρωπος ζωντανός•

    остаться в -ых μένω ζωντανός, επιζώ.

    2. ζωικός, οργανικός•

    -ая природа ζωική φύση•

    -ая материя ζωική ύλη.

    || ζωηρός•

    живой взгляд ζωηρή ματιά, ζωηρό βλέμμα•

    живой интерес ζωηρό ενδιαφέρο•

    смех ζωηρό γέλιο•

    -ые глаза ζωηρά μάτια•

    -ые краски ζωηρά χρώματα•

    -ое воспоминание ζωηρή ανάμνηση.

    || ζωτικός, δραστήριος, ενεργητικός.
    3. πραγματικός, ζωντανός•

    живой пример ζωντανό παράδειγμα•

    4. εκφραστικός• σαφής•

    -ое повествование εκφραστική διήγηση.

    5. αξέχαστος, άσβεστος.
    εκφρ.
    живой вес – ζωντανό βάρος•
    - ая вода – το αθάνατο νερό•
    - ая изгородь – φράχτης με πράσινους θάμνους•
    - ые картины – ταμπλώ βιβάνживойая очередь προσωπική σειρά•
    живой портрет – ζωντανή προσωπογραφία•
    - ая рана – ανοιχτή πληγή•
    - ая связь – άμεση σύνδεση•
    - ая сила – ζωντανή δύναμη (ανθρώπων, ζώων), μη μηχανική•
    живой товар – δουλεμπόριο• σωματεμπόριο•
    живой ум – έξυπνος, εφευρετικός, ευφυής•
    - це цветы – φυσικά λουλούδια, όχι τεχνητά•
    -го места нет ή не остается – δεν μένει άθικτο (αβλαβές) μέρος•
    -ой рукой ή -ым духом ή -ым манером – πολύ γρήγορα• με ζωντάνια•
    на -ую руку – στα γρήγορα•
    ни -ой души – ούτε ψυχή, ούτε γατί•
    -ое место,παλ. πιασμένη θέση•
    задеть ή затронутьκ.τ.τ. за -ое συγκινώ, προκαλώ ζωηρή εντύπωση, κεντώ, θίγω•
    на -ую нитку – (ραπτ.) α) τρύπωμα. β) μτφ. τσαπατσουλιά, προχειρότητα•
    по -ому резать – σκληρός ακόμα και ατούς δικούς•
    жив-здоров ή жив и здоров – σώος και αβλαβής•
    ни жив ни мертв – μισοπεθαμένος (από φόβο)•
    живой язык – ζωντανή γλώσσα (η ομιλούμενη).

    Большой русско-греческий словарь > живой

  • 59 загрубелый

    επ.
    1. σκληρός• ροζασμένος, —ρικος.
    2. μτφ. ανάλγητος, άπονος• αναίσθητος.

    Большой русско-греческий словарь > загрубелый

  • 60 загрубеть

    ρ.σ. σκληραίνω, γίνομαι σκληρός•

    кожа -ла το δέρμα σκλήρυνε,

    μτφ. γίνομαι ανάλγητος, άπονος• αδιαφορώ.

    Большой русско-греческий словарь > загрубеть

См. также в других словарях:

  • σκληρός — hard masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκληρός — I Ορεινός οικισμός (89 κάτ., υψόμ. 900 μ.), στην επαρχία Τριφυλίας του νομού Μεσσηνίας. Είναι έδρα της ομώνυμης κοινότητας (23 τ. χλμ., 89 κάτ.). II Επώνυμο βυζαντινής οικογένειας. 1. Νικήτας. Πατρίκιος στα χρόνια του αυτοκράτορα Λέοντα ΣΤ’. Το… …   Dictionary of Greek

  • σκληρός — ή, ό επίρρ. ά 1. αυτός που έχει συμπαγή σύσταση και δεν κάμπτεται ή δεν πιέζεται: Ο χάλυβας ανήκει στα σκληρά μέταλλα. 2. μτφ., άσπλαχνος, πολύ αυστηρός: Μου φέρθηκε πολύ σκληρά. – Ο λοχαγός του είναι πολύ σκληρός. 3. άκαμπτος, άτεγκτος: Είναι… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σκλήρος — I Ορεινός οικισμός (89 κάτ., υψόμ. 900 μ.), στην επαρχία Τριφυλίας του νομού Μεσσηνίας. Είναι έδρα της ομώνυμης κοινότητας (23 τ. χλμ., 89 κάτ.). II Επώνυμο βυζαντινής οικογένειας. 1. Νικήτας. Πατρίκιος στα χρόνια του αυτοκράτορα Λέοντα ΣΤ’. Το… …   Dictionary of Greek

  • Σκληρός, Αθανάσιος — Λόγιος και γιατρός του 17ου αι. Καταγόταν από το Χάνδακα (Ηράκλειο) της Κρήτης και επονομαζόταν Πικρός και Πικρίδης. Σπούδασε ιατρική και φιλοσοφία στη Βενετία και στην Πάντοβα. Έζησε στην Κρήτη, στην πρώτη περίοδο του μεγάλου Τουρκοβενετικού… …   Dictionary of Greek

  • Σκληρός, Γεώργιος — Ψευδώνυμο του γιατρού και κοινωνιολόγου Γ. Κωνσταντινίδη (Τραπεζούντα 1875 Αίγυπτος 1919). Ο Σ. σπούδασε ιατρική και βιολογία στην Ιένα της Γερμανίας, απ’ όπου πήγε στη Ρωσία. Εκεί, όπως φημολογείται, παρακολούθησε μαθήματα φιλολογίας. Από τη… …   Dictionary of Greek

  • Πέτρος ο Σκληρός — (1334 – 1369). Βασιλιάς της Καστίλης. Γιος του Αλφόνσου IA΄ και της Μαρίας της Πορτογαλίας, έγινε βασιλιάς σε ηλικία 16 χρόνων και, τρία χρόνια αργότερα παντρεύτηκε τη Λευκή των Βουρβόνων, την οποία όμως εγκατάλειψε τρεις μέρες αργότερα για χάρη… …   Dictionary of Greek

  • σκληρά — σκληρός hard neut nom/voc/acc pl σκληρά̱ , σκληρός hard fem nom/voc/acc dual σκληρά̱ , σκληρός hard fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκληρότερον — σκληρός hard adverbial comp σκληρός hard masc acc comp sg σκληρός hard neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκληροτάτων — σκληρός hard fem gen superl pl σκληρός hard masc/neut gen superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκληροτέραις — σκληρός hard fem dat comp pl σκληροτέρᾱͅς , σκληρός hard fem dat comp pl (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»