-
81 лютый
κ. (απλ.) лютойεπ.θηριώδης, αιμοβόρος. || μτφ. σκληρός, άσπλαχνος, απάνθρωπος•лютый человек σκληρόκαρδος άνθρωπος.
|| δυνατός, ισχυρός•лютый мороз δριμύ ψύχος•
лютый голод λιμός.
|| αφοσιωμένος, δοσμένος ολόψυχα. -
82 мачеха
-и θ.η μητριά. || μτφ. κακός, απεχθής• σκληρός• εχθρικός. -
83 многотрудный
επ.-βρ ι-ден, -дна, -дно.1. παλ. κοπιώδης, δυσεπίτευκτος, δυσκολοκάμωτος.2. (γραπ. λόγος) δύσκολος, σκληρός, τραχύς•-ая жизнь τραχιά ζωή.
-
84 нёбо
-а ουδ.1. ουρανίσκος, υπερώα•тврдое нёбо ο σκληρός (μπροστ ινός) ουρανίσκος•
мягкое нёбо ο μαλακός (πισινός) ουρανίσκος η υπερώιο ιστίο.
2. (διαλκ.) θόλος ρωσικής θερμάστρας. -
85 немилосердный
επ. βρ: -ден, -дна, -дно.1. Χπαλ.) απηνής, σκληρός, άσπλαχνος, αλύπητος, ανελέητος.2. πολύ δυνατός- γερός• φοβερός, τρομερός•немилосердный мороз φοβερό κρύο•
-ая боль φρικτός πόνος.
-
86 неподатливый
επ., βρ: -лив, -а, -оσκληρός, τραχύς, δυσκολοδούλευτος•неподатливый камень δυ-σκολοδούλευτη πέτρα.
|| μτφ. ανένδοτος, άκαμπτος αδιάλλακτος, ισχυρόγνωμος. -
87 нетвёрдый
επ., βρ: -рд, -ерда, -рдо.1. (κυρλξ. κ. μτφ.) μη σκληρός• μαλακός•-ая почва μαλακό έδαφος•
нетвёрдый характер μαλακός χαρακτήρας.
2. ασταθής, ταλαντευόμενος, μη σταθερός•-ая походка ασταθές βάδισμα•
нетвёрдый почерк ασταθής γραφικός χαρακτήρας.
|| μη αποφασιστικός, διστακτικός, ενδοιαστικός•нетвёрдый ответ διστακτική απάντηση.
-
88 неумолимый
επ., -лим, -а, -оαδυσώπητος, σκληρός, αμείλικτος, ανιξελέαστος, απηνής. -
89 нехристь
-я α.1. παλ. ασυνείδητος, ασυναίσθητος μη χριστιανός, αλλόθρησκος, αλάδωτος.2. αντίχρηστος, κακός, σκληρός. -
90 огрубелый
επ.τραχύς, σκληρός. || μτφ. άξεστος, αγροίκος. || λίγο ευαίσθητος, ασυγκίνητος, αναίσθητος•-ое сердце σκληρή καρδιά.
-
91 одеревенелый
επ.αποξυλωμένος, -λιασμένος, (για φυτά). || μτφ. σκληρός, τραχύςαδιάφορος, ασυναίσθητος. -
92 ожесточённый
επ. από μτχ.σκληρός, αμείλικτος. || μτφ. λυσσώδης. || επίμονος, μανιώδης. -
93 ожесточить
ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. ожесточенный, βρ: -чен, -чена, -ченоαπο-σκληρύνω, κάνω σκληρόκαρδο. || αγριεύω, εξαγριώνω, εξοργίζω, μανιάζω εκτραχύνω.γίνομαι σκληρός εκτραχύνομαι• μανιάζω. -
94 окаменелый
επ.1. απολιθωμένος.2. μτφ. σκληρός, αλύπητος, άπονος, ανελέητος. || αδιάφορος, αναίσθητος. -
95 окаменеть
ρ.σ.1. βλ. каменеть.2. μτφ. γίνομαι σκληρός, άπονος, ανελέητος. || μτφ. απολιθώνομαι, παγώνω, μένω ξύλο, κόκκαλο, άναυδος. -
96 окостенелый
επ.1. αποστεωμένος.2. κοκκα-λιασμένος, ξυλιασμένος, άκαμπτος•окостенелый труп ξυλιασμένο πτώμα.
3. ξεπαγιασμένος, σκληρός από το κρύο.4. μτφ. μαραμένος, μαραζωμένος. -
97 окоченелый
επ.1. μαργωμένος, κοκκαλωμένος, ξυλιασμένος.2. (για πτώμα) σκληρός, άκαμπτος. -
98 окоченеть
-ею, -ешь ρ.σ.1. ξεπαγιάζω,αποξυλιάζω, κρουσταλλιάζω. || μτφ. (για φόβο, ταραχή κλπ.) τα χάνω, μένω εμβρόντητος, άναυδος, κόκκαλο παγώνω.2. (για πτώμα) γίνομαι άκαμπτος, σκληρός, ξυλιάζω. -
99 ослабеть
ρ.σ.1. εξασθενώ, αδυνατίζω, ατονώ•дочь не кушает, она совсем -ла η κόρη δεν τρώγει, αυτή τελείως (πάρα πολύ) αδυνάτισε•
моя память -ла η μνήμη μου εξασθένησε.
2. μειώνομαι, ελαττώνομαι, λιγοστεύω•ветер -л ο άνεμος αδυνάτισε (ξέπεσε).
|| γίνομαι λιγότερο αυστηρός, -σκληρός, -δριμύς.3. ξεσφίγγω, -ομαι, χαλαρώνομαι. -
100 отверделый
επ.σκληρός, σκληρυμένος•-ая земля σκληρό χώμα.
См. также в других словарях:
σκληρός — hard masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκληρός — I Ορεινός οικισμός (89 κάτ., υψόμ. 900 μ.), στην επαρχία Τριφυλίας του νομού Μεσσηνίας. Είναι έδρα της ομώνυμης κοινότητας (23 τ. χλμ., 89 κάτ.). II Επώνυμο βυζαντινής οικογένειας. 1. Νικήτας. Πατρίκιος στα χρόνια του αυτοκράτορα Λέοντα ΣΤ’. Το… … Dictionary of Greek
σκληρός — ή, ό επίρρ. ά 1. αυτός που έχει συμπαγή σύσταση και δεν κάμπτεται ή δεν πιέζεται: Ο χάλυβας ανήκει στα σκληρά μέταλλα. 2. μτφ., άσπλαχνος, πολύ αυστηρός: Μου φέρθηκε πολύ σκληρά. – Ο λοχαγός του είναι πολύ σκληρός. 3. άκαμπτος, άτεγκτος: Είναι… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σκλήρος — I Ορεινός οικισμός (89 κάτ., υψόμ. 900 μ.), στην επαρχία Τριφυλίας του νομού Μεσσηνίας. Είναι έδρα της ομώνυμης κοινότητας (23 τ. χλμ., 89 κάτ.). II Επώνυμο βυζαντινής οικογένειας. 1. Νικήτας. Πατρίκιος στα χρόνια του αυτοκράτορα Λέοντα ΣΤ’. Το… … Dictionary of Greek
Σκληρός, Αθανάσιος — Λόγιος και γιατρός του 17ου αι. Καταγόταν από το Χάνδακα (Ηράκλειο) της Κρήτης και επονομαζόταν Πικρός και Πικρίδης. Σπούδασε ιατρική και φιλοσοφία στη Βενετία και στην Πάντοβα. Έζησε στην Κρήτη, στην πρώτη περίοδο του μεγάλου Τουρκοβενετικού… … Dictionary of Greek
Σκληρός, Γεώργιος — Ψευδώνυμο του γιατρού και κοινωνιολόγου Γ. Κωνσταντινίδη (Τραπεζούντα 1875 Αίγυπτος 1919). Ο Σ. σπούδασε ιατρική και βιολογία στην Ιένα της Γερμανίας, απ’ όπου πήγε στη Ρωσία. Εκεί, όπως φημολογείται, παρακολούθησε μαθήματα φιλολογίας. Από τη… … Dictionary of Greek
Πέτρος ο Σκληρός — (1334 – 1369). Βασιλιάς της Καστίλης. Γιος του Αλφόνσου IA΄ και της Μαρίας της Πορτογαλίας, έγινε βασιλιάς σε ηλικία 16 χρόνων και, τρία χρόνια αργότερα παντρεύτηκε τη Λευκή των Βουρβόνων, την οποία όμως εγκατάλειψε τρεις μέρες αργότερα για χάρη… … Dictionary of Greek
σκληρά — σκληρός hard neut nom/voc/acc pl σκληρά̱ , σκληρός hard fem nom/voc/acc dual σκληρά̱ , σκληρός hard fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκληρότερον — σκληρός hard adverbial comp σκληρός hard masc acc comp sg σκληρός hard neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκληροτάτων — σκληρός hard fem gen superl pl σκληρός hard masc/neut gen superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκληροτέραις — σκληρός hard fem dat comp pl σκληροτέρᾱͅς , σκληρός hard fem dat comp pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)