Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

πρέσβεα

См. также в других словарях:

  • πρέσβεα — fem nom/voc sg πρέσβις ambassador fem acc sg πρέσβος object of reverence neut nom/voc/acc pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρέσβεα — ἡ, Α βλ. πρέσβα …   Dictionary of Greek

  • πρέσβα — και πρέσβεα και πρέσβεια, ἡ, Α (ως επικ. τ. θηλ. τού πρέσβυς) 1. σεβαστή, τιμημένη 2. ως κύριο όν. Πρέσβα α) (στην Ιλιάδα) προσωνυμία τής Ήρας β) (στην Οδύσσεια) προσωνυμία θνητής γ) προσωνυμία τής Δίκης. [ΕΤΥΜΟΛ. Επικοί τ. θηλ. τού πρέσβυς*… …   Dictionary of Greek

  • πρέσβη — ἡ, ΜΑ πρέσβα*. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. αντί πρέσβεα* για μετρ. λόγους] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»