-
1 πρεσβεία
πρεσβείᾱ, πρέσβειαfem nom /voc /acc dualπρεσβείᾱ, πρεσβείαage: fem nom /voc /acc dualπρεσβείᾱ, πρεσβείαage: fem nom /voc sg (attic doric aeolic)——————πρεσβείᾱͅ, πρέσβειαfem dat sg (attic doric aeolic)πρεσβείᾱͅ, πρεσβείαage: fem dat sg (attic doric aeolic) -
2 πρεσβεία
πρεσβεία, ἡ, 1) das Alter u. die auf dem höhern Alter beruhende Würde; κατὰ πρεσβείαν, nach dem Vorrechte der Erstgeburt, Aesch. Pers. 4; vgl. Plat. ἔτι ἐπέκεινα τῆς οὐσίας πρεσβείᾳ καὶ δυνάμει ὑπερέχοντος, Rep. XI, 509 b. – 2) Gesandtschaft, gew. die Gesandten selbst; Thuc. 4, 118; αἱ ἀπὸ τῆς Πελοποννήσου πρεσβεῖαι, 5, 27 u. öfter; Plat. κήρυξιν ἢ πρεσβείαις ἢ καί τισι ϑεωροῖς, Legg. XII, 950 d; πρεσβείαν πέμψαντες εἰς τὴν πόλιν, Rep. V, 422 d; Xen., Dem. u. Folgde. Auch allgemeiner, Botschaft.
-
3 πρεσβεια
ἥ1) старшинствоκατὰ πρεσβείαν Aesch., Arst. — по старшинству
2) достоинство, значительность3) посольство(πρεσβείαν πέμπειν Plat. и ἀποστέλλειν NT.)
-
4 πρεσβεία
πρεσβεία ταстаршинство, предстоятельство, предстояние:τα πρεσβεία χειροτονίας — предстоятельство в хиротонии, старшинство
Этим.см. πρεσβεύω -
5 πρεσβεία
-
6 πρεσβεῖα
-
7 πρέσβεια
πρέσβειαfem nom /voc sg -
8 πρεσβεία
πρεσβεία, ἡ, (1) das Alter u. die auf dem höheren Alter beruhende Würde; κατὰ πρεσβείαν, nach dem Vorrechte der Erstgeburt; (2) Gesandtschaft, gew. die Gesandten selbst; allgemeiner: Botschaft -
9 πρεσβεία
πρεσβεία, ας, ἡ (πρεσβεύω; Aeschyl. et al. in var. senses, incl. ‘embassy’ Aristoph., Pla.) abstract for concrete ambassador, ambassadors (Aristoph., X., Pla.+; ins, pap; Orig., C. Cels. 8, 6, 13) π. ἀποστέλλειν (SIG 412, 6 al. [index IV p. 526a]; cp. 2 Macc 4, 11; Philo, Leg. ad Gai. 239; Jos., Ant. 4, 296) Lk 14:32; 19:14. πρεσβεύειν θεοῦ πρεσβείαν travel as an ambassador of God IPhld 10:1 (πρεσβεύειν πρεσβείαν as Philo, Congr. Erud. Gr. 111).—DELG s.v. πρέσβυς. M-M. -
10 πρεσβείᾳ
Βλ. λ. πρεσβεία -
11 πρεσβεία
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > πρεσβεία
-
12 πρεσβεία
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > πρεσβεία
-
13 πρεσβεία
πρεσβ-εία, ἡ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πρεσβεία
-
14 πρεσβεία
η1) посольство (тж. здание); 2) посольство, депутация πρεσβεία2/2τα старшинство -
15 πρεσβεία
посольство.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > πρεσβεία
-
16 πρεσβεία
-ας + ἡ N 1 0-0-0-0-1=1 2 Mc 4,11embassy; τοῦ ποιησαμένου τὴν πρεσβείαν who went as ambassadorCf. SPICQ 1978a, 738-742 -
17 πρεσβεία
[прэзвиа] ουσ θ посольство, депутация. -
18 πρέσβεια
πρέσβ-ειᾰ, ἡ, = foreg., St.Byz.A s.v. Ἀγάμμεια.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πρέσβεια
-
19 πρεσβεία
1) ambassade2) légation -
20 πρεσβεία
ambasada (f) rzecz.
См. также в других словарях:
πρεσβεία — πρεσβείᾱ , πρέσβεια fem nom/voc/acc dual πρεσβείᾱ , πρεσβεία age fem nom/voc/acc dual πρεσβείᾱ , πρεσβεία age fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρεσβείᾳ — πρεσβείᾱͅ , πρέσβεια fem dat sg (attic doric aeolic) πρεσβείᾱͅ , πρεσβεία age fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρέσβεια — fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρεσβεία — η 1. αποστολή πρέσβεων. 2. διπλωματική υπηρεσία μιας χώρας σε ξένο κράτος καθώς και το οίκημα όπου στεγάζεται αυτή: Όλες οι πρεσβείες των διάφορων κρατών είναι στην Αθήνα. τα οι τιμές που απονέμονται στους γέροντες ή τους αρχαιότερους σε ένα… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πρέσβεια — ἡ, ΜΑ βλ. πρέσβα … Dictionary of Greek
πρεσβεία — ἡ, ΝΜΑ, και κρητ. τ. πρειγεία και πρειγηΐα και αργ. τ. πρεσγέα, ἁ, Α 1. αποστολή πρέσβεων, αντιπροσώπων για διαπραγμάτευση 2. οι πρέσβεις, οι αντιπρόσωποι 3. διαπραγμάτευση 4. εκκλ. μεσολάβηση («ταῑς πρεσβείαις τῆς Θεοτόκου, Σῶτερ, σῶσον ἡμᾱς»,… … Dictionary of Greek
πρεσβεῖα — πρεσβεῖον gift of honour neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρεσβείας — πρεσβείᾱς , πρέσβεια fem acc pl πρεσβείᾱς , πρέσβεια fem gen sg (attic doric aeolic) πρεσβείᾱς , πρεσβεία age fem acc pl πρεσβείᾱς , πρεσβεία age fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρεσβείαι — πρεσβείᾱͅ , πρέσβεια fem dat sg (attic doric aeolic) πρεσβείᾱͅ , πρεσβεία age fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρεσβειῶν — πρέσβεια fem gen pl πρεσβεία age fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρεσβείαις — πρέσβεια fem dat pl πρεσβεία age fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)