-
1 ανειρα
-
2 άνειρα
-
3 ἄνειρα
-
4 βωτι-άνειρα
βωτι-άνειρα, Männer-, Heldennährerin, Hom. einmal, Iliad. 1, 155 ἐν Φϑίῃ ἐριβώλακι βωτιανείρῃ; – χϑών H. h. Ap. 363; Ven. 266.
-
5 κῡδι-άνειρα
κῡδι-άνειρα, ἡ (das mascul. kommt nicht vor, vgl. βωτιάνειρα, ἀντιάνειρα), den Mann verherrlichend, dem Manne Ruhm bringend; häufiges Beiwort von μάχη, Il. 4, 225 u. sonst; einmal auch ἀγορή, 1, 490; Damaget. 3 (Plan. 1) nennt so auch Sparta, das von Männern verherrlichte, durch Männer berühmt gewordene.
-
6 ληϊ-άνειρα
ληϊ-άνειρα, ἡ, Männer erbeutend, Kypris, die da macht, daß die Männer sich in Frauen verlieben, Hesych.
-
7 ἀντι-άνειρα
ἀντι-άνειρα, einzeln stehendes fem., wie βωτιάνειρα, κυδιάνειρα, männergleich, ἴσανδρος, von ἀντί in der Bdtg b); zweimal bei Hom., Iliad. 3, 189 Ἀμαζόνες ἀντιάνειραι, 6, 186 Ἀμαζόνας ἀντιανείρας. S. Apollon. lex. Hom. 31, 16. 33, 19 Lehrs Aristarch. p. 120. – Coluth. 170 ἀντιάνειραν Ἀϑήνην; aber Pind. Ol. 12. 16 στάσις ἀντιάνειρα ein Bürgerkrieg, wo Mann gegen Mann steht.
-
8 ἐννε-άνειρα
ἐννε-άνειρα, Conj. für ἐννεάγηρα Arat. 1022, neun Menschenalter lebend. S. oben.
-
9 Δηϊάνειρα
Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > Δηϊάνειρα
-
10 ἀντιάνειρα
Grammatical information: f.Meaning: epithet of the Amazons (Il.) Further only Pi. Ol. 12, 16 στάσις ἀντιάνειρα `man against man'.Origin: GR [a formation built with Greek elements]Etymology: Cf κυδι-άνειρα, βωτι-άνειρα, from ἀντί and ἀνήρ, `a match for men' (cf. ἀντίθεος `godlike') often taken as `hostile to men'. On στάσις ἀντιάνειρα Snell Gnomon 10, 417, Sommer Nominalkomp. 171.Page in Frisk: 1,114Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ἀντιάνειρα
-
11 δήϊος
δήϊοςGrammatical information: adj.Meaning: `inimical, terrible', of πῦρ, also of πόλεμος, ἀνήρ (Il.), (cf. below); through false connection with δαῆναι `able, experienced' ( APl.).Dialectal forms: Dor. δάϊος, δᾳ̃οςDerivatives: δηϊοτής, - τῆτος f. (oxytonesis Schwyzer 528 n. 7) `battle, struggle, death' (Hom.); partly as if from δηϊόω (Trümpy Fachausdrücke 136ff.). Denomin. δηϊόω, δῃόω `slay, kill' (Il.), `destroy' (Ion.-Att.); isolated δηϊάασκον (A. R. 2, 142) after ep. - αασκ-. From it δηϊοῦσα surname of κώνειον "the killing" (Ps.-Dsc.; cf. Strömberg Pflanzennamen 64). - For δηϊόω Wackernagel Unt. 170f. prposes to read in the epic δηΐω (δήϊον for δῄουν Ε 452 etc.), as A. R. 3, 1374 and H. have δῄειν πολεμεῖν, φονεύειν which can be a denomin. of *δηΐς in Δηΐ-φοβος usw. (cf. Kretschmer Glotta 10, 49f.). - Among the PN in Δηϊ- note Δηϊ-άνειρα (S. etc.), formed after ἀντιάνειρα (s. v.), κυδι-άνειρα etc., with verbal reinterpretation of the first member: `killing the man'; cf. Sommer A. u. Sprw. 41.Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]Etymology: The frequent epic expression δήιον πῦρ (verse end) and πυρὸς δηίοιο (combined with θεσπιδαες πῦρ (Μ 177 etc.) suggests a meaning `burning' and connection with δαίω `burn'. The expressions (δ. πῦρ, πυρὸς δηίοιο) are metrically difficult. Ruijgh, Lingua 25, 1970, 318, observes that Myc. Daiqota (cf. Δηιθόντης) has no F, so it must have had an -h- (Dāhi-), which would show that the word is non-IE. There is no overall theory (see DELG). See Chantraine Gramm. hom. 1, 107, Leumann Hom. Wörter 129,.Page in Frisk: 1,377-378Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > δήϊος
-
12 ανειρω
-
13 αντιανειρα
-
14 βωτιανειρα
-
15 κυδιανειρα
-
16 ανείρας
-
17 ἀνείρας
-
18 κυδιάνειρα
A bringing men glory or renown, Homeric epith. of μάχη, Il.4.225, al.; once of the ἀγορή, 1.490; of Φύσις, Orph.H.10.5.II [voice] Pass., glorified by men, famous for men,Σπάρτα APl.1.1
(Damag.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κυδιάνειρα
-
19 ἀντιάνειρα
ἀντι-άνειρα ( ἀνήρ): only fem., nom. pl., matching men, of the Amazons. (Il.)A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ἀντιάνειρα
-
20 βωτιάνειρα
βωτι-άνειρα: nourishing heroes, Il. 1.155†.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > βωτιάνειρα
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ἄνειρα — ἀνείρω fasten on aor ind act 1st sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνείρας — ἀνείρᾱς , ἀνείρω fasten on aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ληιάνειρα — ληϊάνειρα (Α) (κατά τον Ησύχ.) «ἡ ποιοῡσα τοὺς ἄνδρας γυναικῶν ἐρᾱν». [ΕΤΥΜΟΛ. < ληΐς «λεία» + άνειρα (θηλ. τού ἀνήρ), πρβλ. βωτι άνειρα, κυδι άνειρα] … Dictionary of Greek
κυδιάνειρα — κυδιάνειρα, ἡ (Α) 1. (συν. για μάχη) αυτή με την οποία δοξάζονται οι άνδρες 2. (για πόλη) η φημισμένη για τους άνδρες της. [ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. τού τύπου τερψίμβροτος*. Η λ. εμφανίζει θ. κυδι (< κῦδος) + άνειρα (θηλ. τού ἀνήρ), πρβλ. βωτι άνειρα] … Dictionary of Greek
σωσιάνειρα — ἡ, Μ αυτή που σώζει τους ανθρώπους. [ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. τού τύπου τερψίμβροτος* < σῴζω* + άνειρα (< θ. ανερ τής λ. ἀνήρ, ἀνδρός, πρβλ. επικ. ονομ. πληθ. ἀνέρες), πρβλ. κυδι άνειρα] … Dictionary of Greek
-ιμος — κατάλ. επιθέτων τής Ελληνικής, επαυξημένη μορφή τής κατάλ. μος που σχηματίστηκε με απόσπαση τού ι , από το α σύνθ. λέξεων (λ. χ. κυδι άνειρα > κύδ ιμος). Στη συνέχεια η κατάλ. επεκτάθηκε αναλογικά και σχημάτισε επίθετα σε ιμος, κατά κανόνα,… … Dictionary of Greek
Οιδίπους — Μυθικός ήρωας του θηβαϊκού κύκλου. Οι γονείς του, ο βασιλιάς των Θηβών Λάιος και η βασίλισσα Ιοκάστη, μόλις γεννήθηκε τον παράδωσαν σε ένα βοσκό για να τον αφήσει στον Κιθαιρώνα να πεθάνει, επειδή το δελφικό μαντείο τους είχε προφητέψει πως το… … Dictionary of Greek
άνδρας — και άντρας, ο (Α ἀνήρ) 1. αρσενικός άνθρωπος (σ’ αντίθεση με τη γυναίκα) 2. ομόκλινος, σύζυγος 3. ανδρείος, γενναίος, παληκάρι 4. αυτός που μπήκε στην αντρική ηλικία, ενήλικος, ώριμος 5. στρατιώτης, οπλίτης 6. φρ. «κατ’ ἄνδρα», ένας ένας με τη… … Dictionary of Greek
βωτιάνειρα — βωτιάνειρα, η (Α) (για χώρα) αυτή που τρέφει άντρες, η λεβεντογέννα. [ΕΤΥΜΟΛ. < (θ.) βωτι (< βόσκω*), με εκτεταμένη βαθμίδα του θ. βο + άνειρα, θηλ. του ανήρ*. Η λ. βωτιάνειρα ανήκει στην κατηγορία των αρχαίων συνθέτων που, ακολουθώντας… … Dictionary of Greek
βόσκω — (AM βόσκω) Ι. 1. οδηγώ ζώα στη βοσκή και τα επιτηρώ 2. (για ζώα) τρώω χορτάρι, τρέφομαι 3. (γενικά) τρώω, τρέφομαι 4. διατρέφω, συντηρώ νεοελλ. 1. περιφέρομαι άσκοπα («πού βόσκεις;») 2. αφαιρούμαι, χαζεύω («πού βόσκει ο νους σου;») ΙΙ. βόσκομαι… … Dictionary of Greek
dens-1 — dens 1 English meaning: talent, force of mind; to learn Deutsche Übersetzung: “hohe Geisteskraft, weiser Ratschluß”; verbal: “lehren, lernen” Material: densos n.: O.Ind. dáṁsas n. “powerful wonder, wise feat” = Av. daŋhah “… … Proto-Indo-European etymological dictionary