-
1 αρετη
1) доблесть, храбрость, мужество(ἀνδρῶν Hom.; Θεμιστοκλέος Her.; ἀ. πολεμική Arst.)
2) превосходные качества, отличные свойства, сила, мощь(ποδῶν Hom.; ζῴου Plat.)
3) крепость, бодрость(σώματος Plat.)
; сила, острота(ὀφθαλμῶν καὴ ὤτων Plat.)
4) плодородие или пригодность(γῆς Her., Thuc., Plat.; πεδίων Polyb.)
5) красота, великолепие(σκεύους καὴ πράξεως Plat.)
; благородство, величие(γενναίων πόνων Eur.)
6) pl. славные деяния, подвиги(ἀρεταὰς ἀποδείκνυσθαι Her. или πράσσειν Pind.)
7) высокое мастерство, умение, искусство(κυβερνητική Plat.)
8) слава, честь(ἀθάνατον ἀρετέν ἔχειν Soph.)
9) заслуга(εἴς τινα Thuc. и περί τινα Xen.)
10) нравственное совершенство, добродетель(δικαιοσύνη καὴ ἀ. Plat.; ἀρεταὴ διανοητικαί Arst.)
-
2 αρετή
αρετή η1) добродетель, достоинство, нравственная чистота;ΦΡ.ο δρόμος της αρετής — путь добродетели, доброделания;2) женское имяЭтим.дргр. Этимология неизвестна. В Новом Завете слово употребляется в значении «нравственное совершенство», и в некоторых случаях относится к свойствам Бога:όπως τας αρετάς εξαγγείλητε του εκ σκότους υμάς καλέσαντος εις το θαυμαστόν αυτού φως (1 Πετρ.2, 9) — дабы возвещать совершенства Призвавшего вас из тьмы в чудный Свой Свет (1 Петр.2, 9)
-
3 ἀρετή
ἡ ἀρετή ['лучшее'] доблесть, превосходство; добродетель (ср. Филарет) -
4 ἀρετή
{сущ., 5}нравственное совершенство, превосходные качества, добродетель, благородство.Ссылки: Флп. 4:8; 1Пет. 2:9; 2Пет. 1:3, 5. LXX: 1935 ( דוֹה), 8416 (הָלּהִתְּ).*▲ ключ.сл.Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > ἀρετή
-
5 αρετή
{сущ., 5}нравственное совершенство, превосходные качества, добродетель, благородство.Ссылки: Флп. 4:8; 1Пет. 2:9; 2Пет. 1:3, 5. LXX: 1935 ( דוֹה), 8416 (הָלּהִתְּ).*▲ ключ.сл.Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > αρετή
-
6 ἀρετῇ
совершенствомдоброкачественности ἀρετὴΕλληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ἀρετῇ
-
7 ἀρετὴ
добродетельἀρετῇΕλληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ἀρετὴ
-
8 αρετή
η1) добродетель; достоинство, хорошее качество;έχει πολλές αρετές — у н,его много достоинств;
2) высокая нравственность, нравственная чистота -
9 ἀρετή
(нравственное) совершенство, превосходные качества, добродетель, благородство; LXX: (הוֹד), (תְּהִלָּה).Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ἀρετή
-
10 ἀρετή
добродетель, хорошие качества -
11 αρετή
[арэти] ουσ θ добродетель. -
12 Η πάστρα είναι αρετή
• Чистота – это добродетельИсточник: Собрание пословиц на greek-language.ru, 2012Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Η πάστρα είναι αρετή
-
13 αγωνιστικος
31) пригодный для состязаний(σώματος ἀρετή, δύναμις Arst.)
2) задорный, полемический(λόγοι Arst., Plut.)
3) склонный к спорам(τῶν σοφῶν τις Plat.)
-
14 αδεσποτος
-
15 αειρειτη
ἥ вечно текущая (слово, вымышл. для этимол. объяснения слова ἀρετή) Plat. Γςατωμ. 415 δ -
16 αθανατος
2 и 3(θᾰ) бессмертный, неумирающий, непреходящий, вечный(θεοί Hom., Hes.; αἰγίς, κακόν Hom.; χάρις Her.; ἀρετή Soph.; φλόξ Arph.; σοφία Isocr.)
ἀ. ἀνήρ Her. «бессмертный» ( солдат из числа οἱ ἀθάνατοι 2) -
17 ακαρπος
-
18 αληθης
дор. ἀλᾱθής 21) говорящий правду, правдивый(γυνή Hom.; κατήγορος Aesch., Plut.; κριτής Thuc.)
2) истинный, верный, подлинный, достоверный(λόγος Her.; πρόφασις Theocr.; φίλος Eur.; ἀρετή Plat.; μαρτυρία Plut.)
ἀρὰν ἀλαθῆ θεῖναι Aesch. — осуществить проклятье3) искренний(νόος Pind.)
-
19 ανδραποδωδης
-
20 ανυπερβλητος
См. также в других словарях:
ἁρετή — ἀρετή , ἀρετή goodness fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀρετῇ — Ἀρετή fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀρετή — fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρετή — goodness fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αρετή — Στην πορεία της φιλοσοφικής σκέψης η α. έχει λάβει διάφορες σημασίες. Κατά την ελληνική αρχαιότητα υποδήλωνε την ικανότητα για παραγωγή ωφέλιμου αποτελέσματος. Με την πρώτη αυτή σημασία, η α. είναι προϋπόθεση ευδαιμονίας. Φυσική επιτηδειότητα και … Dictionary of Greek
αρετή — η 1. ικανότητα, αξιοσύνη: Η κυριότερη αρετή ενός ηγέτη είναι να ξέρει να κατευθύνει. 2. προτέρημα, χάρισμα: Έχει μια σημαντική αρετή, είναι ειλικρινής. 3. ο σεβασμός των ηθικών κανόνων: Άνθρωπος με τέτοια αρετή δεν μπορεί να έχει κάνει αυτά που… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀρετῇ — ἀρετάω thrive pres subj mp 2nd sg (doric) ἀρετάω thrive pres ind mp 2nd sg (doric aeolic) ἀρετάω thrive pres subj act 3rd sg (doric) ἀρετάω thrive pres ind act 3rd sg (doric aeolic) ἀρετάω thrive pres subj mp 2nd sg (epic ionic) ἀρετάω thrive… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀρέτη — Ἀρέτας masc voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρέτη — ἀ̱ρέτη , ἀρετάω thrive imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) ἀρετάω thrive pres imperat act 2nd sg (doric) ἀ̱ρέτη , ἀρετάω thrive imperf ind act 3rd sg (epic doric ionic aeolic) ἀρετάω thrive pres imperat act 2nd sg (epic doric ionic aeolic)… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀρέτῃ — Ἀρέτας masc dat sg (attic epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κἀρετῇ — Ἀρετῇ , Ἀρετή fem dat sg (attic epic ionic) ἀρετῇ , ἀρετάω thrive pres subj mp 2nd sg (doric) ἀρετῇ , ἀρετάω thrive pres ind mp 2nd sg (doric aeolic) ἀρετῇ , ἀρετάω thrive pres subj act 3rd sg (doric) ἀρετῇ , ἀρετάω thrive pres ind act 3rd sg… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)