-
1 βουλευτικός
-
2 βουλευτικος
31) способный рассуждать, рассудительный Plat., Arst.2) касающийся государственного советаὅρκος β. Xen. — присяга будевтов;
νόμοι βουλευτικοί Dem. — положение о государственном совете;ἀρχέ βουλευτική Arst. — право заседать в совете -
3 συμβουλευτικη
-
4 αίρω
(αόρ. ήρα, μεσ. αόρ. ηράμην, παθ. αόρ. ήρθην) μετ.1) (высоко) поднимать; 2) снимать, устранять, убирать;αίρω τα εμπόδια — устранять препятствия;
3) отменять, отзывать, упразднять; прекращать, кончать;την πολιορκία — снимать блокаду;4) отнимать, лишать;ήρθη η βουλευτική του ασυλία его лишили парламентской неприкосновенности; η βουλή ήρε την εμπιστοσύνη της απ· την κυβέρνηση парламент выразил недоверие правительству -
5 αποζημίωση
[[-ις (-εως)] η1) возмещение (убытков, ущерба); компенсация; 2) вознаграждение; моральное удов- летворение;§ αποζημίωση πολεμική — контрибуция;
βουλευτική αποζημίωση — жалованье депутата;
οι αποζημίώσεις — репарации
-
6 ασυλία
η неприкосновенность, иммунитет;διπλωματική(βουλευτική) ασυλία — дипломатический (депутатский) иммунитет, дипломатическая (депутатская) неприкосновенность
-
7 έδρα
η1) сиденье; стул; кресло;έδρα του δικοστού — судейское кресло;
βουλευτική έδρα — депутатское место;
έδρα του προέδρου — председательское место;
2) кафедра (университетская);έδρα της Ιστορίας — кафедра истории;
3) церк, престол;4) место, местопребывание, резиденция; 5) средоточие, центр;έδρα του νοσήματος — очаг болезни;
6) седалище;7) анат. задний проход; 8) мат. грань; ο κύβος έχει έξη έδρες у куба шесть граней -
8 περίοδος
η1) период, промежуток времени;βουλευτική περίοδος — срок полномочий парламента;
2) сезон; время (года);3) фаза, этап; 4) мед. менструация; 5) астр. период обращения планет; § κατά περιόδους временами, периодически, время от времени
См. также в других словарях:
βουλευτικῇ — βουλευτικός of fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βουλευτική — βουλευτικός of fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βουλευτής — Πρόσωπο που εκλέγεται ως αντιπρόσωπος του λαού και μετέχει στο κοινοβούλιο. Την ονομασία αυτή συναντούμε ήδη στους ομηρικούς χρόνους, οπότε τα μέλη της βουλής, της σύναξης δηλαδή των προεστών που συναποφάσιζαν μαζί με τον βασιλιά για διάφορα… … Dictionary of Greek
κοινοβούλιο — Συλλογικό πολιτικό όργανο, αντιπροσωπευτικό της εθνικής κοινότητας, αποτελούμενο από μία ή περισσότερες συνελεύσεις, στο οποίο έχει ανατεθεί η νομοθετική λειτουργία και το οποίο, σε βαθμό ανάλογο με τα ισχύοντα συνταγματικά συστήματα των διαφόρων … Dictionary of Greek
АРИСТОТЕЛЬ — • Aristoteles, Άριστοτέλης, знаменитый основатель школы перипатетиков, самый глубокий и всеобъемлющий ум древности, родился в Стагире (отсюда о Σταγιρίτης, Стагирит) на македонском полуострове Халкидик у Стримонского залива в 384 г.… … Реальный словарь классических древностей
НИКОМАХОВА ЭТИКА — «НИКОМАХОВА ЭТИКА» (Ἠθικὰ Νικομάχεια), сочинение Аристотеля, датируется 2 м афинским периодом (334 322 до н. э.); представляет собой запись лекционного курса, другой вариант которого (предположительно, более ранний) известен как «Евдемова… … Античная философия
EQUES — nomen dignitatis, apud Romanos, Exactis enim urbe Regibus, in tres ordines populus Romanus distributus est: Senatorium, Equestrem et Popularem. Liv. l. 26. Consensum Senatus Equester ordo sequutus est, Equestris ordinis plebs. Auson. Edyll. XI.… … Hofmann J. Lexicon universale
ILLUSTRES — dicti sunt apud Rom. olim Equites insigniores, quos ius laticlavi non secus, ac Senatores habuisse, ex Dione notavit Lips. ad Tac. Ita autem Dio l. 59. Cuius, cum ordo Equestris ad paucos redigeretur, primores ex omni Imperio, etiam extra Italiam … Hofmann J. Lexicon universale
STOLA — tunica fuit muliebris. Cum enim Toga antiquissimis temporibus commune Virorum et Feminarum Romae gestamen fuisset, postea, Togâ penes viros remanente, solasque feminas, quae se viris vulgarent; matronis feminisque honestis, atque ingenuis Tunica … Hofmann J. Lexicon universale
ασυλία — Δικαίωμα εξαίρεσης από το κοινό δίκαιο, την οποία απολαμβάνει ένα άτομο εξαιτίας της ειδικής αποστολής του. Η έννοια της α. εφαρμόζεται προπάντων στο διεθνές δίκαιο (διπλωματική α.) και στο συνταγματικό δίκαιο (κοινοβουλευτική α.). Η διπλωματική… … Dictionary of Greek
δίωξη — Η διενέργεια ανακριτικών πράξεων εναντίον ενός προσώπου. Στη νομική έννοια της δ., διακρίνουμε την ποινική και την πειθαρχική. ποινική δ.Αφορά τους δράστες των παραβάσεων των ποινικών νόμων. Ασκείται στο όνομα της πολιτείας από τον εισαγγελέα των … Dictionary of Greek