Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

ποδ-ηνεκής

См. также в других словарях:

  • enek̂-, nek̂-, enk̂-, n̥k̂- (*henek-) —     enek̂ , nek̂ , enk̂ , n̥k̂ (*henek )     English meaning: to reach; to obtain     Deutsche Übersetzung: “reichen, erreichen, erlangen” and (nur Gk. Bal. Slav.) “tragen”     Material: O.Ind. asnōti, Av. ašnaoiti (*n̥k̂ neu ) “ if something is… …   Proto-Indo-European etymological dictionary

  • διηνεκής — ές (AM διηνεκής, ές) (για χρόνο) αιώνιος, ατελεύτητος, παντοτινός αρχ. 1. συνεχής, αδιάκοπος 2. «εις το διηνεκές» για πάντα 3. (το ουδ. ως επίρρ.) διηνεκώς και ποιητ. διηνεκέως συνεχώς, ασταμάτητα. [ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθετη λ. της αττικής διαλέκτου (ο δωρ …   Dictionary of Greek

  • ενεγκείν — ἐνεγκεῑν (Α) απρμφ. αόρ. τού φέρω*. [ΕΤΥΜΟΛ. Αν δεχθούμε ως αρχική τη δισύλλαβη ρίζα *enek, τότε η ετεροιωμένη μορφή *enok (με αττικό αναδιπλασιασμό και δάσυνση) απαντά στον ενεργητικό παρακμ. εν ήνοχ α, ενώ η μηδενισμένη βαθμίδα *enk, που… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»