-
1 κοντοπορεία
κοντο-πορεία, ἡ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κοντοπορεία
-
2 κεντέω
Grammatical information: v.Meaning: `sting' (Pi.).Other forms: aor. κένσαι (Ψ 337), κεντῆσαι (Hp., κέντᾱσα Theoc. 19, 1), pass. κεντηθῆναι (Arist.) with κεντηθήσομαι (Hdt.), κεντήσω (S.), κεκέντημαι (Hp.),Derivatives: 1. κένσαι for *κέντ-σαι (Schwyzer 287) points to κεντ- (present or aorist?; s. below) of which the dental before dental gave κεσ-. Thus κεσ-τός (\< *κεντ-τός) `stitched' (ep.; Ammann Μνήμης χάριν 1, 17); κέσ-τρον `pointed iron ' (Plin.) with κεστρωτός and κέστρωσις (H.; *κεστρόω), κέσ-τρος `kind of arrow etc.' (Plb., D. H., H.) with dimin. κεστρίον (Attica) and κέστρειον `stock of arrows (?)' (Delos IIIa); κέσ-τρα f. `sharp hammer, arrow' (S., Ph. Bel., Hero), also a fishname = σφύραινα (Ar.; after te form of the body, Strömberg Fischnamen 35); here κεστρεύς `mullet' (IA.; Bosshardt Die Nom. auf - ευς 51) and κεστρῖνος, - ινίσκος `id.' (Com.). - 2. Through reshaping after κεντ-έω (not with ρο-suffix as Fraenkel KZ 42, 118 n. 1) rose κέντρον `sting', as geometrical term. techn. `resting bone of a compass, center of a cirkel' (Il.), with many compounds and derivv., e. g. κεντρ-ηνεκής `driven by the sting' (Il.; cf. with diff. function δουρ-, ποδ-ηνεκής); subst. κέντρων s. v.; adj. like κεντρικός, κεντρώδης, κεντρήεις; fish- and plant names as κεντρίνης, κεντρίσκος, κεντρίτης (Strömberg Fischnamen 47, Redard Les noms grecs en - της 83, 111); denomin. verbs κεντρόω `with a sting, sting' (IA), κεντρίζω `sting' (X.); from κέντρον as backformation κέντωρ m. `goader, driver' (Il., AP; Fraenkel Glotta 2, 32). - 3. From κεντέω ( κεντῆ-σαι, - σω): κέντημα `the sting, the mosaic' (Arist., inscr. Smyrna [Rom. Emp.]), κεντητής `mosaic-worker' ( Edict. Diocl.), κεντητήριον `picker' (Luc.), κεντητικός `stingy' (Thphr.), κεντητός `stitched, with mosaic' (Epikt., pap.). - 4. With old ablaut κοντός m. "the stinger", `pole, crutch, staf to drive on cattle' (ι 487; LW [loanword] Lat. contus with percontor) with κοντά-κιον, - άριον, - ίλος, - ωτός a. o.; here κοντός `short' (Adam.) from κοντο-μάχος, - βόλος, - βολέω, where κοντός was taken as `short'; thus in κοντο-πορεία (Plb.), s. Hatzidakis Festschrift Kretschmer 35ff.Origin: IE [Indo-European] [567] *ḱent- `sting'Etymology: To the sigmatic aorist κένσαι \< *κέντ-σαι was after unknown example a present κεντ-έω created (cf. Schwyzer 706), to which came κεντῆ-σαι, κεντή-σω etc. - Other languages have only isolated nominal formations: OHG hantag `pointed', deriv. from PGm. * handa- (formally = κοντός), Latv. sīts `hunting spear' (= Lith. *šiñtas \< IE. *ḱentos- n.?), and some Celtic words, e. g. Bret. kentr `spur', Welsh cethr `nail', but these are all prob. loans from Lat. centrum. - See W.-Hofmann 2, 423, Pok. 567.Page in Frisk: 1,820-821Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > κεντέω
См. также в других словарях:
Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… … Dictionary of Greek
Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… … Dictionary of Greek
Βραζιλία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Βραζιλίας Έκταση: 8.547.404 τ.χλμ Πληθυσμός: 174.468.575 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Μπραζίλια (2.043.169 κάτ. το 2000)Κράτος της Νότιας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τη Γαλλική Γουιάνα (ΒΑ), το Σουρινάμ,… … Dictionary of Greek
ζώνη — Λωρίδα από ύφασμα, δέρμα, μέταλλο ή άλλο εύκαμπτο υλικό, που χρησιμεύει για να συγκρατεί στη μέση τα ενδύματα. Οι ζ., οι οποίες χρονολογούνται από την εποχή του χαλκού, ήταν ασφαλώς ένα από τα πρώτα στοιχεία ενδυμασίας που επινόησαν οι άνθρωποι.… … Dictionary of Greek
πόιντερ — Κυνηγετικός σκύλος, της ομάδας των ιχνηλατών. Είναι το κατεξοχήν σκυλί φέρμας, στο οποίο κάθε τμήμα φανερώνει μεγάλη δύναμη συνδυασμένη με μεγάλη ευκινησία. Ακούραστος δρομέας, ορμητικό, προικισμένο με εξαιρετική όσφρηση, είναι ένα ελαφρό… … Dictionary of Greek
Αλβανία — I Κράτος της νοτιοανατολικής Ευρώπης, στη Βαλκανική χερσόνησο.Συνορεύει στα Ν με την Ελλάδα, στα Α με την Πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας (ΠΓΔΜ) και στα Β με τη (Νέα) Γιουγκοσλαβία, ενώ Δ βρέχεται από την Αδριατική θάλασσα.Τα… … Dictionary of Greek
Κορέα, Βόρεια — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κορέας Έκταση: 120.540 τ. χλμ. Πληθυσμός: 22.224.195 (2002) Πρωτεύουσα: Πιονγκγιάνγκ (2.741.260 κάτ. το 1993)Κράτος της ανατολικής Ασίας, το οποίο καταλαμβάνει το βόρειο τμήμα της κορεατικής χερσονήσου.… … Dictionary of Greek
Κορέα, Νότια — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Κορέας Έκταση: 98.480 τ. χλμ. Πληθυσμός: 48.324.000 (2002) Πρωτεύουσα: Σεούλ (9.853.972 κάτ. το 2000)Κράτος της ανατολικής Ασίας, το οποίο καταλαμβάνει το νότιο τμήμα της Κορεατικής χερσονήσου. Συνορεύει με τη… … Dictionary of Greek
άλλος — η, ο (ΑΜ ἄλλος, η, ον) (ως αντωνυμία ή επίθετο) 1. αυτός που διακρίνεται από κάποιον ή κάποιους, που ήδη έχουν αναφερθεί ή υπονοηθεί 2. (ενάρθρως) ο άλλος, οι άλλοι αυτός ή αυτοί που απομένουν, οι υπόλοιποι 3. διαφορετικός, αλλιώτικος, άλλου… … Dictionary of Greek
βελεμνίτες — Μαλάκια που έχουν εκλείψει. Πρωτοεμφανίζονται σε πετρώματα της τριαδικής περιόδου και εξαφανίζονται κατά την ηώκαινο. Οι γνήσιοι β., μεγάλης στρωματογραφικής σημασίας, χαρακτηρίζουν το μεσοζωικό κατά το οποίο πραγματοποιήθηκε η μεγαλύτερη… … Dictionary of Greek
Ελβετία — Επίσημη ονομασία: Ελβετική Συνομοσπονδία Έκταση: 41.285 τ. χλμ Πληθυσμός: 7.258.900 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Βέρνη (122.500 κάτ. το 2001)Κράτος της κεντρικής Ευρώπης. Συνορεύει Δ με τη Γαλλία, Β με τη Γερμανία, Α με την Αυστρία και το Λιχτενστάιν… … Dictionary of Greek