Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

πίτυος

См. также в других словарях:

  • Πίτυος — Πίτυς pine masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πίτυος — πίτυς pine fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Pitsunda — ( ab. ПиUnicode|ҵунда, Georgian: ბიჭვინთა Bichvinta ru. Пицунда, ) is a resort town in Gagra district of the Republic of Abkhazia. It is situated on the shore of the Black Sea 25 km south from Gagra.The town was founded by the Greeks in the 5th… …   Wikipedia

  • PINEA Corona — Panis olim fuit. Silius Ital. l. 13. v. 331. Cingit acuta comas et opacat tempora pinus, Ac parva erumpunt rubicundâ cornua fronte. Quae proin καλὸς ςτέφανος, pulchra corona, dicitur Philostrato, in Imagin. Hinc et hircus ei offerendus apud… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • Χίος — Νησί (841,58 τ. χλμ., 52.184 κάτ.) του Αιγαίου, που εκτείνεται παράλληλα προς τη μικρασιατική ακτή, στη χερσόνησο της Ερυθραίας, από την οποία χωρίζεται με δίαυλο πλάτους 7 χλμ. Πρωτεύουσα του νησιού είναι η ομώνυμη πόλη, η X. ή Χώρα όπως την… …   Dictionary of Greek

  • κρεμώ — και κρεμάζω και κρεμνώ, μέσ. παθ. κρεμώμαι και κρέμομαι και κρέμο(υ)μαι και κρεμ(ν)ιέμαι (AM κρεμῶ, άω και κρεμνῶ, άω και κρεμάζω, μέσ. παθ. κρέμομαι, Α και κρεμάννυμι και κρεμαννύω, επικ. τ. κρεμόω, Μ και κρεμμῶ, μέσ. παθ. κρέμομαι και κρέμουμαι …   Dictionary of Greek

  • μελάνδρυος — μελάνδρυος, ον (Α) αυτός που έχει μαύρα φύλλα, όπως η δρυς («πίτυος ἐκ μελανδρύου», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, + ανος + δρυος (< δρῦς, δρυός)] …   Dictionary of Greek

  • πίτυς — ος, η, ΝΜΑ 1. είδος πεύκου γνωστό και ως κουκουναριά ή στοφιλιά ή ήμερο πεύκο, ψηλό δέντρο που από νεαρή ηλικία παίρνει χαρακτηριστικό σχήμα ομπρέλας, που τό διακρίνει από τα άλλα ελληνικά πεύκα 2. φρ. «χαλέπειος πίτυς» είδος δέντρου εξαιρετικά… …   Dictionary of Greek

  • πιτυΐς — ίδος, ἡ, Α 1. σπόρος τού κώνου τής πίτυος 2. ρητίνη από την πίτυ. [ΕΤΥΜΟΛ. < πίτυς + κατάλ. ίς, ίδος (πρβλ. πιτυρ ίς)] …   Dictionary of Greek

  • φθίρ — Α (κατά τον Ησύχ.) (στους Βοιωτούς) «ὁ τῆς πίτυος καρπός» …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»