Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ατο

См. также в других словарях:

  • στακ(κ)άτο — το, Ν μουσ. όρος που δηλώνει ότι οι φθόγγοι πρέπει να εκτελούνται χωριστά και να μεσολαβεί μικρή παύση ανάμεσα στο άκουσμά τους. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. staccato «διακεκομμένα»] …   Dictionary of Greek

  • καπετανάτο(ν) — το (επί τουρκοκρατίας) 1. το αξίωμα και η δικαιοδοσία τού καπετάνιου, τού οπλαρχηγού 2. η εδαφική περιοχή όπου ασκούσε την εξουσία του ο καπετάνιος 3. ασύδοτη και καταπιεστική διοίκηση («καπετανάτο έχουμε εδώ πέρα;») 4. συν. στον πληθ. τα… …   Dictionary of Greek

  • κοινάτο — το συνεταιρισμός κτηνοτρόφων για τυροκομία. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοινός + κατάλ. άτο, πρβλ. συνδικ άτο, ρηγ άτο] …   Dictionary of Greek

  • κυνηγάτο — κυνηγᾱτο, τὸ (Μ) ομάδα που συνοδεύει στο κυνήγι, κυνηγετική συνοδεία. [ΕΤΥΜΟΛ. < κυνήγι + κατάλ. ᾶτο (πρβλ. καπεταν άτο, κομιτ άτο)] …   Dictionary of Greek

  • πρωτάτο — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 38 μ.), στην πρώην επαρχία Σαπών, του νομού Ροδόπης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Σαπών. * * * το, Ν 1. η πρώτη θέση, το πρωτείο 2. στον πληθ. τα πρωτάτα οι άρχοντες, οι προύχοντες («εκάλεσε την κλεφτουργιά, τα δώδεκα… …   Dictionary of Greek

  • κομνηνάτον — κομνηνᾱτον, τὸ (Μ) αργυρό νόμισμα τής δυναστείας τών Κομνηνών. [ΕΤΥΜΟΛ. < κύριο όν. Κομνηνός + κατάλ. ᾶτον (< λατ. atus, a, um), πρβλ. δουκ άτο(ν), κωνσταντιν άτο(ν)] …   Dictionary of Greek

  • μανδαρινάτο — το το σύνολο τών μανδαρίνων. [ΕΤΥΜΟΛ. < μανδαρίνος + κατάλ. άτο (πρβλ. αδελφ άτο)] …   Dictionary of Greek

  • νιάτα — Μεγάλος ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 320 μ.) στην πρώην επαρχία Επιδαύρου Λιμηράς του νομού Λακωνίας. Βρίσκεται στα Β των Μολάων. * * * και νιότα και νεότα, τα (Μ νιάτα και νεάτα και νιότα) νεανική ηλικία, νεότητα, νιότη νεοελλ. 1. η νεολαία («δεν… …   Dictionary of Greek

  • ντερβισάτο — ντερβισάτο, τὸ (Μ) το μέρος όπου κατοικούσαν οι δερβίσηδες. [ΕΤΥΜΟΛ. ντερβίσης + κατάλ. άτο (πρβλ. καπεταν άτο)] …   Dictionary of Greek

  • σεϊχάτο — το, Ν γεωγραφικός χώρος εξουσίας τού σεΐχη. [ΕΤΥΜΟΛ. < σεΐχης + κατάλ. άτο (πρβλ. πριγκιπ άτο)] …   Dictionary of Greek

  • σογκουνάτο — το, Ν 1. η εξουσία και το αξίωμα τού σογκούν 2. το σύστημα τής εξουσίας τού σογκούν, που τυπικά βρισκόταν υπό τον έλεγχο τού αυτοκράτορα και οι αρμοδιότητές του περιορίζονταν στον έλεγχο τών ενόπλων δυνάμεων, αλλά, ουσιαστικά, και με την πάροδο… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»