Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

λάχεια

См. также в других словарях:

  • λάχεια — λάχεια, ἡ (ΑM) (για τη γη) 1. καλοσκαμμένη, εύφορη, γόνιμη («νῆσος ἔπειτα λάχεια... τετάνυσται», Ομ. Οδ.) 2. (κατά τον Ησύχ.) «εὔσκαφος καὶ εὔγειος παρὰ τὸ λαχαίνεσθαι, ὅ ἐστι σκάπτεσθαι πυκνῶς». [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για άλλο τ. τής λ. ἐλάχεια …   Dictionary of Greek

  • λαχείᾳ — λαχείᾱͅ , λάχεια fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λάχεια — fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λαχείας — λαχείᾱς , λάχεια fem acc pl λαχείᾱς , λάχεια fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λάχειαν — λάχεια fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λάχε' — λάχεα , λάχεια fem nom/voc sg (epic ionic) λάχεαι , λάχεια fem nom/voc pl (epic ionic) λάχεα , λάχος allotted portion neut nom/voc/acc pl (epic ionic) λάχει , λάχος allotted portion neut nom/voc/acc dual (attic epic) λάχεϊ , λάχος allotted… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • лаз — тропа диких лесных зверей, которую они прокладывают, когда ходят на водопой , арханг. (Подв.), лазина раскорчеванное место, просека в лесу , укр. лаз, сербохорв. ла̏з тропинка, лаз; небольшая нива; порубка в лесу , словен. lа̑z просека в лесу;… …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • κούρσα — η (Μ κούρσα) νεοελλ. 1. αγώνας ιπποδρομίας και ειδ. στον πληθ. οι οργανωμένες με λαχεία και στοιχήματα ιπποδρομίες 2. (αθλ.) αγώνας δρόμου, δρόμος («αρχίζει η κούρσα τών 1.500 μέτρων ανδρών») 3. διαδρομή με άμαξα ή με αυτοκίνητο 4. η απόσταση που …   Dictionary of Greek

  • λαχύφλοιος — λαχύφλοιος, ον (Α) αυτός που έχει λεπτό φλοιό, λεπτόφλοιος. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται με τον τ. λάχεια] …   Dictionary of Greek

  • παιχνίδι — Οποιαδήποτε ελεύθερη έκφραση σωματικής ή ψυχικής ενέργειας, που δεν κατευθύνεται σε ωφελιμιστικούς σκοπούς, θεωρείται παιχνίδι. Με άλλη έννοια ο όρος περιλαμβάνει και το αντικείμενο με το οποίο παίζει κάποιος. Η ιδέα όμως του π. δεν είναι τόσο… …   Dictionary of Greek

  • Κεραμιδάς, Τριαντάφυλλος — (Ψαχνά Ευβοίας 1890 – Αθήνα 1963). Οικονομολόγος και μαθηματικός, καθηγητής της Ανωτάτης Σχολής Οικονομικών και Εμπορικών Επιστημών (ΑΣΟΕΕ). Σπούδασε μαθηματικά στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και το 1909 αναγορεύθηκε διδάκτορας. Αργότερα, ως υπότροφος… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»