-
1 κόρυφος
κόρυφος, ὁ, nach Hesych. ein kleiner Vogel, auch κόραφος geschrieben, u. κόρυμβος γυναικεῖος, id.
-
2 κόρυφος
κόρυφοςmasc nom sg -
3 κόρυφος
κόρυφος, ὁ, ein kleiner Vogel -
4 κόρυφος
κόρῠφ-ος, ὁ,A = κορυφή 1.3, IG42(1).71.17, al. (Epid.).II pet name for a child (?), PTeb.414.7 (ii A. D.).III Alexandrian word for ὁ ὡς κόρη οἰφώμενος, Sch.Theoc.4.62 (v.l. κόροιφος).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κόρυφος
-
5 συγ-κόρυφος
συγ-κόρυφος, mit den Spitzen verbunden, κῶνοι Arist. probl. 15, 10.
-
6 τρι-κόρυφος
τρι-κόρυφος, dreigipfelig, dreispitzig, Geopon.
-
7 εὐ-κόρυφος
εὐ-κόρυφος, mit schönem Haupte, Hermes Stob. ecl. eth. p. 992; – wohl abgerundet, Perioden, D. Hal. de vi Dem. 43.
-
8 μεγαλο-κόρυφος
μεγαλο-κόρυφος, großwipselig, großgipselig, γῆ, Lycophr. orat. bei Arist. rhet. 3, 3.
-
9 μελαγ-κόρυφος
μελαγ-κόρυφος, mit schwarzem Scheitel, ὁ μελ., ein Vogel, der Mönch, Ar. Av. 887, Arist. H. A. 7, 3. 9, 15, Ath. II, 65 b.
-
10 δι-κόρυφος
δι-κόρυφος, dasselbe; πλαξ, σέλας, Eur. Bacch. 307 Phoen. 235; Ἰταλία Strab. 2, 4, 8. Bei Arist. H. A. 1, 7 u. Poll. 2, 43 = mit doppeltem Scheitel der Haare.
-
11 ἀ-κόρυφος
ἀ-κόρυφος, ohne Gipfel, ohne Schluß, D. Hal., von einer Periode.
-
12 ἰσο-κόρυφος
ἰσο-κόρυφος, von gleichem Gipfel, gleich hoch, übertr., πόλεις D. Hal. 3, 9.
-
13 κόρυφον
κόρυφοςmasc acc sg -
14 κορυφή
Grammatical information: f.Meaning: `top, skull', also metph. (Il.).Other forms: Dor. - φάCompounds: Compp., e. g. κορυφᾱ-γενής `head born', prop. of Athena, metaph. (Pythag. in Plu. 2, 381f.), δι-κόρυφος `with two summits' (E., Arist.).Derivatives: κορυφαῖος m. `the firste, head-, choirleader' (IA.), second. adj. `at the head' (Plu., Hdn.), κορυφαιότης `leadership' ( Corp. Herm.); κορυφαῖον `the upper part of a hunting-net', - φαία `the head part of a bridle' (X., Poll.). - κορυφώδης `with summits' (Hp.). - κορυφάς f. `edge of the navel' (Hp. ap. Gal.); - φίς, - φών = κορυφή (Gloss.), κόρυφος m. = κορυφή (Epid.), = κόρυμβος γυναικεῖος H. - κορύφαινα f. name of a fish, ἵππουρις (Dorio ap. Ath.); on the motive Strömberg Fischnamen 59, on the suffix ibd. 137; κορύφια pl. kind of molluscs (Xenokr. ap. Orib.). - κορυφιστήρ = κορυφαῖον (Poll.), also `forehead-band' (sch.); cf. βραχιονιστήρ (Chantraine Formation 328), - ιστής `id.' (H.). - Denomin. verbs: 1. κορυφόομαι `rise up high' (Il.), `count together' (hell.), - όω `bring to the top' (medic.), with κορύφωμα `summum' (Ath. Mech.), - ωσις `top of a pyramide' (Nicom.). - 2. κορύπτω `butt with the skull (horns)' (Theoc.; on the formation Schwyzer 705) with κορυπτίλος `butting' (Theoc.); after τροχίλος, σποργίλος (Chantraine Formation 249), prob. hypocoristisc; also κορύπτης, - τόλης `id.' (EM, H.); ἐκορυπτίας ἐγαυρίας H.Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]Etymology: Formation with φ-suffix (Schwyzer 495, Chantraine 264), from an υ-stem (but the word is non-IE!), which some see in κόρυς; the meaning speaks against this deriv. - Wrong combinations in Bezzenberger-Fick BB 6, 237 (s. Bq) and Persson Beitr. 1, 179 (s. WP. 1, 406). - Since long recognized as Pre-Greek, κορυφ-, with prenasalization κορυμβ-.See also: - S. also κόρυμβος.Page in Frisk: 1,926-927Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > κορυφή
-
15 δικορυφος
-
16 μεγαλοκορυφος
-
17 μελαγκορυφος
-
18 συγκορυφος
-
19 δικόρυφος
δῐ-κόρῠφος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δικόρυφος
-
20 κοροῖτις
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κοροῖτις
- 1
- 2
См. также в других словарях:
κόρυφος — κόρυφος, ὁ (Α) 1. υψηλό σημείο, κορυφή 2. (κατά τον Ησύχ.) γυναικείος κότσος 3. χαϊδευτική ονομασία παιδιού. [ΕΤΥΜΟΛ. Σπάνιος παρλλ. τ. τής λ. κορυφή] … Dictionary of Greek
κόρυφος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κόρυφον — κόρυφος masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ισοκόρυφος — ἰσοκόρυφος, ον (Α) 1. αυτός που έχει ίση κορυφή, ίσο ύψος, ισοϋψής 2. μτφ. αυτός που έχει ίση αξία, ίση σημασία με κάποιον άλλο, ισάξιος, ισοδύναμος («ἰσοκόρυφοι πόλεις», Δίον. Αλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο) * + κόρυφος (< κορυφή), πρβλ. μεγαλο… … Dictionary of Greek
κατακόρυφος — η, ο, θηλ. και ος 1. αυτός που έχει διεύθυνση προς το κέντρο τής γής, αυτός που έχει τη διεύθυνση τού νήματος τής στάθμης 2. το θηλ. ως ουσ. η κατακόρυφος νοητή γραμμή που τέμνει την ουράνια σφαίρα κατά τα δύο εκ διαμέτρου αντίθετα σημεία της… … Dictionary of Greek
τετρακόρυφος — η, ο / τετρακόρυφος, ον ΝΜ αυτός που έχει τέσσερεις κορυφές νεοελλ. φρ. «πλήρες τετρακόρυφο» μαθημ. το σχήμα που ορίζεται από τέσσερα συνεπίπεδα και όχι συνευθειακά ανά τρία σημεία και από έξι ευθύγραμμα τμήματα που συνδέουν τα σημεία ανά δύο.… … Dictionary of Greek
τρικόρυφος — η, ο / τρικόρωφος, ον, ΝΑ, και τρίκορφος, η, ο, Ν αυτός που έχει τρεις κορυφές. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * + κόρυφος / κορφος (< κορυφή / κορφή), πρβλ. δι κόρυφος / δί κορφος] … Dictionary of Greek
ακροκόρυφος — η, ο (Μ ἀκροκόρυφος, ον) 1. ο πανύψηλος 2. το ουδ. ως ουσ. το άκρο τής κορυφής, το ψηλότερο σημείο μσν. το αποκορύφωμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκρο (Ι) + κόρυφος < κορυφή] … Dictionary of Greek
αμβλυκόρυφος — η, ο (για κωνοειδή πράγματα) αυτός που έχει αμβλεία, πλατυσμένη την κορυφή. [ΕΤΥΜΟΛ. < αμβλύς + κόρυφος < κορυφή] … Dictionary of Greek
κορυφή — Το ανώτατο άκρο, το ύψιστο σημείο· η κ. ενός βουνού. (Μαθημ.) Το ακραίο σημείο ενός σχήματος: κ. τριγώνου, πολυγώνου, πολυέδρου, καμπύλης επιφάνειας κλπ. Έτσι, προκειμένου, για παράδειγμα, για την έλλειψη και την υπερβολή, οι τομές με τους άξονές … Dictionary of Greek
κόροιφος — κόροιφος, ον (δ. γρφ. κόρυφος) (Α) αυτός που διαφθείρει τα κορίτσια. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόρη + οιφος (< οἴφω «συνουσιάζομαι»), πρβλ. φίλ οιφος] … Dictionary of Greek