Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

κορυπτίλος

См. также в других словарях:

  • κορυπτίλος — και κυρίττολος και κορυπτόλης, ὁ (Α) [κορύπτω] (κατά τον Ησύχ.) «κερατιστής», αυτός που χτυπά με τα κέρατα …   Dictionary of Greek

  • κορυπτίλος — one that butts with the head masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κορύπτης — κορύπτης, ὁ (Α) κορυπτίλος*. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. παρ. < κορύπτω] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»