Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἵππουρις

См. также в других словарях:

  • ἵππουρις — horse tailed fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ίππουρις — (Ηippuris). Γένος δικοτυλήδονων ποωδών φυτών, της οικογένειας των ιππουριδιδών, που περιλαμβάνει το μοναδικό είδος Ηippuris vulgaris. Πρόκειται για πόα με στενά και μακρουλά φύλλα, που μοιάζει με τον εκουιζέτο. Πολλαπλασιάζεται με ριζώματα. * * * …   Dictionary of Greek

  • ἱππούριδες — ἵππουρις horse tailed fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἱππούριδος — ἵππουρις horse tailed fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἵππουριν — ἵππουρις horse tailed fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ίππουρος — ἵππουρος, ον (ΑΜ) [ίππουρις] μσν. το αρσ. ως ουσ. ό ἵππουρος είδος φυτού αρχ. 1. αυτός που έχει ουρά ίππου 2. το αρσ. ως ουσ. ὁ ἵππουρος α) είδος θαλάσσιου ψαριού β) είδος εντόμου γ) είδος υδρόβιου φυτού, αλλ. ίππουρις …   Dictionary of Greek

  • HIPPUROS — portus Taprobane, apud Solin. c. 73. quem Hippurus vocat Plin. l. 4. c. 12. unde Ι῞ππουροι nomen eius fuisse, colligit Salmas. ad Solin. p. 1117. et Voss. de Orig. et Progr. Idol. l. 4. c. 27. Alias, Hippurus, Gr. ἵππουρος, inter pelagicos pisces …   Hofmann J. Lexicon universale

  • NUMIDIA — regio africae mediterran. Metagonitis, Plinio l. 5. c. 3. in Libyae interioris et Mauritaniae confinio. Olim sub Regibus fuit, inter quos celebris masinissa, Populi Romani soclus, qui, violatus a Carthaginensibus, bello Punico tertio occasionem… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • έφεδρος — η, ο (Α ἔφεδρος, ον) αυτός που βρίσκεται σε αναμονή για να χρησιμοποιηθεί σε ώρα ανάγκης και ιδιαίτερα κατά τις πολεμικές επιχειρήσεις, αυτός που βρίσκεται σε αναμονή για να σπεύσει για βοήθεια αν κινδυνεύσει κάποιο τμήμα τής πρώτης γραμμής, ο… …   Dictionary of Greek

  • εφέδρα — (ephedra). Γένος θαμνωδών γυμνόσπερμων φρυγανικών ή σπανιότερα αναρριχώμενων φυτών της οικογένειας των εφεδριδών. Περιλαμβάνει περίπου 45 είδη, κυρίως των θερμών και εύκρατων περιοχών. Είναι φαρμακευτικά ή καλλωπιστικά φυτά. Έχουν λεπτούς,… …   Dictionary of Greek

  • ιππ(ο)- — (ΑΜ ἱππ[ο]) α συνθετικό λέξεων που δηλώνει ότι το β συνθετικό αναφέρεται στον ίππο ή έχει σχέση με τον ίππο. Αξίζει να σημειωθεί ότι με ανάλογη σημασιολογική εξέλιξη το ἱππο χρησιμοποιήθηκε στην Αρχαία Ελληνική και ως μεγεθυντικό πρόθημα… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»