-
1 κύρα
-
2 κύρα
κύ̱ρᾱ, κῦροςthe elder Cyrus: neut nom /voc /acc pl (doric aeolic) -
3 κυρά
[кира] ουσ. Θ. дамаΛεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > κυρά
-
4 κυρά
[кира] ουσ θ дама. -
5 Λέγε-λέγε το κοπέλι, κάνει την κυρά και θέλει
Όποιος έχει υπομονή, έχει ό,τι επιθυμεί– Λέγε-λέγε το κοπέλι, κάνει την κυρά και θέλει– Ο επιμένων νικά– Όποιος ξέρει να περιμένει, πάντα κερδισμένος βγαίνει• Терпенье и труд все перетрутИсточник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Λέγε-λέγε το κοπέλι, κάνει την κυρά και θέλει
-
6 Πες το, πες το, το κοπέλι, κάνει την κυρά και θέλει
Если ребёнок постоянно просит и говорит о чём-нибудь, рано или поздно хозяйка сделает то, о чем её просят• Капля точит камень не силою, а часто падаяИсточник: Собрание пословиц на greek-language.ru, 2012Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Πες το, πες το, το κοπέλι, κάνει την κυρά και θέλει
-
7 Χόρευε, κυρά, και σειού, μα έχε κι έννοια του σπιτιού
• Гулять, хозяюшка, гуляй, а про дом не забывайИсточник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Χόρευε, κυρά, και σειού, μα έχε κι έννοια του σπιτιού
-
8 барыня
барыняж1. ἡ κυρία, ἡ οίκοδέσποινα, ἡ ἀρχόντισσα;2. (в обращении) (ή) κυρά, (ή) κυρία. -
9 έννοια
I η1) понятие, представление;δεν έχει έννοιαν της θεωρίας της σχετικότητας — он не имеет представления о теории относительности;
2) смысл, значение;κυρία ( — или βασική) έννοια — прямой смысл;
μεταφορική έννοια — переносный смысл;
με την πλατειά έννοια — в широком смысле;
μεταφράζω κατ' έννοια — переводить по смыслу
έννοια2II η1) забота, беспокойство; хлопоты;έχω έννοια2 κάποιον ( — или κάτι) — или έχω την έννοια2 μου σε... — а) позаботиться (о ком-чём-л.), присмотреть (за кем-чем-л.); — б) остерегаться (кого-чего-л.);
έχε έννοια2 το σπίτι — присмотри за домом;
να 'χεις την έννοια2 σου στούς λωποδύτες — остерегайся жуликов;
να 'χεις έννοια2 το παιδί — присмотри за ребёнком;
βάζω κάποιον σε μεγάλη ν έννοια2 — доставлять кому-л. много хлопот;
τό έέχω έννοια2 — заботиться о чём-л.;
έχω την έννοια2 (τινός) — думать, беспокоиться (о ком-л.);
έχω την έννοια2 σου — я забочусь о тебе;
2) озабоченность;γεμάτος έννοια2 — озабоченный;
βάζω σε έννοια2 κάποιον — доставлять кому-л. заботы, беспокойство;
3) интерес, заинтересованность;γιά τίποτε δεν έχει έννοια2 — ничего его не интересует;
4) осторожность, осмотрительность;§ έννοια2 σου! — а) не беспокойся!; — б) подожди! (угроза);
έννοι σας, και θα σας δείξω εγώ! — подождите, я вам покажу;
;δίχως έννοια2 άν περπατάς πού και πού θα σκουντουφλάς — погов, кто не смотрит под ноги, может споткнуться;
δικό τους ψωμί τρώνε και ξένες έννοιες έχουν — или τό σκυλί το γεράζουν οι ξένες έννοιες — погов, не работа старит, а забота;
έννοια2 έχει η αλεπού σα ζυγώνει στο κοτέτσι — погов, чем ближе к курятнику, тем больше у лисы забот, ≈ — доход не живёт без хлопот;
χόρευε, κυρά Σουσού, — — κ' εχε κ' έννοια2 τού σπιτιού — погов, пей — да дело разумей;
άλλη ν έννοια2 δεν έχω — у меня других забот хватает
-
10 κανένας
καμ(μ)ιά, κανένα αντων.1) (с отриц.) никто, ничто; никакой;κανένας δεν είναι — никого нет;
σε καμιά περίπτωση ни в коем случае;με κανένα τρόπο никоим образом;να λείψει απ' το μάθημα — на занятиях должны быть все;2) кто-либо, что-либо;кто-нибудь, что-нибудь;θέλει κανένας να μιλήσει; — хочет ли кто-нибудь выступить?;
3) около, почти;μαζεύτηκαν καμιά (ε1)κοσαριά собралось около двадцати человек;υστέρα από κανένα μήνα — примерно через месяц;
περίμενα κανένα τέταρτο — я ждал около пятнадцати минут;
4) некий;какой-нибудь, какой-либо; καμιά κυρά Κατίνα некая госпожа Катина; § καμιά φορά а) иногда; иной раз; б) никогда;ένας καν κανένας — посл, один в поле не воин
-
11 κυρ
-
12 χορεύω
(αόρ. εχόρευσα и εχόρεψα) 1. αμετ.1) танцевать; плясать (народные танцы); 2) перен. плясать, дрожать, прыгать, подпрыгивать; χόρευε το καράβι απ' τη θάλασσα море швыряло судно;χορεύει το πάτωμα από... — пол ходит ходуном от... χορεύουν τα πράγματα γύρω μου — вещи пляшут вокруг меня;
χορεύει η καρδιά μου από τρόμο — моё сердце содрогается от ужаса;
2. μετ.1) брать в партнёры (кого-л.); танцевать (с кем-л.); εχόρεψα όλα τα κορίτσια я (пере)танцевал со всеми девушками; 2) танцевать (что-л.);χορεύ συρτό (βαλς) — танцевать сиртос (вальс);
§ θα τον κάνω να χορέψει στο ταψί он у меня попляшет;τό Ησαΐα χόρεύε венчание; τώρα πού μπήκες στο χορό θα χορέψεις посл, коли встал в круг, надо танцевать; взялся за гуж, не говори, что не дюж; χόρευε κυρά, και σειού, μα έχε κι' έννοια τού σπιτιού посл, гулять, хозяюшка, гуляй, а про дом не забывай -
13 Όποιος έχει υπομονή, έχει ό,τι επιθυμεί
Όποιος έχει υπομονή, έχει ό,τι επιθυμεί– Λέγε-λέγε το κοπέλι, κάνει την κυρά και θέλει– Ο επιμένων νικά– Όποιος ξέρει να περιμένει, πάντα κερδισμένος βγαίνει• Терпенье и труд все перетрутИсточник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Όποιος έχει υπομονή, έχει ό,τι επιθυμεί
-
14 Όποιος ξέρει να περιμένει, πάντα κερδισμένος βγαίνει
Όποιος έχει υπομονή, έχει ό,τι επιθυμεί– Λέγε-λέγε το κοπέλι, κάνει την κυρά και θέλει– Ο επιμένων νικά– Όποιος ξέρει να περιμένει, πάντα κερδισμένος βγαίνει• Терпенье и труд все перетрутИсточник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Όποιος ξέρει να περιμένει, πάντα κερδισμένος βγαίνει
-
15 Ο επιμένων νικά
Όποιος έχει υπομονή, έχει ό,τι επιθυμεί– Λέγε-λέγε το κοπέλι, κάνει την κυρά και θέλει– Ο επιμένων νικά– Όποιος ξέρει να περιμένει, πάντα κερδισμένος βγαίνει• Терпенье и труд все перетрутИсточник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Ο επιμένων νικά
-
16 landlord
1) (a person who has tenants or lodgers: My landlady has just put up my rent.) σπιτονοικοκύρης, -κυρά2) (a person who keeps a public house: The landlord of the `Swan' is Mr Smith.) ιδιοκτήτης (μπυραρίας) -
17 matron
['meitrən]1) (a senior nurse in charge of a hospital.) προϊσταμένη2) (a dignified married woman: Her behaviour shocked all the middle-class matrons in the neighbourhood.) δέσποινα,κυρά•- matronly -
18 κύριος
κύριος [ῡ], α, ον, also ος, ον A.Supp. 732, E.Heracl. 143, Arist.Pol. 1306b20:—Thess. [full] κῦρρος IG9(2).517.20 (Larissa, iii B.C.): ([etym.] κῦρος) (not in Hom.):I of persons, having power or authority over, c. gen.,Ζεὺς ὁ πάντων κ. Pi.I.5(4).53
, cf. P.2.58;ἐμῶν τε καὶ σῶν κ. πιστωμάτων A.Ag. 878
; πρὶν ἄν σε κ. στήσω τέκνων put thee in possession of.., S.OC 1041;κύριοι πολιτείας Antipho 3.1.1
;κ. καταλύσεως Th.4.20
;εἰρήνης καὶ πολέμου X.HG2.2.18
; -ώτατοι τοῦ ἱεροῦ Th.5.53
(but ὁ -ώτατος θεὸς τοῦ ἱεροῦ, of the god to whom a temple is dedicated, OGI90.39 (Rosetta, ii B.C.));τῶν αὑτοὺ κ. Pl.Lg. 929d
, cf. Isoc. 19.34, etc.; θανάτου κ. τινός with power of life and death over, Pl. Criti. 120d;κ. περί τινος Arist.Pol. 1286a24
.2 κύριός εἰμι c. inf., I have authority to do, am entitled to do, A.Ag. 104 (lyr.); οὗτος κ. ὁρκωμοτεῖν (prob. for -ῶν) E.Supp. 1189;κ. ἀπολέσαι, σῶσαι δ' ἄκυροι And.4.9
, cf. Th.5.63, 8.5; - ώτεροι δοῦναι better able to give, Id.4.18;οὐ.. κ. οὔτε ἀνελέσθαι πόλεμον οὔτε καταλῦσαι X.An.5.7.27
;δοῦλοι κ. μαστιγοῦν τοὺς ἐλευθέρους Ephor.29
J.;αἱ ἀρχαὶ κ. κρίνειν Arist. Pol. 1287b16
; also κ. τοῦ μὴ μεθυσθῆναι having power not to.., Id.EN 1113b32: c. acc. et inf.,κ. εἶναι ἢ τοίαν εἶναι [πόλιν] ἢ τοίαν Pl.R. 429b
.3 folld. by a dependent clause,κ. γενέσθαι, ὅντινα δεῖ καταστήσασθαι Is.6.4
.4 c. part., ;κ. ἦν πράσσων ταῦτα Id.8.51
, cf. Plb.6.37.8, 18.37.10;κύριοι ἐόντω συλέοντες Schwyzer 337.13
(Delph.).5 abs., having authority, supreme, τί τῶνδε κυριωτέρους μένεις; A.Supp. 965; -ώτερος σέθεν E.Ba. 505
; ὁ πατὴρ μέχρι τούτου κ. [ἐστι] Arist.Rh. 1402a1; τὸ κ. the sovereign power in a state, Id.Pol. 1281a11, cf. Pl.R. 565a, etc.; τὰ κ. the supreme authorities, D.19.259, Arist.Rh. 1365b27;τὰ τῆσδε τῆς γῆς κ. S.OC 915
; at Athens, κ. ἐκκλησία a sovereign or principal assembly, Ar.Ach.19, Arist.Ath.43.4, IG12.42.22, al., 22.493.8, etc.; ἀγορὰ κ. ib.1298.7.II of things, ὁ τῆς ὥρας τῆς καταρχῆς κ. [ἀστήρ] Serapio in Cat.Cod.Astr.1.99: but usu. abs., authoritative, decisive,δίκαι E.Heracl.
l.c., And.1.88, Pl.Cri. 50b; μῦθος -ώτερος of more authority, E.IA 318 (troch.); -ωτάτη τῶν ἐπιστημῶν [ἡ πολιτική] Arist.Pol. 1282b15;αἱ -ώτεραι ἀρχαί Id.Cael. 285a26
, cf. Metaph. 997a12; [ἡ φρόνησις] τῆς σοφίας κυριωτέρα Id.EN 1143b34
; -ωτέρα ἡ καθόλου [ἀπόδειξις] Id.APo. 86a23;τάραχος ὁ -ώτατος Epicur.Ep.1p.30U.
; of sovereign remedies, -ωτάτη τῶν καθάρσεων Pl.Sph. 230d
; -ωτάτη κένωσις Gal.1.299
; important, principal, κ. δόξαι, of certain doctrines of Epicurus, Phld.Ir.p.86 W.;τὰ -ώτατα μέρη τῆς φύσεως Epicur.Sent.9
; -ώτερα μέρη τοῦ σώματος Philostr.Gym.50
; τὰ -ώτατα the principal organs, Gal.1.385 (but, the most important matters, Epicur.Sent.16);τὸ -ώτατον τῆς Ἐφέσου Philostr.VS1.22.4
: Gramm., κ. τόνος principal accent, D.T.Supp. 674.32.2 opp. ἄκυρος, valid, νόμος, δόγματα, D.24.1, Pl.Lg. 926d; κ. ποιεῖν [τὴν γνῶσιν], opp. ἄκυρον π., D.21.92, cf. 39.15;τὰς συνθήκας κυρίας ποιεῖν Lys.18.15
;ἡ συγγραφὴ ἥδε κ. ἔστω PEleph. 1.14
(iv B.C.); ἔστω τὰ κριθέντα κ. Lexap.D.21.94; soτὰς τῶν ἄλλων δόξας κ. ποιεῖν Pl.Tht. 179b
.3 of times, etc., ordained, appointed,ἡ κυρίη ἡμέρη Hdt.5.50
, cf. 93 (pl.);ἡ κ. τῶν ἡμερέων Id.1.48
, 6.129;κ. ἐν ἡμέρᾳ A.Supp. 732
;τόδε κ. ἦμαρ E.Alc. 105
(lyr.), etc.; κ. μήν, of a woman with child, i.e. the ninth month, Pi.O.6.32; ὅταν τὸ κ. μόλῃ φάος (prob.) the appointed time, A.Ag. 766 (lyr.);κ. μένει τέλος Id.Eu. 544
(lyr.); ἡ κ. [ἡμέρα] D.21.84, cf. Test.ib.93; but αἱ κ. [ἡμεραι], = κριτικαί, Hp.Aff.9.4 legitimate, lawful,ὕπνος πόνος τε, κ. ξυνωμόται A.Eu. 127
, cf. 327; κύρι' ἔχοντες having lawful power, ib. 960 (lyr.).5 ἡ κ. ἀρετή goodness proper, real goodness, Arist.EN 1144b4; [φλοιὸς] ὁ κ. Thphr.HP4.15.1
; Rhet. and Gramm., κ. ὄνομα the real or actual, hence current, ordinary, name of a thing, opp. μεταφορά, γλῶττα, Arist.Rh. 1404b6, 1410b12, Po. 1457b3, cf. D.H. Comp.21, D.L.10.13, etc.; σπάνει κυρίου ὀνόματος for lack of a current term, D.H.Comp.24; - ώτατα ὀνόματα most ordinary terms, ib.3 (hence also κ. ὄνομα proper, personal name, Plb.6.46.10, A.D.Pron. 10.11, al., Hdn.7.5.8; ὄνομα alone in this sense, Diog.Bab.Stoic.3.213); κ. [λέξεις] Phld.Rh.1.181 S.; κατὰ τὸν κ. τρόπον, opp. καταχρωμένη, ib.1.59 S.B Subst. [full] κύριος, ὁ, lord, master,τοῖσι κ. δωμάτων A.Ch. 658
, cf. 689, S.Aj. 734, etc.; ὁ κ. alone, head of a family, master of a house (cf. Sch.Ar.Eq. 965), Antipho 2.4.7, Ar.Pl.6, Arist.Pol. 1269b10;τοὺς κ. τῶν οἰκιῶν PTeb.5.147
(ii B.C.); also, guardian of a woman, Is.6.32, PGrenf.2.15 i 13 (ii B.C.), etc.: generally, guardian, trustee, Is. 2.10, D.43.15, 46.19, Men.Epit.89, etc.b later κύριε, as a form of respectful address, sir, Ev.Jo.12.21, 20.15, Act.Ap.16.30 (pl.), PFay. 106.15 (ii A.D.), etc.2 fem. κυρία, ἡ, mistress, lady of the house, Philem.223, LXXIs.24.2, etc.;κ. τῆς οἰκίας Men.403
: in voc., madam, D.C.48.44; applied to women from fourteen years upwards, Epict. Ench.40. (In later Gr. freq. written [full] κύρα, PGrenf.1.61.4 (vi A.D.), etc.)3 of gods, esp. in the East,Σεκνεβτῦνις ὁ κ. θεός PTeb.284.6
(i B.C.);Κρόνος κ. CIG4521
(Abila, i A.D.);Ζεὺς κ. Supp.Epigr.2.830
(Damascus, iii A.D.);κ. Σάραπις POxy.110.2
(ii A.D);ἡ κ. Ἄρτεμις IG 4.1124
(Tibur, ii A.D.); of deified rulers,τοῦ κ. βασιλέος θεοῦ OGI86.8
(Egypt, i B.C.); οἱ κ. θεοὶ μέγιστοι, of Ptolemy XIV and Cleopatra, Berl.Sitzb.1902.1096: hence, of rulers in general,βασιλεὺς Ἡρώδης κ. OGI415
(Judaea, i B.C.); of Roman Emperors, BGU1200.11 ([place name] Augustus), POxy. 37 i 6 ([place name] Claudius), etc. -
19 ἄκορον
Grammatical information: n.Meaning: `yellow flag, Iris Pseudacorus' (Dsk., Gal.).Origin: XX [etym. unknown]Etymology: The ancients derived it from κόρη `pupil (of the eye)'; it would be used to care for the pupil; s. Strömberg Pflanzennamen 98. - Fur. 359 compares κὺρα, which would be the Libyan form, Ps.-Dsc. 2, 169.Page in Frisk: 1,55-56Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ἄκορον
-
20 zevce
σύζυγος, γυναίκα, κυρα
См. также в других словарях:
κυρά — Αγία της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Ασκήτεψε μαζί με τη Μαράνα. Η μνήμη τους τιμάται στις 28 Φεβρουαρίου. * * * και κερά, η (Μ κυρά και κερά) 1. οικοδέσποινα, αφέντρα («τήν έδιωξε η κυρά της») 2. σύζυγος («πάω στην κυρά μου») 3. γιαγιά, μάμμη 4.… … Dictionary of Greek
κυρά — η 1. θηλ. του κυρ τιμητική προσαγόρευση γυναικών, κυρία: Ήλθε η κυρα Μαρία. 2. θηλ. του κύρης οικοδέσποινα, κυρία, αφέντισσα: Πολλά είπαμε και της κυράς, ας πούμε και της κόρης (δημ. τραγ.). 3. ευλαβής τίτλος της Παναγίας: Σώπασε, κυρά Δέσποινα,… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κύρα — Αγία της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Ασκήτεψε μαζί με τη Μαράνα. Η μνήμη τους τιμάται στις 28 Φεβρουαρίου. * * * κύρα, ἡ (Α) (θηλ. τού κύριος) κυρία, δέσποινα … Dictionary of Greek
Κύρα Παναγία — Sp Kira Panagijà Ap Κύρα Παναγία/Kyra Panagia L Egėjo j. s. Š. Sporadų ss., Graikija … Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė
κύρα — κύ̱ρᾱ , κῦρος the elder Cyrus neut nom/voc/acc pl (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κυρά Βγένα — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 540 μ., 148 κάτ.) στην πρώην επαρχία Τριχωνίδος του νομού Αιτωλοακαρνανίας. Βρίσκεται στο μέσο του νομού, 63 χλμ. ΒΑ του Μεσολογγίου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Παραβόλας … Dictionary of Greek
Κυρά Παναγιά — I Νησίδα (υψόμ. 289 μ., 10 κάτ.) του βορειοδυτικού Αιγαίου. Βρίσκεται στο σύμπλεγμα των Βορείων Σποράδων. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αλοννήσου του νομού Μαγνησίας. II Ονομασία τριών οικισμών. 1. Πεδινός ακατοίκητος οικισμός (υψόμ. 10 μ.) της… … Dictionary of Greek
Κυρά Φροσύνη — (; – 1801). Εθνομάρτυρας. Ήταν σύζυγος του ευπατρίδη των Ιωαννίνων Δ. Βασιλείου και ανιψιά του μητροπολίτη Ιωαννίνων Γαβριήλ Γκάγκα. Η Κ.Φ., γυναίκα εξαιρετικής ομορφιάς, συνελήφθη και οδηγήθηκε στην Αυλή του Αλή πασά (10 Ιανουαρίου 1801), επειδή … Dictionary of Greek
Κυρά Χρυσικού — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 125 μ., 480 κάτ.) της Κέρκυρας. Βρίσκεται σε απόσταση 8 χλμ. ΒΔ της πόλης της Κέρκυρας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Κερκυραίων του νομού Κερκύρας … Dictionary of Greek
Kyra Panagia — Vorlage:Infobox Insel/Wartung/Bild fehlt Kyra Panagia (Κυρά Παναγία) Gewässer Mittelmeer Inselgruppe Nördliche Sporaden Geographische Lage … Deutsch Wikipedia
Alonnisos — Gemeinde Alonnisos Δήμος Αλοννήσου (Αλόννησος) … Deutsch Wikipedia