-
1 γεμάτος
η, ο[ν]1) полный, наполненный (тж. перен.); преисполненный;γεμάτος ως τα χείλη ( — или ως απάνω) — полный до краёв;
γεμάτος λίγδα (σκόνη) — покрытый жирными пятнами (пылью);
γεμάτος περηφάνεια (χαρά) — преисполненный гордости (радости);
2) налитой (о колосе);3) заряженный (о ружье); 4) полный; толстый; грузный (о человеке);γεμάτа μάγουλα — толстые щёки;
5) плотный, толстый (о материи и т. п.);6) раздутый, надутый (о парусах);πάω με γεμάτα πανιά — идти полным ветром;
§ γεμάτο φεγγάρι — полнолуние;
γεμάτος λεφτά — у него карманы набиты деньгами
-
2 γεμάτος
[гематос] εκ. полный, наполненный.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > γεμάτος
-
3 γεμάτος
[гематос] επ полный, наполненный. -
4 γεμάτος
1) plein2) vaporeux -
5 γεμάτος
pełny przym. -
6 γεμάτος
1) celý2) plný3) úplný -
7 γεμάτος
fullΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > γεμάτος
-
8 γεμάτος, πλήρης
ple -
9 plein
γεμάτος -
10 plný
γεμάτος -
11 полноводный
γεμάτος/πλήρης με ύδατα/νερό (για ποτάμια, λίμνες).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > полноводный
-
12 озабоченный
-
13 полный
полный 1) (наполненный) γεμάτος, πλήρης; \полный стакан το γεμάτο ποτήρι· зал полон η αίθουσα είναι γεμάτη 2) (совершенный) τέλειος, πλήρης· απόλυτος (абсолютный) З) (о человеке) χοντρός, παχύς, παχύσαρκος ◇ \полныйое собрание сочинений τα άπαντα* * *1) ( наполненный) γεμάτος, πλήρηςпо́лный стака́н — το γεμάτο ποτήρι
зал по́лон — η αίθουσα είναι γεμάτη
2) ( совершенный) τέλειος, πλήρης; απόλυτος ( абсолютный)3) ( о человеке) χοντρός, παχύς, παχύσαρκος••по́лное собра́ние сочине́ний — τα άπαντα
-
14 самоуверенный
-
15 сила
сила ж в рази. знач. η δύναμη· полный сил γεμάτος δυνάμεις; это нам не по \силаам αυτό ξεπερνά τις δυνάμεις μας; общими \силаами με κοινές δυνάμεις; прогрессивные \силаы οι προοδευτικές δυνάμεις; \силаы мира οι φιλειρηνικές δυνάμεις ◇ в \силау... λόγω...· \силаы быстрого развёртывания οι δυνάμεις ταχείας ανάπτυξης* * *ж в разн. знач.η δύναμηпо́лный сил — γεμάτος δυνάμεις
э́то нам не по си́лам — αυτό ξεπερνά τις δυνάμεις μας
о́бщими си́лами — με κοινές δυνάμεις
прогресси́вные си́лы — οι προοδευτικές δυνάμεις
си́лы ми́ра — οι φιλειρηνικές δυνάμεις
••в си́лу... — λόγω…
си́лы бы́строго развёртывания — οι δυνάμεις ταχείας ανάπτυξης
-
16 битком
биткомнареч:\битком набитый γεμάτος κάργα, γεμάτος φίσκα, κατάγεμος. -
17 набитый
набитыйприл γεμισμένος / πλήρης, γεμάτος (полный)/ παραγεμισμένος, ὑπερπλήρης (переполненный):битком \набитый γεμάτος φίσκα· ◊ \набитый дурак βλάκας μέ περικεφαλαία, ἕνας βλάκας καί μισός. -
18 озабоченный
озабоченный1. прич. от озаботить·2. прил γεμάτος φροντίδα, γεμάτος Εγνοια, ἀνήσυχος. -
19 озлобленный
озло́б||ленный1. прич. от озлобить12. прил ἐξοργισμένος, γεμάτος ἐχθρα, γεμάτος κακία, ἐξαγριωμένος:\озлобленныйленный вид ἡ ὀγρια ὀψη. -
20 преисполненный
преисполн||енный1. прич. от преисполнить·2. прил γεμδτος, πλήρης:\преисполненный гордости γεμάτος περηφάνεια· \преисполненный решимости γεμάτος ἀποφασιστικότητα.
См. также в других словарях:
γεμάτος — και γιομάτος, η, ο (Μ γεμάτος, η, ον) 1. πλήρης, μεστός από κάτι 2. (για πρόσωπα) ευτραφής 3. (για πράγματα) παχύς, πυκνός 4. (για χτυπήματα) ισχυρός, δυνατός («μια γροθιά γεμάτη», «γεμάτην κονταρέαν») 5. ολοκληρωμένος («χαρά γεμάτη») νεοελλ. 1.… … Dictionary of Greek
γεμάτος — η, ο επίρρ. α 1. ο πλήρης: Το βαρέλι ήταν γεμάτο κρασί. 2. ο παχουλός, ο εύσωμος: Είναι γεμάτη και δεν της ταιριάζουν τα στενά ρούχα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πλέριος, -ια, -ιο — γεμάτος, τέλειος, ακέριος, ολόκληρος: Πρέπει να είναι πλέρια η ενημέρωση του λαού σε πολιτικά θέματα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σπυριάρης, -α, -ικο — γεμάτος σπυριά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σύσκιος, -ια, -ιο — γεμάτος σκιά, σκιερός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σπαργώ — (I) σπαργῶ, άω, ΝΑ (για στήθος γυναίκας) είμαι γεμάτος γάλα (α. «στ ωραίο της στήθος, που σπαργά», Βιζυην. β. «ὅσαις νεοτόκοις μαστὸς ἦν σπαργῶν ἔτι», Ευρ.) νεοελλ. είμαι όλο σφρίγος, γεμάτος ζωή αρχ. 1. ιατρ. (σχετικά με σωματικά υγρά) είμαι… … Dictionary of Greek
Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… … Dictionary of Greek
γεμίζω — και γιομίζω και γιομώζω και γιομώνω (AM γεμίζω, Μ και γεμώζω και γεμώνω) 1. τοποθετώ κάτι μέσα σε κάτι άλλο ή φορτώνω κάτι έτσι, ώστε να μη μένει καθόλου κενό («γεμίζω το ποτήρι κρασί», «σποδοῡ γεμίζων λέβητας») 2. τρώω πολύ, χορταίνω (α. «τή… … Dictionary of Greek
κατάπλεος — κατάπλεος, ον και αττ. τ. κατάπλεως, ων (Α) 1. εντελώς γεμάτος από κάτι 2. γεμάτος ρύπους, ρυπαρός, κατασπιλωμένος («γῆς τε κατάπλεων τὸ γένειον καὶ αἵματος», Ξεν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + πλεος / πλεως (< πίμπλημι «είμαι γεμάτος»), πρβλ. εκ … Dictionary of Greek
ολοζώντανος — η, ο 1. γεμάτος ζωή και δράση, ζωντανός, έμψυχος 2. γεμάτος ζωτικότητα, γεμάτος ζωντάνια, δραστήριος 3. (για κρέας ή ψάρι) πολύ φρέσκος, νωπός. επίρρ... ολοζώντανα όλο ζωντάνια … Dictionary of Greek
ριπιένο — το, Ν άκλ. μουσ. το σύνολο τής ορχήστρας που διαλέγεται με την ομάδα τών σολιστών στο ιταλικό κοντσέρτο γκρόσο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. ripieno «πλήρης, γεμάτος» < ri (< λατ. re ) + pieno «γεμάτος» (< λατ. plenus «γεμάτος»)] … Dictionary of Greek