Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

κοσμήτειρα

См. также в других словарях:

  • κοσμήτειρα — κοσμήτειρα, ἡ (Α) βλ. κοσμητήρ …   Dictionary of Greek

  • κοσμήτειρα — a female magistrate fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοσμητήρ — κοσμητήρ, ῆρος, ὁ, θηλ. κοσμήτειρα (Α) [κοσμώ] 1. αυτός που διευθύνει, αρχηγός 2. (στον Ίτανο) τίτλος επώνυμου άρχοντα 3. φρ. «κοσμήτειρα τῆς Ἀρτέμιδος» τίτλος γυναίκας αξιωματούχου στην Έφεσο …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»