-
1 κοσμο-πολίτης
κοσμο-πολίτης, ὁ, Weltbürger, D. L. 6, 63; in derselben Aeußerung des Diogenes bei Luc. Vit. auct. 8 steht κόσμου πολίτης; Sp.
-
2 κοσμοπολίτης
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κοσμοπολίτης
-
3 κοσμοπολίτης
κοσμο-πολίτης, ὁ, Weltbürger -
4 κόσμος
Grammatical information: m.Meaning: `order, good behaviour, ornament' (Il.), `world-ordening, world' (Pythag. or Parm.; Kranz Phil. 93, 430ff.), `order of the state, government' (IA.); name of the highest officials in Crete (backformation from κοσμέω?, Leumann Hom. Wörter 285f.; against this Ruijgh L'élément achéen 109).Compounds: Several compp., e. g. κοσμο-ποιία `creation of the world' (Arist.), κοσμό-πολις m. name of an official of the town (hell.), prop. governing comp. = ὁ κοσμῶν πόλιν; independent is κοσμο-πολίτης `citizen of the world' (hell.; formed by the Cynics?, v. Wilamowitz Glaube 2, 275); εὔ-κοσμος `in good order' (Sol.).Derivatives: 1. Diminut. κοσμ-άριον, - ίδιον, - αρίδιον `small ornament' (late); 2. κόσμιος `well-ordered, behaving well, moral, quiet' (IA.), `regarding the world' (Plu., Arr.) with κοσμιότης `civilization' (Att.); 3. κοσμικός `worldly, earthly, of the world' (hell.); 4. κοσμωτός `changed in a world' (hell.); 5. Κοσμώ f. name of a priestess (Lycurg.); Κοσμίας, Κοσμᾶς a. o. PN. - 6. Denomin. verb κοσμέω `order, govern, adorn' (Il.); with several derivv: κοσμητός `well ordered' (η 127; Ammann Μνήμης χάριν 1, 17); κόσμησις `order, ornamentation' and κόσμημα `id.' (Att.); κοσμήτωρ `who orders, commander' (Il.) and κοσμητήρ `id.' Epigr. ap. Aeschin. 3, 185; s. Fraenkel Nom. ag. 1, 120f.), f. κοσμήτειρα (Ephesos, Orph.; - ήτρια H.); κοσμητής `orderer, commander, who orders, adorns', also name of an official (Att.) with κοσμητεύω (- τέω) `be κοσμητής' (inscr., pap.), - τεία (pap.); κοσμητήριον `place with toilets' (Paus.), κόσμητρον `broom' (sch.); κοσμητικός `belonging to adorning' (Pl., Arist.; Chantraine Ét. sur le vocab. grec 135).Origin: XX [etym. unknown]Etymology: Formation in - μος (Schwyzer 492, Chantraine Formation 132); in spite of several attempts not convincingly explained. Many hypotheses of diff. value: to κεδνός, Κόδρος (Schulze GGA 1896, 235 = Kl. Schr. 698, Pisani AnFilCl 5, 93f., Kranz Phil. 93, 430ff.); to Lat. censeō etc. (Froehde KZ 23, 311, Zupitza Die germ. Gutt. 109, Brugmann Distr. 19, Dumézil BSL 42 p. XVI); to Lat. corpus, Slt. kálpate `be in order' (Brugmann IF 28, 358ff.); to Lat. cinnus `mixed drink' (Walde LEW1 s. v.); to κομψός (WP. 1, 403); from *χόθμος to IE. * ghodh- `unite, be strongly connected' (Carnoy REGr. 69, 279f.).Page in Frisk: 1,929-930Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > κόσμος
-
5 κοσμοπολιτης
См. также в других словарях:
Αθήνα — Πρωτεύουσα της Ελλάδας, από τις 18 Σεπτεμβρίου 1834, και του νομού Αττικής, το μεγαλύτερο πνευματικό, βιομηχανικό και οικονομικόεπιχειρησιακό κέντρο της χώρας. Βρίσκεται σε Β πλάτος 37° 58’ 20,1’’ και μήκος 23° 42’ 58,815’’ Α του Γκρίνουιτς. Στην … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Κοινωνία και Οικονομία (Αρχαιότητα) — ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΑΡΧΑΪΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ Η οικονομία στην Aρχαϊκή περίοδο Στον τομέα της οικονομίας, στην Aρχαϊκή περίοδο, σημειώθηκε μια σημαντική πρόοδος σε σχέση με τη Γεωμετρική περίοδο. Κατά τη διάρκεια της Γεωμετρικής… … Dictionary of Greek
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Φιλοσοφία και Σκέψη — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ Η φιλοσοφία ως κατανοητικός λόγος Όταν κανείς δοκιμάζει να προσεγγίσει την αρχαία ελληνική φιλοσοφία, πρωτίστως έρχεται αντιμέτωπος με το ερώτημα για τη γένεσή της. Πράγματι, η νέα ποιότητα των φιλοσοφικών θεωρήσεων της… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Δίκαιο (Αρχαιότητα και Βυζάντιο) — ΤΟ ΑΡΧΑΙΟ ΔΙΚΑΙΟ Το ελληνικό δίκαιο συνδέεται με την εξέλιξη και την ακμή της πόλης στην αρχαιότητα. Οι πολιτειακές μεταβολές και κυρίως η γένεση, η άνθηση και η πορεία της δημοκρατίας στο χρόνο ορίζουν την έννοια, το εύρος, το περιεχόμενο και τα … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Θρησκεία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΘΡΗΣΚΕΙΑ Το περιεχόμενο της θρησκείας που επικράτησε στον ελλαδικό χώρο κατά την Παλαιολιθική εποχή δεν είναι δυνατόν να προσδιοριστεί επακριβώς. Τα λιγοστά και δυσεξιχνίαστης σημασίας ευρήματα δεν βοηθούν προς την κατεύθυνση αυτή … Dictionary of Greek
Φινλανδία — H Φινλανδία, που οι Φινλανδοί την αποκαλούν «Σουόμι», απλώνεται στο βορειοδυτικό άκρο της μεγάλης ρωσικής πεδιάδας και προβάλλει με χίλια χιλιόμετρα παραλίας, στους κόλπους της Φινλανδίας (Φιννικός) και της Bοθνίας (Bοθνικός). Tα ηπειρωτικά… … Dictionary of Greek
πολιτισμός — Με το γενικό όρο «πολιτισμός» στη γλώσσα μας υποδηλώνονται δύο έννοιες, για τις οποίες οι άλλες ευρωπαϊκές γλώσσες διαθέτουν ξεχωριστούς όρους:civilisationκαι culture. Αλλά κι εκεί, παρότι οι όροι είναι διαχωρισμένοι, τα όρια των δύο εννοιών δεν… … Dictionary of Greek
Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Θέατρο — ΑΡΧΑΙΑ ΤΡΑΓΩΔΙΑ Ένας λαός που έχει έξι πτώσεις και κλίνει τα ρήματά του με χίλιους τρόπους, έχει μια πλήρη, συλλογική και υπερχειλίζουσα ψυχή. Αυτός ο λαός, που δημιούργησε μια τέτοια γλώσσα, χάρισε τον πλούτο της ψυχής του σε όλο το… … Dictionary of Greek
Ιράν — Επίσημη ονομασία: Ισλαμική Δημοκρατία του Ιράν Παραδοσιακή ονομασία: Περσία Έκταση: 1.648.000 τ. χλμ. Πληθυσμός: 65.540.226 (2002) Πρωτεύουσα: Τεχεράνη (6.758.845 κάτ. το 1996)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β με το… … Dictionary of Greek