-
1 κοσμητικός
κοσμητικός, zum Ordnen, Schmücken gehörig, geschickt; ἡ κοσμητική, sc. τέχνη, die Kunst zu schmücken, Plat. Soph. 277 a Polit. 282 a.
-
2 κοσμητικος
-
3 κοσμητικός
κοσμητικόςskilled in ordering: masc nom sg -
4 κοσμητικός
κοσμητικός, zum Ordnen, Schmücken gehörig, geschickt; ἡ κοσμητική, sc. τέχνη, die Kunst zu schmücken -
5 κοσμητικός
η, ό[ν]1) служащий для украшения; декоративный; 2) косметический;§ κοσμητικά επίθετα — эпитеты
-
6 κοσμητικός
A skilled in ordering or arranging, τινος Arist.Oec. 1344b26, Andronic.Rhod.p.575 M. Adv. -κῶς Hierocl.Prov.p.465
B.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κοσμητικός
-
7 δια-κοσμητικός
δια-κοσμητικός, anordnend, Iambl.
-
8 κοσμητικά
κοσμητικόςskilled in ordering: neut nom /voc /acc plκοσμητικά̱, κοσμητικόςskilled in ordering: fem nom /voc /acc dualκοσμητικά̱, κοσμητικόςskilled in ordering: fem nom /voc sg (doric aeolic) -
9 κοσμητικόν
κοσμητικόςskilled in ordering: masc acc sgκοσμητικόςskilled in ordering: neut nom /voc /acc sg -
10 κοσμητικαί
κοσμητικόςskilled in ordering: fem nom /voc pl -
11 κοσμητική
κοσμητικόςskilled in ordering: fem nom /voc sg (attic epic ionic) -
12 κοσμητικήν
κοσμητικόςskilled in ordering: fem acc sg (attic epic ionic) -
13 süsleyici
κοσμητικός, διακοσμητικός -
14 косметический
-
15 κοσμητικών
κοσμητικόςskilled in ordering: fem gen plκοσμητικόςskilled in ordering: masc /neut gen pl -
16 κοσμητικῶν
κοσμητικόςskilled in ordering: fem gen plκοσμητικόςskilled in ordering: masc /neut gen pl -
17 косметический
космет||и́ческийприл κοσμητικός, καλλωπιστικός:\косметическийи́че-ское средство τό καλλυντικό· \косметическийи́ческий кабинет τό καλλωπιστήριο. -
18 κοσμητικής
-
19 κοσμητικῆς
-
20 κοσμητικαίς
- 1
- 2
См. также в других словарях:
κοσμητικός — skilled in ordering masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοσμητικός — ή, ό (ΑM κοσμητικός, ή, όν) 1. κατάλληλος για στολισμό, διακοσμητικός 2. το θηλ. ως ουσ. η κοσμητική η τέχνη τής περιποίησης και τού εξωραϊσμού τού ανθρώπινου σώματος, που διαφέρει από τον στολισμό κατά τον οποίο προστίθενται στο ανθρώπινο σώμα… … Dictionary of Greek
κοσμητικός — ή, ό επίρρ. ά 1. αυτός που χρησιμεύει για διακόσμηση, διακοσμητικός. 2. (γραμμ.), «κοσμητικό επίθετο», το επίθετο που εξαίρει την ιδιότητα ή την ποιότητα του ουσιαστικού. 3. το ουδ. κοσμητικό ως ουσ., σκεύασμα που συντελεί στον καλλωπισμό του… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κοσμητικά — κοσμητικός skilled in ordering neut nom/voc/acc pl κοσμητικά̱ , κοσμητικός skilled in ordering fem nom/voc/acc dual κοσμητικά̱ , κοσμητικός skilled in ordering fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοσμητικῶν — κοσμητικός skilled in ordering fem gen pl κοσμητικός skilled in ordering masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοσμητικόν — κοσμητικός skilled in ordering masc acc sg κοσμητικός skilled in ordering neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοσμητικαῖς — κοσμητικός skilled in ordering fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοσμητικαί — κοσμητικός skilled in ordering fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοσμητικοῖς — κοσμητικός skilled in ordering masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοσμητικοῦ — κοσμητικός skilled in ordering masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοσμητικῆς — κοσμητικός skilled in ordering fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)