-
1 Κοσμάς
Κοσμάς οКосма –1) имя некоторых святых Православной Церкви:Этим.< дргр. κόσμος «мир, вселенная» -
2 Κοσμάς
-
3 Κοσμᾶς
-
4 Κοσμά
-
5 Κοσμάν
-
6 Κοσμᾶν
-
7 Κοσμάι
-
8 Κοσμᾶι
-
9 Κοσμή
-
10 Κοσμῇ
-
11 Κοσμής
-
12 Κοσμῇς
-
13 Κοσμού
-
14 Κοσμοῦ
-
15 Κοσμών
-
16 Κοσμῶν
-
17 Δαμιανός
Δαμιανός οДамиан –1) имя некоторых святых Православной Церкви:οι Άγιοι Ανάργυροι Κοσμάς και Δαμιανός — Святые Бессребреники Косьма и Дамиан;
2) мужское имя -
18 ιερομάρτυρας
ιερομάρτυρας οсвященномученик – клирик, принявший мученическую смерть за веру:ο Άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός ανήκει στους νεότερους ιερομάρτυρες τής χριστιανοσύνης — святой Косьма Этолийский принадлежит к недавно прославленным священномученикам христианства
Η εκκλησία λεξικό (Церковный словарь Назаренко) > ιερομάρτυρας
-
19 κόσμος
Grammatical information: m.Meaning: `order, good behaviour, ornament' (Il.), `world-ordening, world' (Pythag. or Parm.; Kranz Phil. 93, 430ff.), `order of the state, government' (IA.); name of the highest officials in Crete (backformation from κοσμέω?, Leumann Hom. Wörter 285f.; against this Ruijgh L'élément achéen 109).Compounds: Several compp., e. g. κοσμο-ποιία `creation of the world' (Arist.), κοσμό-πολις m. name of an official of the town (hell.), prop. governing comp. = ὁ κοσμῶν πόλιν; independent is κοσμο-πολίτης `citizen of the world' (hell.; formed by the Cynics?, v. Wilamowitz Glaube 2, 275); εὔ-κοσμος `in good order' (Sol.).Derivatives: 1. Diminut. κοσμ-άριον, - ίδιον, - αρίδιον `small ornament' (late); 2. κόσμιος `well-ordered, behaving well, moral, quiet' (IA.), `regarding the world' (Plu., Arr.) with κοσμιότης `civilization' (Att.); 3. κοσμικός `worldly, earthly, of the world' (hell.); 4. κοσμωτός `changed in a world' (hell.); 5. Κοσμώ f. name of a priestess (Lycurg.); Κοσμίας, Κοσμᾶς a. o. PN. - 6. Denomin. verb κοσμέω `order, govern, adorn' (Il.); with several derivv: κοσμητός `well ordered' (η 127; Ammann Μνήμης χάριν 1, 17); κόσμησις `order, ornamentation' and κόσμημα `id.' (Att.); κοσμήτωρ `who orders, commander' (Il.) and κοσμητήρ `id.' Epigr. ap. Aeschin. 3, 185; s. Fraenkel Nom. ag. 1, 120f.), f. κοσμήτειρα (Ephesos, Orph.; - ήτρια H.); κοσμητής `orderer, commander, who orders, adorns', also name of an official (Att.) with κοσμητεύω (- τέω) `be κοσμητής' (inscr., pap.), - τεία (pap.); κοσμητήριον `place with toilets' (Paus.), κόσμητρον `broom' (sch.); κοσμητικός `belonging to adorning' (Pl., Arist.; Chantraine Ét. sur le vocab. grec 135).Origin: XX [etym. unknown]Etymology: Formation in - μος (Schwyzer 492, Chantraine Formation 132); in spite of several attempts not convincingly explained. Many hypotheses of diff. value: to κεδνός, Κόδρος (Schulze GGA 1896, 235 = Kl. Schr. 698, Pisani AnFilCl 5, 93f., Kranz Phil. 93, 430ff.); to Lat. censeō etc. (Froehde KZ 23, 311, Zupitza Die germ. Gutt. 109, Brugmann Distr. 19, Dumézil BSL 42 p. XVI); to Lat. corpus, Slt. kálpate `be in order' (Brugmann IF 28, 358ff.); to Lat. cinnus `mixed drink' (Walde LEW1 s. v.); to κομψός (WP. 1, 403); from *χόθμος to IE. * ghodh- `unite, be strongly connected' (Carnoy REGr. 69, 279f.).Page in Frisk: 1,929-930Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > κόσμος
См. также в других словарях:
Κοσμᾶς — masc acc pl (attic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κοσμάς — I Ορεινός οικισμός (υψόμ. 1.140 μ., 581 κάτ.) στην πρώην επαρχία Κυνουρίας του νομού Αρκαδίας. Βρίσκεται στο νοτιοανατολικό άκρο του νομού, στις ανατολικές πλαγιές του Πάρνωνα, 115 χλμ. ΝΑ της Τρίπολης. Αποτελεί έδρα της ομώνυμης κοινότητας. II… … Dictionary of Greek
Κοσμάς — Sp Kòzmas Ap Κοσμάς/Kosmas L P Graikija … Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė
Κοσμάς ο Αιτωλός — (Μεγάλο Δένδρο Αιτωλίας 1714 – Καλικόντασι Βορείου Ηπείρου 1779). Λαϊκός ιεροκήρυκας και νεομάρτυρας. Έλαβε μέτρια μόρφωση σε σχολεία της επαρχίας του και διορίστηκε δάσκαλος στη Λομποτινά της Ναυπακτίας. Αργότερα μετέβη στο Άγιον Όρος, μόνασε… … Dictionary of Greek
Κοσμάς ο εκ Πράγας — (Πράγα 1046 – 1125). Τσέχος χρονογράφος. Διετέλεσε γραμματέας του αυτοκράτορα Ερρίκου Δ’ και πρωθιερέας του καθεδρικού ναού της Πράγας, ιδιότητα με την οποία συνόδευσε πολλούς επισκόπους σε ταξίδια τους στη Γερμανία και στην Ιταλία. Του… … Dictionary of Greek
Κοσμάς ο Ινδικοπλεύστης — (6ος αι. μ.Χ.). Έμπορος και περιηγητής από την Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου. Το 522 ταξίδεψε για εμπορικούς σκοπούς στην Αιθιοπία, στην ανατολική Αφρική, στην Αραβία και έφτασε, ίσως, έως την Ινδική χερσόνησο (απ’ όπου προέρχεται και η επονομασία… … Dictionary of Greek
Κοσμάς ο Μελωδός — (Δαμασκός; περ. 685 – Μαϊουμά, Παλαιστίνη περ. 750). Επίσκοπος Μαϊουμά και εκκλησιαστικός υμνογράφος. Είναι γνωστός επίσης με τα επίθετα Ιεροσολυμίτης και Αγιοπολίτης. Έμεινε ορφανός σε μικρή ηλικία και τον υιοθέτησε ο πατέρας του Ιωάννη του… … Dictionary of Greek
Κοσμάς, Γεώργιος — (τέλη 18ου – αρχές 19ου αι.). Κλέφτης από τον Αετό της Τριφυλίας. Πρωτοστάτησε στην απαγωγή και στην αιχμαλωσία του πρωτοσύγκελου Χριστιανουπόλεως, Άνθιμου Ανδριανόπουλου (που καταγόταν από τους Γαργαλιάνους), έπειτα από ενέδρα στον κάμπο της… … Dictionary of Greek
Αθερινός, Κοσμάς Ιωάννου — Αγωνιστής του 1821. Βλ. λ. Αθρινός, Κοσμάς … Dictionary of Greek
Αιτωλός, Κοσμάς — Βλ. λ. Κοσμάς ο Αιτωλός … Dictionary of Greek
Άγιος Κοσμάς — Ονομασία τριών οικισμών. 1. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 950 μ., 68 κάτ.) του νομού Γρεβενών. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Κοσμά του Αιτωλού. 2. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 630 μ., 46 κάτ.) στην πρώην επαρχία Πωγωνίου του νομού Ιωαννίνων. Υπάγεται… … Dictionary of Greek