Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

Κοσμᾶς

См. также в других словарях:

  • Κοσμᾶς — masc acc pl (attic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κοσμάς — I Ορεινός οικισμός (υψόμ. 1.140 μ., 581 κάτ.) στην πρώην επαρχία Κυνουρίας του νομού Αρκαδίας. Βρίσκεται στο νοτιοανατολικό άκρο του νομού, στις ανατολικές πλαγιές του Πάρνωνα, 115 χλμ. ΝΑ της Τρίπολης. Αποτελεί έδρα της ομώνυμης κοινότητας. II… …   Dictionary of Greek

  • Κοσμάς — Sp Kòzmas Ap Κοσμάς/Kosmas L P Graikija …   Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė

  • Κοσμάς ο Αιτωλός — (Μεγάλο Δένδρο Αιτωλίας 1714 – Καλικόντασι Βορείου Ηπείρου 1779). Λαϊκός ιεροκήρυκας και νεομάρτυρας. Έλαβε μέτρια μόρφωση σε σχολεία της επαρχίας του και διορίστηκε δάσκαλος στη Λομποτινά της Ναυπακτίας. Αργότερα μετέβη στο Άγιον Όρος, μόνασε… …   Dictionary of Greek

  • Κοσμάς ο εκ Πράγας — (Πράγα 1046 – 1125). Τσέχος χρονογράφος. Διετέλεσε γραμματέας του αυτοκράτορα Ερρίκου Δ’ και πρωθιερέας του καθεδρικού ναού της Πράγας, ιδιότητα με την οποία συνόδευσε πολλούς επισκόπους σε ταξίδια τους στη Γερμανία και στην Ιταλία. Του… …   Dictionary of Greek

  • Κοσμάς ο Ινδικοπλεύστης — (6ος αι. μ.Χ.). Έμπορος και περιηγητής από την Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου. Το 522 ταξίδεψε για εμπορικούς σκοπούς στην Αιθιοπία, στην ανατολική Αφρική, στην Αραβία και έφτασε, ίσως, έως την Ινδική χερσόνησο (απ’ όπου προέρχεται και η επονομασία… …   Dictionary of Greek

  • Κοσμάς ο Μελωδός — (Δαμασκός; περ. 685 – Μαϊουμά, Παλαιστίνη περ. 750). Επίσκοπος Μαϊουμά και εκκλησιαστικός υμνογράφος. Είναι γνωστός επίσης με τα επίθετα Ιεροσολυμίτης και Αγιοπολίτης. Έμεινε ορφανός σε μικρή ηλικία και τον υιοθέτησε ο πατέρας του Ιωάννη του… …   Dictionary of Greek

  • Κοσμάς, Γεώργιος — (τέλη 18ου – αρχές 19ου αι.). Κλέφτης από τον Αετό της Τριφυλίας. Πρωτοστάτησε στην απαγωγή και στην αιχμαλωσία του πρωτοσύγκελου Χριστιανουπόλεως, Άνθιμου Ανδριανόπουλου (που καταγόταν από τους Γαργαλιάνους), έπειτα από ενέδρα στον κάμπο της… …   Dictionary of Greek

  • Αθερινός, Κοσμάς Ιωάννου — Αγωνιστής του 1821. Βλ. λ. Αθρινός, Κοσμάς …   Dictionary of Greek

  • Αιτωλός, Κοσμάς — Βλ. λ. Κοσμάς ο Αιτωλός …   Dictionary of Greek

  • Άγιος Κοσμάς — Ονομασία τριών οικισμών. 1. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 950 μ., 68 κάτ.) του νομού Γρεβενών. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Κοσμά του Αιτωλού. 2. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 630 μ., 46 κάτ.) στην πρώην επαρχία Πωγωνίου του νομού Ιωαννίνων. Υπάγεται… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»