Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

κομματίας

См. также в других словарях:

  • κομματίας — κομματίας, ὁ (Α) αυτός που μεταχειρίζεται μικρές προτάσεις κατά την ομιλία του. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόμμα, ατος «μικρό μέρος περιόδου, κώλον» + επίθημα ίας (πρβλ. δογματ ίας, τραυματ ίας)] …   Dictionary of Greek

  • κομματίας — κομματίᾱς , κομματίας one who speaks in short clauses masc acc pl κομματίᾱς , κομματίας one who speaks in short clauses masc nom sg (attic epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κομματίου — κομμάτιον small logs neut gen sg κομματίας one who speaks in short clauses masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»