-
1 κοπώ
κόπτωcut: aor subj pass 1st sg (attic epic doric)κοπάζωgrow weary: fut ind act 1st sg (attic epic ionic)κοπόωweary: pres subj act 1st sgκοπόωweary: pres ind act 1st sg -
2 κοπῶ
κόπτωcut: aor subj pass 1st sg (attic epic doric)κοπάζωgrow weary: fut ind act 1st sg (attic epic ionic)κοπόωweary: pres subj act 1st sgκοπόωweary: pres ind act 1st sg -
3 κόπω
κόποςstriking: masc nom /voc /acc dualκόποςstriking: masc gen sg (doric aeolic)κοπόωweary: pres imperat act 2nd sg (doric aeolic)κοπόωweary: imperf ind act 3rd sg (doric aeolic)——————κόποςstriking: masc dat sg -
4 κόπῳ
Βλ. λ. κόπω -
5 κόπῳ
[в] трудетрудеΕλληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > κόπῳ
-
6 ύαλο κοπώ
[иалокопо] р. сверкать, блестеть, сиять,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > ύαλο κοπώ
-
7 ύαλο κοπώ
[иалокопо] ρ сверкать, блестеть, сиять. -
8 κόπωι
κόπῳ, κόποςstriking: masc dat sg -
9 κόπος
A striking, beating, ὀξύχειρι σὺν κόπῳ (Pauw for κτύπῳ) A.Ch.23 (lyr.); στέρνων κόπους (Seidler for κτύπους) E.Tr. 794 (anap.); = κοπανισμός, Hsch.II toil and trouble, suffering, A. Supp. 210 (pl.);ἀνδροδάϊκτος κόπος Id.Fr. 132a
p.Ar.Ra. 1265; pain of a disease, S.Ph. 880; κόπους παρέχειν τινί to give trouble, Ev.Matt.26.10, al., PTeb.21.10 (ii B. C.), BGU844.10 (i A. D.);κόπον ἔχειν Phld. Mus.p.62
K.;πάντα κ. ἀναδεξάμενος SIG761
B6 (Delph., i B. C.).2 fatigue, Hp.VM21, Gal.6.190; κόπου ὕπο from very weariness, E. Ba. 634;κόπῳ παρεῖμαι Id.Ph. 852
; κόπῳ δαμέντες, ἁλίσκεσθαι, Id.Rh. 764, Th.7.40;τῷ κ. ξυνεῖναι Ar.Pl. 321
;τὰ γόνατα κ. ἕλοι μου Id.Lys. 542
: in pl., E.Rh. 124;κόποι καὶ ὕπνοι Pl.R. 537b
, cf. X.Eq. 4.2, 2 Ep.Cor.6.5, etc.; περὶ κόπων title of work by Thphr.3 work, exertion,καμάραν ἀφ' ἱδίων κόπων ἐποίησεν IG12(7).384
([place name] Amorgos), cf. BGU884.10 (i A. D.); κόπῳ κόπον λύειν prov. in Orib.Eup. 1.2.8. -
10 ΚΌΠος
ΚΌΠος, ὁ, 1) das Schlagen, der Schlag; Aesch. bei Aristoph. Ran. 1265 Φϑιῶτ' Ἀχιλλεῦ, τί ποτ' ἀνδροδάϊκτον ἀκούων ἰὴ κόπον οὐ πελάϑεις ἐπ' ἀρωγάν (Aesch. frgm. Dind. 1251; – bes. das Schlagen der Brust, als Zeichen der Wehklage, planctus, κόπων οἴκτειρε μὴ 'πολωλότας Aesch. Suppl. 206. – 2) Ermüdung nach der Anstrengung, Mattigkeit; κόπῳ παρεῖσϑαι Eur. Phoen. 859; ὑπὸ κόπου παρεῖσϑαι Bacch. 643; καματηρός Ar. Lys. 541; κόποι καὶ ὕπνοι Plat. Rep. VII, 537 b; Xen. re equ. 4, 2; Sp., κόπῳ δαμείς Anacr. 31, 5. Auch von einer Krankheit, ἡνίκ' ἂν κόπος μ' ἀπαλλάξῃ ποτέ Soph. Phil. 868.
-
11 προ-εκ-λύω
προ-εκ-λύω (s. λύω), vorher auflösen, schwächen, τῷ κόπῳ τὰ σώματα τῶν πολεμίων Pol. 15, 16, 3.
-
12 σύν-ειμι
σύν-ειμι, mit, zugleich, zusammen sein, ἔμελλον ἔτι ξυνέσεσϑαι ὀϊζυῖ, Od. 7, 270, noch Unglück erleben; umgehen, πολλοῖς μὲν ἀεὶ νυκτέροις ὀνείρασιν ξύνειμι, Aesch. Pers. 173; Soph. Phil. 481 El. 256 u. öfter; von ehelicher Gemeinschaft, 268. 350, wie Eur. Hel. 304 u. öfter; u. in Prosa, ποίαν χρὴ ποίῳ ἀνδρὶ συνοῠσαν ὡς ἀρίστους παῖδας τίκτειν Plat. Theaet. 149 d; Xen. Cyn. 3, 1, 39; oft von Zuständen, in denen man sich befindet, οἵᾳ νόσῳ ξύνεστιν (πόλις), Soph. O. R. 303; u. umgekehrt, ὅτῳ γάμοι ξυνόντες εὑρέϑησαν ἀνόσιοι, O. C. 950; τοῖς πάλαι νοσήμασι ξυνοῦσι λυπεῖσϑαι, Ai. 331; ἐμοὶ οὐδὲ ξύνεστιν ἐλπίς, Eur. Troad. 677; ξυνεῖναι τῷ κόπῳ, Ar. Plut. 521; γνώμαις καὶ μερίμναις, Nubb. 1386; ἡδοναῖς, Plat. Rep. IX, 586 b; δείμασι, Legg. VII, 791 b; ξυνῆν ἐμαυτῷ, Xen. Hier. 6, 2; τοὺς τῇ γεωργίᾳ συνόντας, die sich mit dem Ackerbau beschäftigen, Oec. 15, 12; ταῖς πόλεσιν, Hier. 2, 14; Sp., ἀπορίᾳ σύνεσμεν Luc. Cronos. 11, εὐδαιμονίᾳ bis accus. 3. – Bes. es mit Jemandem halten, ihm beistehen, Δίκη ξυνοῠσα φωτὶ παντόλμῳ φρένας, Aesch. Spt. 653; ὑμῖν Δίκη χοἰ πάντες εὖ ξυνεῖεν εἰςαεὶ ϑεοί, Soph. O. R. 275; τίς σοι ξυνέσται χείρ; Eur. Hec. 879; ταῖς γνώμαις ἑτέρων, Ar. Vesp. 1460; und als Schüler, um Jemandes Unterricht zu genießen, mit ihm umgehen, Plat. Theaet. 151 a Alc. I, 118 c; τὸ συνεῖναι ἀλλήπολλοῖς τῶν νέων αὐτόϑι καὶ διαλεξόμεϑα, Rep. I, 328 a; adj. verb., ὡς πάντως συνεστέον Πρωταγόρᾳ, Prot. 313 b; οἱ συνόντες, die Versammelten, auch die Gäste, Xen. Conv. 1, 15. 6, 2; Schüler, Mem. 1, 4, 1; Vertrau'te, Pol. 4, 24, 2; Luc. Iov. trag. 27 verbindet σύνεστιν ἐπὶ φιλοσοφίᾳ πολλοῖς τῶν νέων; vgl. auch rhet. praec. 23.
-
13 ἀπ-αυδάω
ἀπ-αυδάω, 1) untersagen, verbieten, absol., Soph. Phil. 1293; μή c. inf., Ai. 706 O. R. 236; μὴ διδόναι Ar. Equ. 1067; Ran. 369 die Steigerung αὐδῶ, ἀπαυδῶ, μάλ' ἀπαυδῶ; Eur. Suppl. 469. – 2) die Kraft (zum Reden) verlieren, auch verzichten auf etwas, entsagen, πόνοις Ep. ad. 47 (V, 168); vgl. Eur. Andr. 87; ἀπαυδήσας κόπῳ Bab. 7, 8, s. auch ἀπειπεῖν; aber c. accus., πόνους, vor den Mühen zagen, Eur. Suppl. 342; νεῖκος ἀπαυδῶν Theocr. 22, 129; πρός τι Plut. def. orac. 51; ib. 38 ist τὸ ἀπαυδᾶν τὰ μαντεῖα das Verstummen der Orakel; ermüden, Luc. Merc. Cond. 39; von Pflanzen, absterben, Theophr. – 3) verstummen, Luc. Philopat. 18.
-
14 απαυδαω
-
15 κοπος
ὅ тж. pl.1) удар(ἀνδροδάϊκτος Aesch.)
κόποι στέρνων Eur. — биение себя в грудь2) страдание, боль(ἡνίκ΄ ἂν κ. μ΄ ἀπαλλάξῃ ποτέ Soph.)
3) утомление, усталость(κόποι καὴ ὕπνοι Plat.; κόποι θερινοί Arst.)
4) труд5) неприятность, страдание -
16 παριημι
(fut. παρήσω, aor. παρῆκα, pf. παρεῖκα; aor. 2 med. παρείμην; pass.: aor. παρείθην, pf. παρεῖμαι)(πέπλον ἀπ΄ ὀμμάτων Eur.)
ἥ παρείθη μήρινθος ποτὴ γαῖαν Hom. — (простреленная) нить упала на землю2) упускать, пренебрегать(οὐδέν Her.; τὸν καιρόν Thuc.)
ἄρρητον π. τι Plat. — умолчать о чем-л.;ὑπὲρ τοιούτων ἥκιστα παρετέον Arst. — эти вопросы отнюдь не следует обходить молчанием;οὐδὲν παρήσω τῆς ἀληθείας ἔπος Soph. — я не скрою ни одного слова правды;παριείς τι Soph. — оставляя без внимания что-л., пренебрегая чем-л.3) пропускать, пережидать(τὸν χειμῶνα παρείς Her.)
ἕνδεκα ἡμέρας παρέντες μετά τι Her. — спустя одиннадцать дней после чего-л.;νύκτα μέσην παρέντες Her. — после полуночи4) оставлять, прекращать(γόον Eur.)
π. πόθον τινός Eur. — оставить мысль об этом5) ослаблять, изнурять(κόπῳ παρεῖμαι, παρειμένος νόσῳ Eur.)
ὕπνῳ παρειμένος Eur. — сраженный сном7) предоставлять, уступать(νίκην τινί Her.; τινὴ τέν ἀρχήν Thuc.)
ἑαυτὸν κυμάτων δρομήμασιν π. Eur. — отдаваться на волю волн8) позволять, разрешатьἀλλὰ παρίημι, ἀλλ΄ ἐρώτα Plat. — да, пожалуйста, спрашивай9) пропускать, допускать, впускать(τινὰ ἐς τέν ἀκρόπολιν Her., med. εἰς τὰς ἀκροπόλεις Dem.)
μέ παρίωμεν εἰς τέν ψυχήν … Plat. — не будем допускать мысли …10) med. упрашивать, выпрашивать (себе)οὐκ ἂν παρείμην οἷσι μέ δοκῶ φρονεῖν Soph. — я не стану уверять тех, по мнению которых я говорю вздор -
17 косить
косить Iнесов1. с.-х. κοσίζω, χορτο-κοπῶ, θερίζω·2. черен, (об эпидемии и, т. п.) θερίζω, ἀφανίζω.косить IIнесов (глазами) στραβίζω, ἀλλοιθωρίζω. -
18 парить
парить Iнесов1. (белье, бочку и т. п.) κλιβανίζω, ζεματίζω·2. (репу и т. п.) τσιγαρίζω·3. безл:парит ἐχει πνιγηρή ἀτμόσφαιρα, ἐχει πνιγούρα.парить IIнесов πετώ, βρίσκομαι μετέωρος, ζυγίζομαι (στον ἀέρα):\парить в воздухе αίωροῦμαι, εἶμαι μετέωρος' ◊ \парить в облаках βρίσκομαι στά σύννεφα, φαντασιο-κοπῶ. -
19 κόπος
-ου + ὁ N 2 2-2-8-15-9=36 Gn 31,42; Dt 1,12; Jgs 10,16; Jer 20,18work, labour Gn 31,42; trouble Ps 9,28 (10,7); trouble, difficulty 1 Mc 10,15; suffering Jgs 10,16; reward for labour Sir 14,15παρέσχον κόπον τοῖς βοηθήσασιν αὐτοῖς they caused trouble for those that had helped them Sir 29,4*Mal 2,13 ἐκ κόπων because of troubles-און/מ for MT אין/מ without, because not; *Jb 4,2 ἐν κόπῳ in weariness-תלאה/ב for MT תלאה לאה you will be rejected or you will be weary?Cf. DOGNIEZ 1992, 114; DRESCHER 1970, 142-145; SPICQ 1982, 404-412; →NIDNTT; TWNT -
20 громыхать
ρ.δ. βροντώ, μπουμπουνίζω, βροντοβολώ, -κοπώ• κροτω.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
κοπώ — κοπῶ, όω (ΑM) [κόπος] κουράζω, ταλαιπωρώ, καταπονώ («εἴ τις κοπώσειε βαρυτέραις γυμνασίαις», Δίων Χρυσ.) μσν. ενεργώ, προσπαθώ … Dictionary of Greek
-κοπώ — άω β συνθετικό ρημάτων τής Νέας Ελληνικής το οποίο σημαίνει επίταση ή επανάληψη αυτού που δηλώνει το α συνθετικό. Τα ρ. τής Αρχαίας Ελληνικής σε κοπώ σχηματίζονταν σε έω / ῶ, ήταν παρασύνθετα από ονόματα σε κόπος (< κόπτω) και διατηρούσαν τη… … Dictionary of Greek
κοπῶ — κόπτω cut aor subj pass 1st sg (attic epic doric) κοπάζω grow weary fut ind act 1st sg (attic epic ionic) κοπόω weary pres subj act 1st sg κοπόω weary pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κόπω — κόπος striking masc nom/voc/acc dual κόπος striking masc gen sg (doric aeolic) κοπόω weary pres imperat act 2nd sg (doric aeolic) κοπόω weary imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κόπῳ — κόπος striking masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κόπωι — κόπῳ , κόπος striking masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αγκυλοκοπώ — ἀγκυλοκοπῶ ( έω) (Μ) προκαλώ αναπηρία σε κάποιον κόβοντάς του τον τένοντα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀγκύλος + κατάληξη κοπῶ (πρβλ. γλεντοκοπώ, μεθοκοπώ κ.ά.), από παρασύνθ. σέ κοπώ (βωλο κοπώ, σφυρο κοπώ κ.ά.), σχηματισμένα από σύνθετα σε κόπος] … Dictionary of Greek
ζεστοκοπώ — άω ζεσταίνομαι ή ζεσταίνω πολύ κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζέστη + κοπώ* (πρβλ. γλεντο κοπώ, ιδρω κοπώ)] … Dictionary of Greek
θαλασσοκοπώ — θαλασσοκοπῶ, αττ. τ. θαλαττοκοπῶ, έω (Α) χτυπώ, δέρνω τη θάλασσα, ματαιολογώ, λέω άσκοπα και θορυβώδη λόγια. [ΕΤΥΜΟΛ. < θαλασσο * + κοπώ (< κόπος < κόπτω), πρβλ. ξυλο κοπώ, σφυρο κοπώ] … Dictionary of Greek
θαμποκοπώ — άω 1. είμαι θαμπός, θολός 2. (για το φως τής ημέρας και τις φωτιζόμενες εκτάσεις) είμαι σκιερός, δεν φαίνομαι καθαρά. [ΕΤΥΜΟΛ. < θαμπός + κοπώ* (πρβλ. βρομο κοπώ, γλεντο κοπώ] … Dictionary of Greek
θεροκοπώ — (Μ θεροκοπῶ, έω) θερίζω συνεχώς και με ζήλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < θέρος «θερισμός» + κοπώ (< κόπος < κόπτω), πρβλ. γλεντο κοπώ, μεθο κοπώ] … Dictionary of Greek