-
1 διάμετρος
διάμετροςdiametrical: masc nom sg -
2 διάμετρος
διάμετρ-ος, ον,II Subst. δ. (sc. γραμμή), ἡ, diagonal of a parallelogram, Pl.Men. 85b,al.; κατὰ δ. συντίθεσθαι, of triangles, by the hypotenuses, Id.Ti. 54d; diameter of a circle, Arist.Cael. 271a12, etc.; axis of a sphere, Id.MA 699a29; diameter of other curves, Apollon.Perg.Con.1Def.1; axis of a conic, Archim.Aequil.2.10; ἡ κατὰ διάμετρον σύζευξις, of circles, Arist.EN 1133a6;τὰ κατὰ δ. Id.Cael. 277a24
;κεῖσθαι κατὰ δ. Id.Mete. 363a34
, al.; κατὰ δ. κινεῖσθαι, of quadrupeds, which move the legs cross-corner-wise, as horses when trotting (opp. κατὰ πλευρὰν κινεῖσθαι ambling, in which the legs on either side move together), Id.HA 490b4, IA 712a25, cf. Plu. 2.43a; ἐκ διαμέτρου ἀντικείμενος, of planets, in opposition, PMag. Par.1.2221;ἐκ διαμέτρου ἡμῖν οἱ βίοι Luc.Cat.14
.2 prob. mitre-square, Ar.Ra. 801.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διάμετρος
-
3 διάμετρος
diameterΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > διάμετρος
-
4 διαμέτρους
διάμετροςdiametrical: masc acc pl -
5 διαμέτρως
διάμετροςdiametrical: masc acc pl (doric) -
6 διάμετροι
διάμετροςdiametrical: masc nom /voc pl -
7 διαμέτρω
διάμετρονmeasured allowance: neut nom /voc /acc dualδιάμετρονmeasured allowance: neut gen sg (doric aeolic)διάμετροςdiametrical: masc nom /voc /acc dualδιάμετροςdiametrical: masc gen sg (doric aeolic)——————διάμετρονmeasured allowance: neut dat sgδιάμετροςdiametrical: masc dat sg -
8 διαμέτροις
διάμετρονmeasured allowance: neut dat plδιάμετροςdiametrical: masc dat pl -
9 διαμέτρου
διάμετρονmeasured allowance: neut gen sgδιάμετροςdiametrical: masc gen sg -
10 διαμέτρωι
διαμέτρῳ, διάμετρονmeasured allowance: neut dat sgδιαμέτρῳ, διάμετροςdiametrical: masc dat sg -
11 διαμέτρων
διάμετρονmeasured allowance: neut gen plδιάμετροςdiametrical: masc gen pl -
12 διάμετρον
διάμετρονmeasured allowance: neut nom /voc /acc sgδιάμετροςdiametrical: masc acc sg -
13 δίπους
-
14 διχάμετρος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διχάμετρος
-
15 πλάγιος
A placed sideways, athwart,τριήρεις Th.7.59
, etc.; π. φορά oblique motion, Pl.Ti. 39a ; opp. ἀντία (direct), ib. 43e ; πλάγιον θεῖναί τι, opp. ὀρθόν, X.Oec.19.9 ; l.c.; μαστοὶ π. pointing sideways, Arist.PA 688a35 : Geom., π. διάμετρος transverse diameter, Apollon.Perg.Con.1 Def.1.5 ; π. πλευρά ib.1.14; τὰ π., of the regions round the celestial poles, as being transverse to the diurnal rotation, Arist.Cael. 285b12 ; horizontal,μεσηγὺ δύο στύλων στρωτῆρα π. εὖ προσδῆσαι Hp.Art.7
;πλάγι' ἐστὶ τἄλλα, τοῦτο δ' ὀρθὸν θηρίον Philem.3
; of window bars, opp. ἀντία, PCair.Zen.663.8 (iii B. C.); so ξύλον κρεμάσαι π. Paul.Aeg.6.99 ; π. Σελήνη, opp. ὀρθή, Cat.Cod.Astr.8(3).174; πλαγία φάλαγξ an army in march with extended front, transverse to the direction of march, Ascl.Tact.10.1, 11.1; also of ships,π. παραβάλλουσαι ἀλλήλαις Plb.1.22.9
;παρεδίδου π. [τὰς τριήρεις] τοῖς Ἕλλησι Plu.Them.14
;π. ὥσπερ πνεύματι παραδιδοὺς ἑαυτόν Id.2.28d
.2 πλάγια, τά, sides, flanks,τῆς Σκυθικῆς Hdt.4.49
; τὸ π., of the body, Arist.PA 657b21, IA 713b31.b esp. in military sense, τοῖς π. ἐπιέναι attack the flanks, Th.4.32 ; εἰς τὰ π. παραγαγεῖν, παραπέμψαι, to make an army file off right and left, X.An.3.4.14, 6.3.15 ; π. λαβεῖν τοὺς πολεμίους to take the enemy in flank, Id.Cyr.7.1.26, etc.;π. παραπορεύεσθαι Plb.6.40.7
.3 of ground, sloping, Gp.2.46.2.4 freq. with Preps. in adv. sense, εἰς τὸ π. sideways, [ῥὶς] ἐς τὸ π. κατάγνυται Hp.Art. 38
;δρέπανα εἰς π. ἀποτεταμένα X.An.1.8.10
;ἐς τὰ π. παραπλέοντες Th.7.40
; opp. εἰς τὸ ἀντίον, X.Eq.12.12 ; εἰς πλάγια, opp. καταντικρύ, Pl.Tht. 194b ; ἐκ πλαγίου, opp. καταντικρύ, Id.R. 598a ; ἐκ πλαγίου in flank, esp. in military sense, Th.4.33, 7.6, X.HG6.5.26 ; ἐκ τῶν π. Arist.Mete. 377b29; ἐκ π. Id.Pr. 912b28;ἐκ πλαγίων τῆς σκηνῆς LXX Nu.3.29
;ἐκ πλαγίας Arist.Mete. 372a11
; ἐν τῷ π. ib. 378a3 ; ἐπὶ τὸ π. Id.IA 712b17; πρόσθεν ἢ κατὰ <τὰ> πλάγια in front or in flank, X. Cyr.5.2.1: regul.Adv. - ίως rare, Aen.Tact.32.2 (cj.), Arist.Mech. 850b37, Luc.Symp.47 : neut. πλάγιον as Adv., Inscr.Prien.363.13 (iv B. C.), al.II metaph., crooked, treacherous,φρένες Pi.I.3.5
;σὺν πλαγίῳ κόρῳ στείχοντα Id.N.1.64
;πλάγια φρονεῖν E.IA 332
;πλάγιοι ταῖς ψυχαῖς Plb.4.8.11
; π. ἐν τῷ πολέμῳ wavering, Id.30.1.6, etc.; προβλήματα π. involving arrière-pensée, Hermog.Inv.4.13. Adv. - ίως, χρώμενοι ταῖς διαβολαῖς Plu.2.856c
; but simply, indirectly, by implication, Ph.2.173 ; with an innuendo, Plu.2.205b.III Gramm., πτῶσις πλαγία oblique case, Stoic.2.60: freq. in pl., D.H.Comp.6, A.D.Pron. 23.1,al., S.E.M.1.177.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πλάγιος
-
16 τρίπεδος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τρίπεδος
-
17 ἀντίζηλος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀντίζηλος
-
18 ἀντιζυγής
ἀντιζῠγ-ής, ές,A = διάμετρος, Petos. ap. Vett.Val.128.25.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀντιζυγής
-
19 ἀντίθετος
ἀντί-θετος, ον,A opposed, antithetic, ἀ. εἰπὼν οὐδέν Timoel. 127;φύσιν ἔχειν ἀ. πρός τι Plu.2.672c
;ἀρεταῖς κακίαι ἀ. S.E.M.9.156
, cf. Plot.2.5.2, Phld.Ir.p.87 W.: c.gen., inconsistent with, PTeb.24.63. Adv. [suff] ἀντί-τως,συζυγεῖν Plu.2.1022e
, cf. Demetr.Eloc.24; ἀ. ἔχειν, of bones in arm, Heliod. ap. Orib.44.23.27; ἀ. ἀντικεῖσθαι, of ὑγίεια and νόσος, opp. ἀντιφατικῶς, Alex.Aphr. in Top.580.1.2=διάμετρος, Vett.Val.340.23.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀντίθετος
-
20 ἀντίος
A set against, and so,I in local sense, face to face, opposite,ἀντίοι ἔσταν ἅπαντες Il.1.535
; ἀντίος ἦλθε θέων went to meet them, 6.54; though she faced him,Od.
19.478; esp. in battle, Il.11.216, etc.:ἐχώρεον.. οἱ Πέρσαι ἀντίοι Hdt.9.62
;ἐκ τοῦ ἀντίου προσφέρεσθαι X.Cyr.1.4.8
; ἀντίος ἐλαύνειν ibid.;ἐκ τῆς ἀντίης προσπλέειν Hdt.8.6
;κατ' ἀντίον Hp. VC11
:—freq. c. gen., which often precedes,Ἀγαμέμνονος ἀντίος ἐλθών Il.11.231
, cf. 5.301, 7.98; but also follows,ἀ. ἦλθεν ἄνακτος Od.16.14
, cf. Il.17.31, etc.: less freq. in Hom. c. dat.,ὅς ῥά οἱ ἀ. ἦλθε 15.584
, cf. 7.20; but mostly so after Hom.,ἀντίαι ἵζοντο τοῖσι Πέρσῃσι Hdt.5.18
, cf. Pi.N.10.79, E.Supp. 667, X.An.1.8.17, etc.;ἀ. ἐς.. h.Merc. 345
; = διάμετρος, Man.3.339.b direct, opp. πλάγιος, Antyll. ap. Orib.44.23.9, cf. Heliod.ib.28.2 opposite, contrary,τὸν ἀ. τοῖσδε λόγον A.Ag. 499
; τούτοις ἀντία opinions opposed to these, E.Supp. 466; ἁδεῖα μὲν ἀντία δ' οἴσω with pleasure [ I speak], though I shall offer reproof, S.Tr. 122; οἱ ἀντίοι, = οἱ ἐναντίοι, Pi.P. 1.45 (so later, PTeb.43.21 (ii B.C.));εἰς τὸ ἀντίον X.Eq.12.12
; also λόγοι ἀντίοι ἢ οὓς ἤκουον words the very reverse of those I have heard, Id.An.6.6.34.II as Adv. in neut. ἀντία and ἀντίον, against, over against, abs.,ἀντίον ἷζεν Od.14.79
, cf. 17.334, etc.: more freq. like a Prep. c. gen.,ἀντἴ ἐμεῖο στήσεσθαι Il.21.481
; ἀντία δεσποίνης φάσθαι before her, Od.15.377; so ἀντία σευ in thy presence, Hdt.7.209, cf. 1.133; ἀντίον τοῦ μεγάρου facing it, Id.5.77; , cf. 3.160, al.;τἀνδρὸς ἀντίον μολεῖν S.Tr. 785
: so,2 against,ὅς τις σέθεν ἀντίον εἴπῃ Il.1.230
;ἀντίον αὐτῶν φωνὴν ἱέναι Hdt.2.2
;ἐρίζειν ἀντία τοῖς ἀγαθοῖς Pi.P.4.285
: c. dat.,ἰέναι ἀντία τοῖσι Πέρσῃσι ἐς μάχην Hdt.7.236
;ὕδωρ καπνῷ φέρειν ἀντίον Pi.N.1.25
.4 ἀντία εἶναι to be present, help, of a god, Milet.7p.64 (ii/iii A.D.).—The word is almost confined to Poets and [dialect] Ion. Prose; in [dialect] Att. Prose ἐναντίος is preferred, though X. uses ἀντίος.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
διάμετρος — diametrical masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διάμετρος — Κάθε χορδή που περνά από το κέντρο ενός κύκλου ή μίας σφαίρας· το μήκος της είναι διπλάσιο από το μήκος της ακτίνας του κύκλου ή της σφαίρας. Ο ίδιος ορισμός δίνεται για οποιαδήποτε κωνική τομή με κέντρο (έλλειψη, υπερβολή). Προκειμένου για την… … Dictionary of Greek
διάμετρος — η η ευθεία γραμμή που περνάει από το κέντρο ενός κύκλου και καταλήγει σε δύο αντίθετα σημεία της περιφέρειας: Μετρούσε τη διάμετρο του πηγαδιού … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
διαμέτρους — διάμετρος diametrical masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαμέτρως — διάμετρος diametrical masc acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διάμετροι — διάμετρος diametrical masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Список обозначений в физике — Необходимо проверить качество перевода и привести статью в соответствие со стилистическими правилами Википедии. Вы можете помочь … Википедия
κύκλος — Κάθε καμπύλη του επιπέδου που αποτελεί τον γεωμετρικό τόπο των σημείων του που ισαπέχουν από ένα ορισμένο σημείο. Αν Ε είναι ένα επίπεδο, Ο ένα σημείο του και ρ θετικός αριθμός, τότε υπάρχει ένας και μόνο ένας κ. του επιπέδου Ε με την ιδιότητα… … Dictionary of Greek
βροχή — Η συνηθέστερη από τις ατμοσφαιρικές κατακρημνίσεις (β., χιόνι, χαλάζι κλπ.)· αποτελείται από υδροσταγόνες που πέφτουν στο έδαφος από τα νέφη, τα οποία προέρχονται από τη συμπύκνωση των ατμοσφαιρικών υδρατμών. Διακρίνεται από την ομίχλη από τη… … Dictionary of Greek
μετάξι — Πολύτιμη στιλπνή υφαντική ίνα, ζωικής προέλευσης, που παράγεται από την προνύμφη (μεταξοσκώληκας) του λεπιδοπτέρου Bombyx mori. Η επεξεργασία του μ. που έχει ως σκοπό την κατασκευή όσο το δυνατόν πιο ομοιόμορφης κλωστής από τα κουκούλια,… … Dictionary of Greek
Κορέα, Βόρεια — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κορέας Έκταση: 120.540 τ. χλμ. Πληθυσμός: 22.224.195 (2002) Πρωτεύουσα: Πιονγκγιάνγκ (2.741.260 κάτ. το 1993)Κράτος της ανατολικής Ασίας, το οποίο καταλαμβάνει το βόρειο τμήμα της κορεατικής χερσονήσου.… … Dictionary of Greek