-
1 ζευγνύω
ζεύγνῡμι u. ζευγνύω, (1) anjochen, anspannen; ἵππους ζεύγνυσϑαι. die Rosse für sich anspannen. Auch vom Reitpferde: aufzäumen, satteln. (2) übh. zusammenfügen, verbinden, σανίδες ἐζευγμέναι, fest zusammengefügte. Dah. (a) durch die Ehe verbinden, heiraten. (b) durch Brücken verbinden. (c) ναῦς, Schiffe in Stand setzen, kalfatern -
2 παρα-ζεύγνῡμι
παρα-ζεύγνῡμι u. παρα-ζευγνύω (s. ζεύγνυμι), danebenjochen, anspannen, verbinden, Eur. Ion 22; auch γυνὴ παραζευχϑεῖσα ἀνδρί, frg. bei Stob. Floril. 67, 8; und in späterer Prosa, δημοσίους αὐτοῖς δύο ϑεράποντας παραζεύξας, D. Hal. 4, 62; Plut.
-
3 ζεύγνῡμι
ζεύγνῡμι u. ζευγνύω, ζεύγνυε, Strat. 48 (XII, 206), ζεύξω, ἔζευξα, pert. pass. ἔζευγμαι, aor. gew. ἐζύγην, auch ἐζεύχϑην, Tragg., z. B. Soph. Ant. 945, doch auch Plat. Polit. 302 e; – 1) anjochen, anspannen, oft bei Hom. ἵππους, ἡμιόνους, βόας, auch mit dem Zusatz ὑφ' ἅρμασιν, ὑπ' ὄχεσφιν, ὑπ' ἀμάξῃσιν, Il. 23, 130. 24, 14. 782 Od. 3, 478. So auch med., ἵππους ζεύγνυσϑαι. die Rosse für sich anspannen, Od. 3, 492. 15, 145 u. öfter. Auch vom Reitpferde, aufzäumen, satteln, Ar. Pax 128. 135. Aehnl. Pind. σϑένος ἡμιόνων, Ol. 6, 22; ἅρμα P. 10, 64, wie Plat. Tim. 22 c; καμήλους, ἵππους ὑπ' ἅρματα, Her. 3, 102. 5, 9; κνώδαλα ἐν ζυγοῖς Aesch. Prom. 460. – 2) übh. zusammenfügen, verbinden, σανίδες ἐζευγμέναι, fest zusammengefügte, Il. 18, 276. Dah. – al durch die Ehe verbinden, heirathen, γάμοις ζυγῆναι Soph. O. R. 826; μήποτ' ἐζύγη δέμας εἰς ἀνδρὸς εὐνήν Eur. Suppl. 848; dah. ἐζευγμένη entgeggstzt der κόρη, Soph. Tr. 533; vgl. Plut. Sull. 33 u. Parthen. 17, 2; τὴν ϑυγατέρα τινί, App. Civ. 2, 14. Auch med., ἄκοιτιν ζεύξασϑαι κλισίαις Eur. Alc. 977. – b) durch Brücken verbinden, sowohl γέφυραν ζευγνύναι, Her. 4, 88 u. sonst, wie pass., 4, 85, als ποταμόν, Ἑλλήσποντον, 7, 24. 157; Plat. Legg. III, 699 a; Pol. 5, 52, 4 u. sonst. – c) ναῦς, Schiffe in Stand setzen, kalfatern, Thuc. 1, 29, vgl. ὑπόζωμα. – d) übertr., ἐν ἀνάγκῃ ζυγείς Soph. Phil. 1014, wie Plat. Menex. 240 c, τοὺς Ἀϑηναίους ἐν τῇ αὐτῇ ἀνάγκῃ ζευγνύναι; vgl. ἐν δεσμῷ ζευχϑεῖσα Soph. Ant. 945; μοναρχία ἐν γράμμασιν ἀγαϑοῖς ζευχϑεῖσα Plat. polit. 302 e; πότμῳ ζυγείς Pind. N. 7, 6 [ζευγνῦμεν, inf., Il. 16, 145].
-
4 ὑπο-ζεύγνῡμι
ὑπο-ζεύγνῡμι u. - ζευγνύω (s. ζεύγνυμι), darunter od. daran jochen, unters Joch spannen, ὑποζεύξω δέ τοι ἵππους Od. 15, 81, vgl. 6, 73; auch med., τέϑριππον ὑποζευξάμενος Plut. Cam. 7; – αὐτοὺς εἰς τὸ δουλικὸν ὑποζεύγνυσι γένος Plat. Polit. 309 a, darunter rechnen; überh. womit verbinden, verknüpfen, dah. darauf folgen lassen, τινί τι, Sp. – Pass., ἀνάγκαις ταῖςδ' ὑπέζευγμαι Aesch. Prom. 108, zw.; ὑποζυγῆναι πόνῳ Soph. Ai. 24; ὑπεζεῦχϑαι τῷ γένει, untergeordnet sein, Arist. partt. an. 1, 4.
-
5 ζεύγνῡμι
ζεύγνῡμι u. ζευγνύω, (1) anjochen, anspannen; ἵππους ζεύγνυσϑαι. die Rosse für sich anspannen. Auch vom Reitpferde: aufzäumen, satteln. (2) übh. zusammenfügen, verbinden, σανίδες ἐζευγμέναι, fest zusammengefügte. Dah. (a) durch die Ehe verbinden, heiraten. (b) durch Brücken verbinden. (c) ναῦς, Schiffe in Stand setzen, kalfatern -
6 παραζεύγνῡμι
παρα-ζεύγνῡμι u. παρα-ζευγνύω, danebenjochen, anspannen, verbinden -
7 παραζευγνύω
παρα-ζεύγνῡμι u. παρα-ζευγνύω, danebenjochen, anspannen, verbinden -
8 ὑποζεύγνῡμι
ὑπο-ζεύγνῡμι u. -ζευγνύω, darunter od. daran jochen, unters Joch spannen; αὐτοὺς εἰς τὸ δουλικὸν ὑποζεύγνυσι γένος, darunter rechnen; überh. womit verbinden, verknüpfen, dah. darauf folgen lassen; ὑπεζεῦχϑαι τῷ γένει, untergeordnet sein -
9 ὑποζευγνύω
ὑπο-ζεύγνῡμι u. -ζευγνύω, darunter od. daran jochen, unters Joch spannen; αὐτοὺς εἰς τὸ δουλικὸν ὑποζεύγνυσι γένος, darunter rechnen; überh. womit verbinden, verknüpfen, dah. darauf folgen lassen; ὑπεζεῦχϑαι τῷ γένει, untergeordnet sein
См. также в других словарях:
ζευγνύω — (AM ζεύγνυμι και ζευγνύω) 1. συνάπτω, συνδέω δύο άκρα, συνδέω με ζεύγμα 2. συνδέω με γέφυρα, γεφυρώνω («ζευγνὺς τὸν ποταμόν», Ηρόδ.) 3. τοποθετώ τον ζυγό σε ζώο, ζεύω («ζεῡξαι δ ὑπ ὄχεσφιν ἕκαστον ἵππους», Ομ. Ιλ.) αρχ. 1. (για ίππους) σελλώνω,… … Dictionary of Greek
ζευγνύω — ζεύγνυμι yoke pres subj act 1st sg ζεύγνυμι yoke pres subj act 1st sg ζεύγνυμι yoke pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ίψος — Αρχαίαπόλη της Φρυγίας. Το καλοκαίρι του 301 π.Χ. δόθηκε κοντά στην Ι. ονομαστή μάχη ανάμεσα στον στρατό του ισχυρότατου στρατηγού Αντίγονου και στις δυνάμεις των βασιλιάδων Κάσσανδρου, Λυσίμαχου, Σέλευκου και Πτολεμαίου. Οι τελευταίοι… … Dictionary of Greek
αναζεύγνυμι — ἀναζεύγνυμι και νύω (ΑΜ) μσν. (για αρχηγό στρατού) γυρίζω πίσω, επιστρέφω με το στράτευμα μου αρχ. 1. (για στρατό) ζεύω πάλι τα υποζύγια, ξεκινώ, αναχωρώ 2. (για πλοία) ξεκινώ, αποπλέω 3. διαλύω, μετακομίζω το στρατόπεδο 4. φρ. «ἀναζεύγνυμι διά… … Dictionary of Greek
διγαμοζεύκτης — ο (Μ) ο ιερέας που ενώνει με την ευλογία του δίγαμο άνθρωπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < δίγαμος + ζευγνύω] … Dictionary of Greek
ζευγνοσύνη — ζευγνοσύνη, ή (Μ) [ζευγνύω] σύνδεσμος, δεσμός … Dictionary of Greek
ζεύγω — βλ. ζεύω. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο μεταπλασμένος ενεστ. ζεύγω από τον αόριστο έζευξα τού ρ. ζευγνύω] … Dictionary of Greek
ζεύξιμος — η, ο [ζευγνύω] 1. ο κατάλληλος να ζευχθεί, αυτός στον τράχηλο τού οποίου μπορεί να τοποθετηθεί ζυγός 2. το ουδ. ως ουσ. το ζεύξιμο το ζέψιμο, η ζεύξη … Dictionary of Greek
ζυγή — ζυγή, ἡ (AM) ζεύγος αρχ. (ως όργανο βασανισμού) ζυγός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζευγνύω. Μτγν. τ. που εμφανίζει τη μηδενισμένη βαθμίδα ζυγ τού θ. ζευγ (πρβλ. φεύγω > φυγή)] … Dictionary of Greek
καταδηνύω — και καταδήω (Α) δένω με μαγικούς δεσμούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + δηνύω, μεταπλασμένος τ. τού δίδημι «δένω» κατά τα ρ. σε (ν)ύω (πρβλ. ζεύγνυμι: ζευγνύω, ρώννυμι: ρωννύω), που απαντά μόνο στο παρόν σύνθ. ρ. (πρβλ. και κατα δίδημι)] … Dictionary of Greek
καταζεύγνυμι — και καταζευγνύω (Α) 1. ζευγνύω μαζί 2. στρατοπεδεύω 3. παθ. καταζεύγνυμαι α) (για ορθή γωνία) γίνομαι οξεία β) περιορίζομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ζεύγνυμι «ζεύω»] … Dictionary of Greek