Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

εἶδε

См. также в других словарях:

  • ειδέ — (AM εἰδέ) αλλιώς, ειδεμή μσν. νεοελλ. 1. έτσι και, σε περίπτωση που 2. αλλά, όμως 3. είτε …   Dictionary of Greek

  • εἴδε' — εἴδει , εἴδομαι see pres ind mid 2nd sg εἴδεο , εἴδομαι see imperf ind mid 2nd sg (epic doric ionic aeolic) εἴδεο , εἴδομαι see pres imperat mid 2nd sg (epic doric ionic aeolic) εἴδεαι , εἴδομαι see pres ind mid 2nd sg (epic ionic) εἴδεο ,… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εἶδε — εἶδον see aor ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἔιδε — εἶδον see aor ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εἶδ' — εἶδε , εἶδον see aor ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καν — I (Kan). Ποταμός (629 χλμ.) της Ρωσίας, παραπόταμος του Γενισέι. Πηγάζει από τις βόρειες πλαγιές του Ανατολικού Σαγιάν (Κάνσκοε Μπελογκόριε) και κατά τη ροή του διασχίζει τη μεγάλη κοιλάδα της ομώνυμης δασοστέπας και την οροσειρά Γενισέι. Έχει… …   Dictionary of Greek

  • φούρνος — ο / φοῡρνος, ΝΜΑ θολωτή κτιστή κατασκευή για το ψήσιμο ψωμιού και φαγητών νεοελλ. 1. φουρνάρικο, αρτοποιείο 2. το ειδικό μέρος τής συσκευής κουζίνας ή χωριστή συσκευή που χρησιμεύει για ψήσιμο 4. εστία ατμολέβητα 5. τεχνολ. κοινή ονομασία τού… …   Dictionary of Greek

  • Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… …   Dictionary of Greek

  • Τειρεσίας — Θηβαίος μυθολογικός ήρωας μάντης. Διάφορες εκδοχές αναφέρουν πώς απέκτησε τη μαντική του δύναμη. Η γνωστότερη αφηγείται, ότι στο όρος Κυλλήνη ο Τ. είδε δύο φίδια ζευγαρωμένα· αυτός τα χώρισε (ή σκότωσε το θηλυκό) και για τον λόγο αυτό έγινε… …   Dictionary of Greek

  • άδραστος — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Βασιλιάς του Άργους, γιος του Ταλαού και της Λυσιμάχης, κόρης του Άβαντα. Αδελφοί του ήταν ο Παρθενοπαίος, ο Πρώναξ, o Μηκιστεύς κι ο Αριστόμαχος. Αδελφή του ήταν η Εριφύλη. O Ταλαός σκοτώθηκε από τον συγγενή του… …   Dictionary of Greek

  • θυαμάζομαι — 1. θαυμάζω, εκπλήττομαι, παραξενεύομαι, διερωτώμαι, απορώ 2. παροιμ. α) «θυαμάζεται τον κάβουρα που περπατάει πισόκωλα» λέγεται για τον τεμπέλη που σπαταλάει άσκοπα τον χρόνο του β) «όπου δεν είδε κάστρο, είδε φούρνο και θυαμάστηκε» λέγεται για… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»