-
1 δοκάνη
-
2 δοκάνη
A = στάλιξ, forked pole on which hunting-nets are fixed, Hsch. -
3 δοκάνη
-
4 δοκάνη
Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > δοκάνη
-
5 δοκάνη
-
6 δοκάνι
-
7 δοκάναι
δοκάνᾱͅ, δοκάνηforked pole: fem dat sg (doric aeolic) -
8 δέχομαι
Grammatical information: v.Meaning: `take, accept, receive etc.' (Att.)Other forms: δέκομαι (Ion. Aeol. Cret.), aor. δέξασθαι (Il.). 3. pl. δέχαται (Μ 147), ep. aor. ptc. δέγμενος, ind. ἐδέγμην etc., (metr. determined), προτί-δεγμαι προσδέχομαι H. (cf. Debrunner ΜΝΗΜΗΣ ΧΑΡΙΝ 1, 77ff.; on the analogical aspirata c.q. media s. Schwyzer 772 and 769 n. 6).Derivatives: - δόκος as second member in comp. (Il.; also Att.), e. g. ἰο-δόκος `receiving arrows' (ep.), δωρο-δόκος `accepting presents, corruptable' (Att.); also the simplex δοκός `beam' (s. v.); δοχός `container' (Thphr., H.). δοκάν θήκην H.; also in ἀν-δοκά `surety' (Cret.), ἐσ-δοκά `taking over' (Arc.) etc., ( ἀνα-, ἐκ- etc.) δοχή (Att.) with δοχαῖος (Nic.), δοχικός (Pap.); ἀνδοκεύς `guarantor' (H.; Dor., cf. E. Kretschmer Glotta 18, 91); ( ἐκ-, ὑπο- etc.) δοχεύς `receiver etc.' (hell. and late); πανδοκεύς `inn-keeper' (retrograde formation, cf. Boßhardt 57); to δοχεύς: ( ἐκ-, ὑπο- etc.) δοχεῖον `container' (hell. and late). ( ἀπό-, ἔκ- etc.) δέξις `reception' (Hdt.) with δέξιμος `acceptable' (pap.). ( ἐκ-, δια- etc.) δέκτωρ `who undertakes' (A.). ( ἀπο-)δεκτήρ `intaker', an official (X.) with the fem. δέκτρια (Archil.). δέκτης `beggar' (δ 248); ἀπο-, ὑπο-δέκτης `intaker' (Att. hell. and late; with ( ἀνα-, ὑπο- etc.) δεκτικός `prepared to adopt' (Arist.); ὑποδέξιος `id.' (Hdt.), ὑποδεξί̄η `friendly reception' (Ι 73). ἀρι-δείκετος, δεξαμενη `watercollector' (ptc. δεξαμένη with oppos. accent) - δόκιμος, δόχμη s. v.; δόκανα, δοκάνη s. δοκός. - Deverb. δοκέω ( δοκεύω, δοκάζω), προσ-δοκάω (s. vv.). On δεκανᾶται ἀσπάζεται H. s. δηδέχαται. On δεκάζω (from δεκάς) s. δέκα.Origin: IE [Indo-European] [189] *deḱ- `take, accept'Etymology: Several forms IE deḱ-, doḱ- which can be combined with δέκομαι. E.g. Lat. decet `it is fitting' with decus n. (= Skt. *dáśas- in daśas-yáti `honour', MIr. dech `the best'; cf. also δεξιός), dignus, doceō etc.; δέκομαι therefore prop. `consider something as fitting, gern aufnehmen'? - From Armenian here primary tesanem, aor. tesi `see'?; cf. δοκεύω. - Uncertain Arm. ǝncay `gift', Toch. A täk- `judge', tāskmāṃ `similar', B tasemane `id.', and Slavic and Germanic words, e. g. OCS dešǫ, desiti `find' (s. δήω), OHG gi-zehōn `order'. - Isolated is Skt. dāś-noti, dā́ṣṭi, dā́śati `bring a sacrifice, honour', s. δηδέχαται. (Impossible is connection with Skt. átka- `mantle'.) - From Greek here δεξιός, from the zero grade of an s-stem ( decus) *deḱs- with adverbial loc. *deḱsi `right'; s. δεξιός. - S. Pok. 189ff.; and Fraenkel Lit. et. Wb. s. dẽšinas, Vasmer Russ. et. Wb. s. desitь.Page in Frisk: 1,373-374Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > δέχομαι
-
9 δόκανα
Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > δόκανα
См. также в других словарях:
δοκάνη — (I) και δουκάνη, η και δοκάνι, το (Α τυκάνη και τυτάνη, Μ δουκάνη) αλωνιστική μηχανή που αποτελείται από μια σανίδα και πλάκα από πυριτόλιθους για να τρίβονται τα στάχυα. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. τυκάνη]. (II) και δοκάνα, η και δοκάνι, το (Α δοκάνη, η)… … Dictionary of Greek
δοκάνη — η αλωνιστική συσκευή που αποτελείται από μακρύ και βαρύ σανίδι με πυριτόλιθους από κάτω, για να τρίβει τα στάχυα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
δοκάνι — το 1. το δόκανο, η παγίδα 2. δοκάνη, αλωνιστική μηχανή. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. δοκάνι < δοκάνη (ΙΙ) με τη σημ. 1 και < δοκάνη (Ι) με τη σημ. 2, με μεταβολή τού γένους] … Dictionary of Greek
δουκάνη — η βλ. δοκάνη … Dictionary of Greek
τριβόλι — το / τριβόλιον, ΝΜ, και τριβόλιο και τριβούλι και τρίβουλο Ν [τρίβολος] είδος παλαιού αλωνιστικού οργάνου, που αποτελούνταν από χοντρές συνενωμένες σανίδες οι οποίες είχαν στο κάτω μέρος μπηγμένους αιχμηρούς πυριτολίθους και συρόταν από υποζύγια… … Dictionary of Greek
τσουκάνι — και τσιουκάνι και τσοκάνι και τσόκανο, το, Ν 1. σφυρί 2. γλωσσίδι κουδούνας 3. κουδούνι που κρεμούν στον λαιμό τών βοσκημάτων 4. είδος αλωνιστικού οργάνου, δοκάνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < τυκάνιον, υποκορ. τού τυκάνη* με μαλάκωμα του τ πριν από ι (πρβλ.… … Dictionary of Greek
τυκάνη — η, ΝΜΑ, και τυτάνη Α 1. είδος αλωνιστικού εργαλείου, η δοκάνη 2. είδος κηπουρικού εργαλείου για την διάλυση τών σβώλων. [ΕΤΥΜΟΛ. < τύκος + επίθημα άνη (πρβλ. σκαπ άνη). Η λ. απαντά και με τις μορφές τυτάνη (πιθ. αναλογικά προς το τρυτάνη) και… … Dictionary of Greek
τρίβολος — η, ο 1. αυτός που έχει τρεις αιχμές: Τρίβολο ρόπαλο. 2. το αρσ. ως ουσ., τρίβολος, ο, α. ζιζάνιο των αγρών, τριβόλι, κολλιτσίδα. β. είδος αλωνιστικής μηχανής, η δοκάνη. γ. σιδερένιο κέντρο με τέσσερις αιχμές, που ρίχνεται σε ποσότητες εκεί όπου… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
δοκάναι — δοκάνᾱͅ , δοκάνη forked pole fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)